top of page

Μακεδονικός Αγώνας μετά το θάνατο του Παύλου Μελά.  

Εικόνα (1).jpg

Χριστιανικά, μουσουλμανικά και μικτά χωριά των επαρχιών Ανασελίτσας και Γρεβενών. Πηγή: του Γιώργου Τσότσου

Παύλος Γύπαρης από τα Χανιά..jpg

Παύλος Γύπαρης από τα Χανιά.

 Το Μακεδονικό Κομιτάτο, αμέσως μετά το θάνατο του Παύλου Μελά, όρισε αντικαταστάτη και γενικό Αρχηγό στην περιοχή του Μοναστηρίου τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Γεώργιο Κατεχάκη (γνωστό με το ψευδώνυμο Καπετάν Ρουβάς). Με το σώμα του (25 άντρες ανάμεσα στους οποίους  ήταν και οι κατόπιν πολύ γνωστοί στους Ερατυρείς  Παύλος Γύπαρης και ο καπετάν Στέφος Γρηγορίου πέρασε τα σύνορα στα μέσα Οκτωβρίου, 1904 έφτασε στο χωριό Έξαρχος των Γρεβενών.

   Αντιμετώπισε πολλές δυσχέρειες για παράδειγμα θα αναφέρουμε ότι για την απόσταση από τον Έξαρχο ως το Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως Δρυοβούνο το σώμα χρειάστηκε να κάνει εικοσάωρη εξαντλητική πορεία, αντί για 6-7 ώρες που απαιτούνται κανονικά. Όταν το σώμα έφτασε στο μοναστήρι οι άντρες ήταν νηστικοί, εξαντλημένοι από την κούραση και είχαν πληγιασμένα τα πόδια τους. Λέγεται μάλιστα ότι το προσωπικό το μοναστηριού είχε κατασκευάσει υπόγεια στοά και είχε διέξοδο στο κοντινό δάσος. Από τη στοά αυτή περνούσαν οι καταδιωγμένοι από τους Τούρκους αγωνιστές για να αποφύγουν τη σύλληψη.

   Τελικά ο Ρούβας έφτασε στο Κωσταράζι στις 17 Νοεμβρίου 1904 όπου συναντήθηκε με το σώμα Καούδη. Τα δύο σώματα, κάτω από την καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, έδειξαν μεγάλη δραστηριότητα και έδιωξαν το φόβο και τις επιφυλάξεις που είχε προκαλέσει στους Δυτικομακεδόνες ο θάνατος του Π. Μελά. Από τις πολλές επιτυχίες τους αναφέρουμε μόνο τη Μάχη του Ζέλενιτς (Σκλήθρου) στις 12 Νοεμβρίου  όπου σκοτώθηκαν 40 κομιτατζήδες  και δύο Βούλγαροι αξιωματικοί και την μάχη στο Ζέλοβο (Ανταρτικό Φλωρίνης) όπου αποδεκάτισαν τη συμμορία του Μήτρου Βλάχου και του Κορσάκωφ.

   Μετά από τις επιτυχίες αυτές οι Τούρκοι υποκινούμενοι από τους κομιτατζήδες, άρχισαν άγριο κυνηγητό εναντίον των ελληνικών σωμάτων, τα οποία μεγάλο επίσης εχθρό τους είχαν επιπλέον και η βαρυχειμωνιά της χρονιάς εκείνης. Το χιόνι στα ορεινά της Καστοριάς είχε ξεπεράσει το ενάμισι μέτρο και από την παγωνιά αρκετές φορές κινδύνεψαν να παγώσουν. Ο Κατεχάκης για λόγους υγείας αναγκάστηκε να φύγει από τη Μακεδονία.

   Ο Καπετάν Γεώργιος Τσόντος (Βάρδας)

   

    

  

τσοντος-γεωργιος-1904-1908-001.jpg
DSC08245.JPG

 Το Μακεδονικό Κομιτάτο συγκρότησε νέο σώμα με επικεφαλής τον Ανθυπολοχαγό του Πυροβολικού Γεώργιο Τσόντο, στενό φίλο του Παύλου Μελά, που έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο Καπετάν Βάρδας. Συγχρόνως του ανέθεσε και τη γενική Αρχηγία όλων των ελληνικών σωμάτων που δρούσαν στο βιλαέτι Μοναστηρίου, στη θέση του Π. Μελά. Ο ίδιος ο Βάρδας σε επιστολή του γράφει μεταξύ άλλων «…προσπαθώ να ιδρυθώσι Επιτροπαί πανταχού, ιδίως δε εις τα κέντρα όπου στρατός. Κι ήδη εν Λαψίστη έχω τοιούτον δια να με πληροφορεί περί των κινήσεων του εκεί στρατού, συνέλεξε χρήματα και ενεργεί μύησιν των πέριξ. Εν Χρουπίστη ομοίως, εν δε Καστορία δυστυχώς ακόμη, διότι είναι διηρημένοι εις κόμματα…». Επίσης ο Βάρδας εκτίμησε σωστά και τον ψυχολογικό παράγοντα των κατοίκων. Διαπίστωσε ότι οι κάτοικοι ήθελαν να προσφέρουν τις καλές τους υπηρεσίες αλλά δίσταζαν ή αρνιούνταν από φόβο. Ως υπεύθυνο μάλιστα στον τομέα της διαφώτισης είχε τον Παπαδράκο, που ήταν πολύ μορφωμένος και γνώριζε πολλές ξένες γλώσσες, αλλά ήταν κάπως δύστροπος, ιδιόρρυθμος και αρκετά νευρικός, με αποτέλεσμα πολλές φορές να δημιουργεί δυσαρέσκειες στα χωριά.

      Το σώμα του Βάρδα αποτελούμενο από 35 επίλεκτους και ικανούς άντρες, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι πολύ γνωστοί αργότερα στους Ερατυρείς  Γεώργιος Δικόνυμος-Μακρής, Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης (Παπαδράκος), Αρχιμανδρίτης, και ο Εμμανουήλ Νικολούδης, μπήκε στη Δυτική Μακεδονία από το γνωστό πέρασμα κοντά στο Βελεμίστι την Τρίτη 16 Νοεμβρίου 1904 στις πέντε τα ξημερώματα, με ιδιαίτερα άσχημες καιρικές συνθήκες. Στα πεδινά έβρεχε δυνατά και στα ορεινά έπεφτε πυκνό χιόνι.

   Στα Απομνημονεύματα του Παπαδράκου σημειώνει ότι ο οδηγός δεν γνώριζε την περιοχή, αντί  να οδηγήσει το σώμα από τον «Κάμπο»και την «Ξυνήθρα» της Εράτυρας, απ΄ όπου ο δρόμος είναι συντομότερος και δίχως νερό, το πήγε από το ποτάμι της Βίλιανης (Μύριχο ή Σισανιώτικο) και ακολούθησαν την κοίτη του μέσα στα χιόνια και στους πάγους. Αναγκάστηκαν να κάνουν πολλές στάσεις, να βραχούν ως το κόκαλο από τα συχνά περάσματα του ποταμού και να φτάσουν κατάκοποι στις 7 το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1904 στο μοναστήρι της Παναγίας Σισανίου., όπου βρήκαν πλούσια φιλοξενία. Τους προσφέρθηκε δωρεάν τροφή και ξεκουράστηκαν αρκετά. Το μοναστήρι την εποχή αυτή ήταν αρκετά πλούσιο με ετήσιο εισόδημα 150-160 λίρες και άφθονα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα από την κινητή περιουσία του. Το μεγάλο ευτύχημα ήταν που την εποχή αυτή ηγούμενος του μοναστηρίου ήταν ο Γεννάδιος που αναδείχτηκε σε λαμπρό πατριώτη και με αυταπάρνηση πρόσφερε αφειδώλευτα κάθε είδους υπηρεσία και διευκόλυνση στα διερχόμενα ανταρτικά σώματα.

   Για τις ανάγκες μάλιστα του Αγώνα έκανε στο μοναστήρι ειδικό κρυψώνα, όπου πολλές φορές βρήκαν ασφαλές καταφύγιο οι καταδιωγμένοι από τους Τούρκους Έλληνες αγωνιστές. Πολύτιμες υπηρεσίες πρόσφερε επίσης η οικονόμος και καντηλανάφτισσα του μοναστηρίου Σιάνα Καρακούτη, που όχι μόνο μαγείρευε και έπλενε τους αντάρτες, αλλά και μετέφερε μηνύματα στην  Εράτυρα και στο Μπλάτσι.

   Πριν φθάσουν όμως στη Παναγία Σισανίου είχαν και μια μικρούλα έκπληξη. Στο Ντοβαμίστι συναντήθηκαν με ένα τουρκικό απόσπασμα. Οι ανωμαλίες του εδάφους στην περιοχή εκείνη (αλλεπάλληλοι γήλοφοι και ρεματιές), σε συνδυασμό με την πυκνή βλάστηση (βελανιδιές) που υπάρχει και σήμερα, περιορίζουν πολύ την ορατότητα. Ένα από τα υψωματάκια αυτά έκρυβε ως την τελευταία στιγμή δώδεκα Τούρκους που παρουσιάστηκαν ξαφνικά στα 50 μέτρα μπροστά στους αντάρτες που προχωρούσαν αραιωμένοι. Οι Τούρκοι ήταν στρατιώτες που είχαν απολυθεί από τη στρατιωτική μονάδα της Λιψίστας, που ήταν έδρα σώματος στρατού. Άλλοι φορούσαν πολιτικά και άλλοι ακόμα τη στρατιωτική στολή τους, γι αυτό και οι Έλληνες νόμισαν ότι βρέθηκαν μπροστά σε τουρκικό απόσπασμα. Ο Παπαδράκος τους φώναξε «νταβρανμάϊν» = μη κουνηθείτε. Μόλις σταμάτησαν τους ξαναρώτησε ποιοι είναι και που πάνε. Εκείνη απάντησαν ότι πηγαίνουν στο Μπλάτσι κι από εκεί στα χωριά τους. Χωρίς την παραμικρή αντίσταση ακολούθησαν τον Παπαδράκο και την άλλη ομάδα των ανταρτών, που τους οδήγησε στο Βάρδα. Εκείνος έδωσε εντολή να μη τους πειράξουν και να τους αφήσουν ελεύθερους. Τότε ο Παπαδράκος μπροστά στο Βάρδα τους όρκισε στη Θρησκεία τους ότι δεν θα μαρτυρήσουν σε κανένα ότι συνάντησαν στο δρόμο τους αντάρτες. Κατόπιν τους έδωσαν και «μπαχτσίσι», ο Βάρδας μια λίρα, ο Παπαδράκος ένα μετζηντιά και οι άλλοι ό,τι είχαν ευχαρίστηση και τους άφησαν να φύγουν. Οι Τούρκοι πράγματι κράτησαν τον όρκο τους. Όταν έφτασαν στο Μπλάτσι και τους ρώτησε ο Μουδίρης του χωριού, δηλ. ο Έπαρχος, τι νέα από το δρόμο σας, εκείνοι απάντησαν «ραχάτ εφέντη μ’»= ησυχία, αφέντη μου.

Καπετάν Βάρδας. Γιώργιος Τσόντος 

Βαγγέλη Νάτση από τα Ασπρόγεια Φλώρινας

Βαγγέλη Νάτση από τα Ασπρόγεια Φλώρινας (στο κέντρο), ντυμένου επίσημα με πολιτικά. Στα δεξιά εικονίζεται η κόρη του σε παιδική ηλικία.

Aimilianos.jpg

Ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης,  Μικρασιάτης θεολόγος και επίσκοπος, Mητροπολίτης Γρεβενών με σημαντική δράση για τον Ελληνισμό της Μακεδονία

Telos-Agras.JPG

Τέλλος Άγρας ή Σαράντος Αγαπηνός, αντάρτης που έλαβε μέρος στο  Μακεδονικό Αγώνα. Η ιστορία του απαθανατίστηκε την τραγωδία του  σε τραγούδια, αλλά και στο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα στο "Τα μυστικά του Βάλτου"

 Όταν το σώμα των ανταρτών έφτασε στο μοναστήρι αντιλήφθηκε ότι εκεί διαπίστωσαν ότι τους έλειπε ο Δημήτριος Ανδρεάνης ή Ανδριανάκης, ένα από τα εκλεκτότερα παλικάρια του σώματος. Αυτό έκανε το Βάρδα να παραμείνει όλη την ημέρα στο μοναστήρι. Διέταξε τους οδηγούς να γυρίσουν πίσω από τον ίδιο δρόμο και να ρωτήσουν στα μέρη απ’ όπου είχαν περάσει και κατά σύσταση του ηγουμένου, έστειλαν το γελαδάρη να πάει μέχρι την Αγία Κυριακή και στο δρόμο να φωνάζει Δημήτρη, Δημήτρη. Αν τον βρείτε, τους είπε, θα σας δώσω μια λίρα. Θέλω να ψάξετε καλά παντού.  Οι οδηγοί έφυγαν γρήγορα αλλά δεν βρήκαν τίποτε πουθενά.

    Ο τραγικός Θάνατος του Δημητρίου Ανδριανάκη

   Ο άτυχος Ανδριανάκης κατάκοπος καθώς ήταν από την πολύωρη πορεία, τυλίχτηκε στην κάπα του στο μέρος που είχαν σταματήσει για ξεκούραση δηλαδή στο μέρος που είχαν σταματήσει για ξεκούραση δηλαδή στο ύψωμα δίπλα στην Αγία Κυριακή της Βρογγίστας (Καλονερίου), εκεί που υπάρχει σήμερα το λατομείο και χωρίς να το καταλάβει τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξεκίνησε το σώμα δεν τον ξύπνησε κανείς. Ύστερα από ώρες όταν ξύπνησε μόνος του, έμεινε κατάπληκτος κι άρχισε να ψάχνει και να κοιτάζει μήπως ακούσει ή ιδεί τους συντρόφους του, γιατί δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον είχαν εγκαταλείψει. Φώναξε, σφύριξε μερικές φορές, αλλά άδικος κόπος. Τότε κατάλαβε ότι ήταν ολομόναχος σε άγνωστο μέρος. Ανέβηκε σ’ ένα ψηλό δέντρο και είδε αντίκρυ του ένα χωριό. Ήταν η Βρογγίστα (Καλονέρι). Πήρε την απόφαση να τραβήξει κατά κει μόλις νυχτώσει. Όλη την υπόλοιπη ημέρα την πέρασε κρυμμένος μέσα στους θάμνους. Όταν άρχισε να σουρουπώνει ξεκίνησε παίρνοντας όλα τα μέτρα προφύλαξης για κάθε ενδεχόμενο. Ύστερα από εξαντλητική πορεία στο σκοτάδι έφτασε στο χωριό. Από τα παράθυρα μερικών σπιτιών φαινόταν φως.

   Ξαφνικά εκεί που στεκόταν αναποφάσιστος και προσπαθούσε να καταλάβει αν είναι χωριό ελληνικό ή βουλγαρικό, άκουσε μια φωνή: «Ε, παλικάρι που πας;». Ο άνθρωπος που του μιλούσε στεκόταν στο κατώφλι της θύρας ενός ισόγειου οικοδομήματος. Ήταν ο χαντζής. Δίπλα σ’ ένα υπόστεγο ήταν δεμένα μουλάρια. «Τι είναι μωρέ, τι θέλεις» απάντησε ο Ανδριανάκης έχοντας έτοιμο το όπλο. «Πες μου τι είσαι, κάτι θα σου πω». «Είμαι Έλληνας», απάντησε περήφανα ο Κρητικός. Ο άνθρωπος ανοίγοντας περισσότερο τη θύρα του είπε: «Θα είσαι εκείνος που ψάχνουν να βρουν. Έλα μέσα κι εγώ Έλληνας είναι». «Αλήθεια μου λες πατριώτη»; «Ναι του ξαναείπε εκείνος. Πέρασαν από εδώ κάποιοι και σε αναζητούσαν». Ο Ανδρανάκης  ένιωσε κάποια ανακούφιση και έδειξε εμπιστοσύνη στον χαντζή. Ο χαντζής άπλωσε το δεξί του χέρι, έκανε χειραψία και αγκάλιασε τον Κρητικό. Έπειτα μπήκαν στο χάνι. Στο βάθος υπήρχε τζάκι με χοντρά ξύλα. Γύρω στο τζάκι καθόταν 10 περίπου άτομα και έπιναν κρασί. Ο Ανδριανάκης τους χαιρέτησε κι εκείνοι σηκώθηκαν όρθιοι έτσι που τον είδαν οπλισμένο. Ο χατζής τον σύστησε για καπετάνιο 15 αντρών που κοιμούνταν στο πατάρι. Είπε σκόπιμα το ψέμα αυτό για να φοβηθούν οι πελάτες του χανιού και να μη μαρτυρήσουν ότι τον είδαν. Ο Ανδριανάκης κατάκοπος και θεονήστικος αφού συνομίλησε για λίγη ώρα. Ζήτησε να φάει κι έπειτα είπε στο χαντζή ότι θα κοιμηθεί στο χάνι και του έδωσε ένα μετζήτι. Έπειτα συμπλήρωσε πως αν τον βοηθούσε να βρει τους συντρόφους του θα του έδινε 2 λίρες. Ο χαντζής φάνηκε προθυμότατος. Έστρωσε σε μια γωνιά κι ο Ανδρεανάκης σε λίγο κοιμόταν βαθιά. Έξω έπεφτε πυκνό χιόνι.

   Τα χαράματα ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα του χανιού. Ήταν Τούρκοι στρατιώτες. Τότε ο χαντζής είδε ότι οι πελάτες του είχαν φύγει και έβγαλε το συμπέρασμα πάνω  ότι ήταν Βούλγαροι. Φαίνεται ότι πάνω στη φλυαρία του θα του είχε ξεφύγει καμιά κουβέντα και να η προδοσία του απέδωσε τον καρπό της. Έτρεξε αμέσως ξύπνησε τον Ανδριανάκη και τον οδήγησε σε μια αχυρώνα που σώζεται και σήμερα. Ήταν λίγο πιο πάνω από το χάνι. «Κάτσε εδώ του είπε, μέχρι να ιδούμε τι θα κάνουμε». Η αχυρώνα ήταν του βαλαά της Βρογγίστας Μαχάλου.

   Γύρισε στο χάνι, άνοιξε την πόρτα και είδε ότι είχε βγάλει λάθος συμπέρασμα. Αντί για κανονικοί στρατιώτες, μπήκαν 5 άοπλοι νιζάμηδες. Είχαν απολυθεί από το στρατό (όπως κι εκείνοι που συνάντησαν οι αντάρτες στο Νοβαμίστι που είδαμε πιο πάνω), έμειναν το βράδυ στη Βρογγίστα και το πρωί πήγαν στο χάνι για να πιούν ρακή.

   Ωστόσο η ώρα περνούσε κι ο Ανδριανάκης με το όπλο γεμάτο ανυπομονούσε. Ξαφνικά άνοιξε η θύρα της αχυρώνας και φάνηκε ένα τουρκικάκι. Τρόμαξε μόλις είδε τον οπλοφόρο κι άρχιζε να φωνάζει: «κλέφτες». Ο Ανδριανάκης μάταια προσπαθούσε να το κάμει να σωπάσει.

   Τις φωνές τις άκουσε ο πατέρας του παιδιού και ιδιοκτήτης της αχυρώνας κι άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Σε λίγο πολλοί οπλισμένοι περικύκλωσαν την αχυρώνα. Άρχισαν να φωνάζουν «τεσλίμ»= παραδώσου, αλλά δεν πήραν καμιά απόκριση. Τότε κάποιος έριξε από τη μισάνοιχτη πόρτα. Σχεδόν αμέσως ο Ανδριανάκης ανταπέδωσε στον πυροβολισμό κι έτσι η συμπλοκή που κράτησε αρκετά λεπτά.

   Όταν είδε ότι ήταν χαμένος, κρέμασε την κάπα του στην κάνη του γκρά του, έβγαλε το πιστόλι του και όρμησε κατά την πόρτα. Οι βαλαάδες άδειασαν τους γκράδες τους πάνω στην κάπα μόλις την είδαν να ξεπροβάλλει κι ως πότε να τους ξαναγεμίσουν ο Ανδριανάκης άρχισε  να πυροβολεί με το πιστόλι δεξιά-αριστερά. Όλοι τα’ χασαν και ο Ανδριανάκης σαν αστραπή άρχισε να τρέχει. Οι βαλαάδες μόλις ξαναγέμισαν τα όπλα τους και συνήλθαν από τον αιφνιδιασμό άρχισαν να τον καταδιώκουν και ο Κρητικός αναγκάστηκε να κρυφτεί πίσω από μια χοντρή αγριοαχλαδιά που υπήρχε κοντά στο σημερινό υδραγωγείο του Καλονερίου, για να προφυλαχτεί από τα πυρά.

   Για κακή του όμως τύχη την ώρα εκείνη ερχόταν από τη Σιάτιστα έφιππο απόσπασμα τουρκικό. Ήταν εφτά στρατοχωροφύλακες (σουβαρήδες) που κατευθύνονταν προς την Εράτυρα. Αυτοί ήταν οπλισμένοι με τελειότερα όπλα μάουζερ κι άρχισαν να πυροβολούν, μόλις έμαθαν τι συμβαίνει. Ο Ανδριανάκης ήξερε ότι οι σφαίρες των μάουζερ τρυπούν τον κορμό αλλά έλπιζε να αμυνθεί ως τη νύχτα. Σε λίγο όμως μια σφαίρα τρύπησε το δέντρο και τον τραυμάτισε στο πόδι, κι ύστερα μια δεύτερη και μια τρίτη τον τραυμάτισαν σοβαρά. Οι βαλαάδες τον παράτησαν κι έφυγαν. Μερικοί βουλγαρόγυφτοι που έμεναν τότε στη Βρογγίστα πήγαν και με θηριωδία και κτηνωδία κομμάτιασαν το πτώμα και κρέμασαν σ’ άλλο δέντρο το κεφάλι, σ’ άλλο τα πόδια, σ’ άλλο τα χέρια και σ’ άλλο το υπόλοιπο σώμα

   Έτσι ακριβώς μας περιγράφει το θάνατο του Ανδριανάκη ο Σταμάτιος Ράπτης, που στηρίζεται στο ημερολόγιο του Μακεδονομάχου Μπονάτσου.

   Η αλήθεια είναι ότι οι Χριστιανοί κάτοικοι της Βρογγίστας παρακολουθούσαν με αγωνία το επεισόδιο και ένιωσαν φρίκη και αποτροπιασμό όταν στο τέλος είδαν το κομματιασμένο πτώμα του παλικαριού που αποφάσισαν να το θάψουν χριστιανικά με κάθε θυσία. Έτσι κατά το σούρουπο με κίνδυνο της ζωής τους τρεις ριψοκίνδυνοι Καλονεριώτες χριστιανοί  οι Αντώνιος Ξάνθος, Χρήστος Ζήκος και Δημήτριος Γκιαγκιάς πήγαν με έναν αραμπά στον τόπο της τραγωδίας φόρτωσαν το τεμαχισμένο σώμα και από ένα στενό δρομάκι που υπήρχε πάνω από τη σημερινή εθνική οδό Καλονερίου – Μικροκάστρου το μετέφεραν στο μοναστήρι της Παναγίας Μικροκάστρου όπου θάφτηκε χριστιανικά από τον ηγούμενο του Μοναστηρίου Αρχιμανδρίτη Παπά-Κωνσταντίνο.

   Το 1907 ο ξάδερφός του Νικόλαος Ανδριανάκης ξέθαψε τα κόκαλά του και φρόντισε να σταλούν στην οικογένειά του στους Νάκκους της Κρήτης.

   Εμείς ύστερα από σχετική έρευνα εξακριβώσαμε ότι ο χαντζής που υποδέχτηκε και φιλοξένησε τον Ανδριανάκη ήταν ο Σιατιστινός Μπήτιας Τσιτσαγιάννης ή Τσιγάνης.

Το χάνι το είχε νοικιασμένο από τον ιδιοκτήτη του βαλαά Ασλάν Κουλά.

   Το σώμα του Καπετάν Βάρδας έδωκε τον τελευταίο ασπασμό στο νεκρό και εκ μέρους των συντρόφων του και επέστρεψε στο Μοναστήρι και ανάφερε τα καθέκαστα. Αυτό όμως το επεισόδιο είχε πολύ θλιβερά επακόλουθα. Η επιτροπή της Εράτυρας θεώρησε την ενέργεια αυτή των βαλαάδων της Βρογκίστας προσβλητική και κάπως προδοτική και μια ψυχρότητα μπήκε στις σχέσεις των δύο στοιχείων και των δύο χωριών.

23032829_10211575510636559_2724751533891

Από αριστερά: Νικόλαος Καζαντζής, Αλέκος Ψυχογιός του Ανδριανάκη, Καπετάν Νικόλαος Ανδριανάκης, Παυλάκης Εμμανουήλ και Ιωάννης Τσιακστήρας γραμματέας του Ανδριανάκη και οπλαρχηγός Ά τάξεως.                                                                                                     Η Δέσποινα Κατάνου (Νικ. Καζαντζής παππούς της) μου παραχώρησε τη φωτογραφία από το προσωπικό της αρχείο.

  Ένα απόγευμα ήρθε στην Εράτυρα ένας βρογκιστινός βαλαάς ονόματι Αμπντουλάς με το μικρό του αδελφό Αλή για να ζητήσουν μικρά φυτά διαφόρων λαχανικών και να φυτέψουν στον κήπο τους. Ο Αμπντουλάς αυτός θεωρούνταν πρωτοπαλίκαρο και είχε πρωτοστατεί στο φόνο του Ανδιανάκη. Οι Τούρκοι απευθύνθηκαν στην Αντώναινα του Πήττα και αυτή θέλησε να τους εξυπηρετήσει. Πήγε στην Αυλαγά να βγάλει τα φυτά και οι δύο ξένοι πήγαν στα καταστήματα να ψωνίσουν. Τους έπιασαν συζήτηση, τους απασχόλησαν και επειδή πέρασε η ώρα κάθισαν στο χριστιανικό σπίτι να διανυκτερεύσουν. Οι οργανωμένοι στο Μακεδονικό Αγώνα Ερατυρείς που αργοπόρησαν τους Τούρκους και παρακολουθούσαν τις κινήσεις τους, πήγαν το βράδυ στο σπίτι του Αντώνη Πήττα, παραβίασαν το οικογενειακό άσυλο και έσφαξαν τον Αμπντουλά και τον Αλή εκδικούμενοι το φόνο του Ανδριανάκη. Στη σφαγή έλαβαν μέρος ένας ξάδερφος του Ανδριανάκη, ο Μιχ. Κέπας, ο Θ. Καρπούζας, ο Τσιολέκας Νικ., ο Τζήκας Θεόδ. Λέγεται ότι τους έσφαξαν σε μια λεκάνη και το αίμα το έριξαν στη ρίζα μιας μηλιάς του κήπου που ξεράθηκε. Την οικογένεια Πήττα την είχαν κλείσει σ’ ένα δωμάτιο για να μη βλέπει. Τα πτώματα τα πήραν ο Βας. Κορμάς και ο Θαν. Φάκας και τα εξαφάνισαν. Αυτή ήταν η εντολή του Αρχηγείου. Οι Βρογκιστινοί που γνώριζαν ότι οι άνθρωποί τους κατέλυσαν στο σπίτι του Αντώνη Πήττα, τους αναζήτησαν. Δήλωσαν άγνοια αλλά το μυστικό διέρρευσε και τότε μπήκε το μίσος πλέον μεταξύ των δυο χωριών και των δυο στοιχείων χριστιανικού και μωαμεθανικού. Πέντε Βρογκιστινοί Τούρκοι συνάντησαν μια μέρα στο Χιλιομόδι το Θόδωρο Ζιάμο που έβοσκε τα πρόβατά του. Δεν τολμούσαν να του επιτεθούν γιατί ήταν πάρα πολύ δυνατός. Οι τρεις απομακρύνθηκαν και οι δυο προσποιήθηκαν ότι θα φορτώσουν δέματα. Παρακάλεσαν το Θόδωρο να τους βοηθήσει. Φόρτωσαν τη μια πλευρά και ο Θόδωρος κράτησε το βάρος για να φορτώσουν δεμάτια σήκωσαν τις φούρκες και τους παλιουροκόπους και τον εξόντωσαν κατά τρόπο ύπουλο. Κατόπιν δολοφόνησαν και το Νικόλαο Ζωϊδη που τον βρήκαν μοναχό στο ύπαιθρο και αυτόν με τρόπο δόλιο. Επίσης δολοφόνησαν άλλους πέντε από τα γύρω χωριά, χριστιανούς για να εκδικηθούν τους δύο συγχωριανούς τους.

   Η οικογένεια του Αντώνη Πήττα προσανατολίζονταν να φύγει και να πάει να εγκατασταθεί στη Θεσσαλία, για να μη συνεχιστεί η βεντέτα και στην οικογένεια Πήττα, αλλά οι συγγενείς του Αμπντουλά βεβαίωσαν τους Πητταίους ότι θα φύγουν αυτοί, η οικογένεια του Αμπντουλά δεν έχει βαρειά καρδιά απ’ τους Πητταίους.

Hristos_Argirakos_-_Kitsos_Morikis.jpg

 Ο Βάρδας στο Μπλάτσι συνάντησε τα μέλη της τοπικής Επιτροπής, συγκρότησε και όρκισε Επιτροπές σε όλα σχεδόν τα χωριά. Επίσης στις αρχές Δεκεμβρίου κατάφερε να εξοντώσει στο χωρίο Αηλιά τον αρχικομιτατζή Κωνστάντωφ και τη συμμορία του, που είχαν κατατρομοκρατήσει την περιοχή.    

    Στις  27 Δεκεμβρίου 1904 είχαν σταλεί 70 όπλα και 3.600 φυσίγγια και θα περνούσαν τα σύνορα δυο σώματα. Αμέσως ο Βάρδας έστειλε τον Παπαδράκο με τρεις άντρες και να καθοδηγήσουν τα νέα σώματα που θα έφταναν στην περιοχή. Ολόκληρη η Δυτική Μακεδονία καλύφτηκε από χιόνι που ξεπερνούσε παντού το ένα μέτρο, ενώ οι λίμνες Μικρής Πρέσπας και της Καστοριάς είχαν παγώσει. Στη δεύτερη μάλιστα το πάχος του παγίου ήταν τόσο μεγάλο ώστε περνούσαν μέσα από τη λίμνη φορτωμένα κάρα.

   Παρά τη σφοδρή κακοκαιρία όμως ο Βάρδας εργαζόταν ασταμάτητα. Κατά τις 20 Δεκεμβρίου 1904 ο Καραλίβανος με 3-4 συντρόφους του ζήτησαν άδεια από το Βάρδα για να κάνουν Χριστούγεννα με τις οικογένειές τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Σελιτσιώτης Νικόλαος Κόλιας. Είχε να δει τους γονείς του από τον Ιούλιο που είχε μεταβεί στη Λάρισα για να δουλέψει και λίγο αργότερα εντάχθηκε στο σώμα του Καραλίβανου που αγωνίστηκε στο πλευρό του Παύλου Μελά δεν μπόρεσε να έρθει στη Σέλιτσα γιατί το σώμα του Καραλίβανου εντάχθηκε αρχικά στη δύναμη του καπετάν Ρούβα και αμέσως μετά στου Τσόντο Βάρδα.

   Ο Κόλιας λοιπόν ήρθε στη Σέλιτσα και ο Καραλίβανος με τους συντρόφους του, οι Βισβίκης, Κοκκίνου (εκ Βογατσικού) και Στανοπούλου (Πελοποννησίου) πιάστηκαν ημέρα των Φώτων από τους Τούρκους και φυλακίστηκαν στις φυλακές Μοναστηρίου  Έτσι το σώμα του Καραλίβανου διαλύθηκε και συνεπώς οι άντρες του που είχαν απομείνει χωρίς οπλαρχηγό έγιναν αυτόματα μέλη του σώματος του Βάρδα.

      Μετά την είδηση της σύλληψης του Καραλίβανου ο Βάρδας έστειλε στη Σέλιτσα (Εράτυρα) τους Σελιτσίωτες άντρες του σώματος του Χρήστο Ζωίδη και Φώτη Χασιώτη μαζί με τον Κρητικό Μανόλη Νικολούδη να ειδοποιήσουν τον Κόλια να επιστρέψει αμέσως στο Βογάτσικο. Οι τρεις απεσταλμένοι έφτασαν στην Εράτυρα με χίλιες προφυλάξεις από τα «Νταμπακλιά» περνώντας από τα εσωτερικά πορτάκια των σπιτιών έφτασαν στο πατρικό του Κόλια.

Τους υποδέχτηκε η αδελφή του Αγνή (μητέρα αργότερα του Παύλου Βόζιου ο οποίος μας διηγήθηκε και το περιστατικό) και αφού τους έβαλε κοντά στο τζάκι για να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα τους και να ζεσταθούν, τους κέρασε κι έπειτα τους έβαλε να φάνε μαζί με το Νικόλα.

   Όταν τέλειωσαν το τραπέζι ο Νικολούδης είπε: «Άντε Νικόλα, σήκω να φύγουμε, μας περιμένει ο αρχηγός. Διέταξε να είμαστε απόψε στο Βογάτσικο». Ο Κόλιας μόλις άκουσε τη λέξη «διέταξε» του κακοφάνηκε πολύ και γεμάτος οργή τράβηξε το μαχαίρι και το κάρφωσε στο μηρό του φωνάζοντας: « Με τέτοιο τρόπο εγώ δεν παίρνω διαταγές από κανένα, κι ούτε φοβάμαι κανένα»

   Οι τρεις φίλοι του, ύστερα απ’ αυτό, έφυγαν άπραχτοι, γύρισαν στο Βογατσικό και ανάφεραν το γεγονός στο Βάρδα. Εκείνος, νευρικός και απότομος καθώς ήταν, θεώρησε την ενέργεια αυτή μεγάλη απείθεια και την όλη συμπεριφορά του Κόλια πολύ προσβλητικό προς το πρόσωπό του γι αυτό τον διέγραψε από το σώμα.

   Το τραύμα του Νικόλα ήταν πολύ σοβαρό και λίγο έλειψε να μείνει ανάπηρος. Γλίτωσε την αναπηρία χάρη στο γιατρό Χαράλαμπο Αναστασιάδη. Όταν γέρεψε ο Κόλιας ξαναβγήκε αντάρτης κι έγινε διμοιρίτης (καπετάνιος), με άλλους οπλαρχηγούς. Πάντως από το Βάρδα ζήτησε συγγνώμη και τον βοήθησε να οργανώσει την Επιτροπή της Σέλιτσας με ικανούς ανθρώπους, κυρίως αγγελιαφόρους και πληροφοριοδότες. Ο καθηγητής Μαλούτας, που υπήρξε υψηλόβαθμο όργανο του Μακεδονικού Αγώνα και γνώριζε προσωπικά τον Κόλια τον κατατάσσει στα απομνημονεύματά του μεταξύ των σπουδαιότερων οπλαρχηγών της  Δυτικής Μακεδονίας που έλαβε μέρος σε πολλές συμπλοκές με τους Βούλγαρους και τους Τούρκους σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

Εδώ απο του Στρέμπα το σπίτι Παζάρι πας
Αυτό με τα χρώματα είναι το σπίτι του Στ

Έξω από το σπίτι  του  δάσκαλου Στρέπμα στην γειτονιά Παζάρι (Εράτυρα)  Κάτω στην κατηφοριά είναι τα Ζιαμάθκα και Πετάθκα. φωτ.eratyra.gr

 Γεγονότα του 1905

 

     Ο Βάρδας ορκίζει Επιτροπή Αγώνα στο Σισάνι στη Σέλιτσα και στο Κοντσκό

 

     Ο «θεμέλιος λίθος» των Κέντρων και των Επιτροπών Άμυνας μπήκε, όπως προαναφέρθηκε, από τον Ίωνα Δραγούμη και στα αμέσως δύο επόμενα χρόνια έγιναν οι απαραίτητες βελτιώσεις και συμπληρώσεις πρώτα από τον Παύλο Μελά, που ήρθε ως τη Σιάτιστα για το σκοπό αυτό κι έπειτα από τους αρχηγούς Βάρδα και Ζιάκα. Πρώτος ο Μελάς διέγνωσε τη στρατηγική σημασία του Συνασκίου. Τον εύρισκε ιδανικό τόπο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως κέντρο συγκέντρωσης και εκπαίδευσης ανταρτών. Κρίθηκε απολύτως απαραίτητο να δημιουργηθούν στις διάφορες πόλεις και στα χωριά τοπικές Επιτροπές Άμυνας με σκοπό την ενίσχυση και το συντονισμό του αγώνα, καθώς και την εμψύχωση ή και την προστασία των κατοίκων από την τρομοκρατική σλαβική προπαγάνδα.

   Για την περιοχή της Εράτυρας ως αρχηγοί ήταν πρώτα ο Ρούβας κι έπειτα ο Βάρδας και τέλος ο Ζιάκας και στη συνέχεια τους εφοδίασαν με ορισμένα βασικά εφόδια (όπλα, κρυπτογραφικό κώδικα κ.λ.π.). Τα βασικά αυτά στελέχη των Επιτροπών, με τη βοήθεια και την καθοδήγηση των Αρχηγών, οργάνωναν διάφορους τομείς, οι οποίοι σε γενικές γραμμές ήταν:

1. Η τριμελής Επιτροπή, που αποτελούσε το Διευθυντήριο και συνδεόταν με τις αντίστοιχες της περιοχής (για τη Σέλιτσα ήταν η Σιάτιστα και η Κοζάνη.

2. Η Υποεπιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι πρόκριτοι.

3. Οι Σύνδεσμοι.

4. Οι πληροφοριοδότες.

5. Οι αγγελιοφόροι.

6. Οι γραμματοκομιστές.

7. Οι μεταφορείς όπλων (αγωγιάτες, συνοδοί, καθώς και υπεύθυνοι παραλαβής και φύλαξης).

8. Οι διανομείς του πολεμικού υλικού. Συνήθως ήταν τα ίδια άτομα που ήταν υπεύθυνα για την παραλαβή και τη φύλαξη.

9. Οι ανταρταποδόχοι, δηλαδή αυτοί που δέχονταν να φιλοξενήσουν διερχόμενους αγωνιστές ή να περιποιηθούν τραυματίες.

10. Τροφοδότες. Στη Σέλιτσα την αρχή ήταν λίγες οικογένειες, αλλά από το τέλος του 1905 και πέρα ήταν γραμμένες στη σχετική κατάσταση όλες. Όσες δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάτι σε είδος, πρόσφεραν σε υπηρεσίες (έπλεναν ή επιδιόρθωναν, έραβαν ή μπάλωναν ρούχα, ζύμωναν, μετέφεραν τρόφιμα και άλλα χρειώδη στα λημέρια των ανταρτών, περιποιούνταν ασθενείς ή τραυματίες κ.λ.π.).

      Με άλλα λόγια η εσωτερική οργάνωση αποτελούσε τα νεύρα της όλης εθνικής δράσης στη Μακεδονία.

   Τα μέλη των Εθνικών Επιτροπών εργάζονταν με αυτοθυσία και αυταπάρνηση, παρότι οι τουρκικοί Νόμοι ήταν αυστηρότατοι για κάθε συμπαράσταση ή περίθαλψη ανταρτικών σωμάτων.

   Να φανταστεί κανείς ότι θεωρούνταν παραβάτης και τιμωρούνταν ως ύποπτος ακόμη και εκείνος που κυκλοφορούσε νύχτα μέσα στο χωριό χωρίς φανάρι και ο αγωγιάτης που δεν είχε κουδούνι στα ζώα που είχε μαζί του.

   Κι όμως «ήτο στωϊκή η απάθεια και το θάρρος των απαράμιλλον όταν εβεβαίουν εγγραφώς προς τας Τουρκικάς Αρχάς ότι ούτε είδαν ούτε ξεύρουν καν τους αντάρτες, εν ω χρόνω τους είχαν επιμελώς κρύψει εις κρύπτας εντός της Κοινότητος των…» σημειώνει ο καπετάν Ζιάκας και συμπληρώνει : «…εις την Εθνικήν αυτήν προσπάθειαν αι γυναίκες δεν υστέρουν ουδαμού. Παντού πρώται μετά θάρρους προσεπάθουν να μαλάσουν την αγριότητα των τουρκικών αποσπασμάτων…»

   Έτσι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η οργάνωση των περιοχών απ’ όπου επρόκειτο να πραγματοποιούνται σ’ όλη τη διάρκεια του Μακ. Αγώνα τα δρομολόγια των ανταρτικών σωμάτων από τα σύνορα στο Βελεμίστι Τρικάλων ως τη Φλώρινα και τις Πρέσπες ήταν τέλεια χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των τοπικών Επιτροπών. Το δίκτυο που ήταν απλωμένο παντού δούλευε με ακρίβεια ρολογιού. Χωρίς οργάνωση (κρύπτες, αποθήκες πυρομαχικών κ.λ.π.), χωρίς πειθαρχία, τάξη και προπάντων εχεμύθεια, τίποτα το αξιόλογο δεν θα μπορούσε να γίνει.

   Σε όλους τους άοπλους συνεργάτες του Αγώνα, ανώνυμος και επώνυμους, ανήκει ο δίκαιος έπαινος και ο θαυμασμός. Γιατί αψηφώντας χίλιους κινδύνους για τους ίδιους και τις οικογένειές τους «φύλαγαν Θερμοπύλες» και πρόσφεραν τα πάντα για τη σωτηρία της Μακεδονίας. Κι όλα αυτά τα πρόσφεραν επαίνους ή ανταλλάγματα.

   Ο Βάρδας ήθελε να σταματήσει οριστικά το πασίγνωστο αλλά και απαράδεκτο πλέον γεγονός ότι από τα χωριά αυτά περνούσαν υποχρεωτικά και τα φορτία με τα πολεμοφόδια που μετέφεραν από τη Θεσσαλία αφελείς Έλληνες αγωγιάτες για λογαριασμό του βουλγαρικού Κομιτάτο.

   Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1905 άφησε το σώμα του στο Κλεπίστι (Πολυκάστανο Βοΐου) και ύστερα από μια βασανιστική νυκτερινή πορεία έφτασε στο Βογατσικό με σκοπό να πάει στο Κωσταράζι  για να συναντήσει το Γερμανό Καραβαγγέλη. Στο δρόμο όμως ειδοποιήθηκε να ματαιώσει την επίσκεψή του αυτή γιατί τουρκικός στρατός είχε βγει από την Καστοριά και κατευθυνόταν προς τα εκεί. Την επομένη όμως μεταμφιέστηκε σε ντόπιο, πήγε στο Κωσταράζι και συνάντησε τον Καραβαγγέλη, και μίλησε με τον Δεσπότη. Έπειτα πήγε στο Βογατσικό όπου συνάντησε το Ρούβα και τον υπαρχηγό του Καούδι. Αντάλλαξαν γνώμες και πήραν διάφορες αποφάσεις ομόφωνα. Ο Βάρδας γνώρισε και τον Κώστα Ντόγρα, τέλειο γνώστη της περιοχής και με πολλές γνωριμίες σε όλα τα γύρω χωριά. Σαν παλιός γνώριμος του Βογατσικού να πείσει τους Μπογατσιώτες να τον δεχτούν στα σπίτια τους, γιατί ως την ώρα εκείνη ο Βάρδας συναντούσε μεγάλη άρνηση από τους κατοίκους.

   Στο Βογατσικό ο Βάρδας έμεινε αρκετές μέρες του Ιανουαρίου και απέφυγε τις δημόσιες εμφανίσεις. Ασφαλές καταφύγιο του ήταν το σπίτι του Αρχιμανδρίτη Παπαθανάση. Όλο αυτό το διάστημα χιόνιζε αδιάκοπα. Από εκεί προγραμμάτισε επίσκεψη στη Σέλιτσα (Εράτυρα), αλλά η απόπειρά του αυτή υπήρξε αποτυχημένη γιατί οι Σελιτσιώτες ήταν πολύ φοβισμένοι και αρνήθηκαν να τον δεχτούν να μπει και να παραμένει στο χωριό. Αλλά ο Βάρδας ούτε θύμωσε ούτε απογοητεύτηκε. Ποίοι όμως ήταν «οι κατάλληλοι» που έστειλε να μεταπείσουν τους Σελιτσιώτες. Συνεπώς το πρώτο «κατάλληλο» πρόσωπο ήταν ο Πλατσιώτης Πρόεδρος Επιτροπής Ντούλης Τσικρίκης ή Κυριαζής, που συνεργάστηκε με το Βάρδα από την πρώτη στιγμή που έφτασε στα μέρη μας και ανέλαβε την Αρχηγία. Το δεύτερο «κατάλληλο» πρόσωπο ο Κωνσταντίνος Ντόγρας.

Konstantinos_Dogras.JPG

Ο Καπετάν Κωνσταντίνος Ντόγρας

Konstantinos_Dogras_and_unknown_fighter.

Ο καπετάν Κων/νος Ντόγρας με το γιό του Αθανάσιο

   Όσον αφορά για την επίσκεψη του Βάρδα στη Σέλιτσα (Εράτυρα) διαπιστώσαμε πως τα πραγματικά αιτία που έκαναν τους Σελιτσιώτες να μη τον δεχτούν δεν οφειλόταν στο φόβο των κατοίκων, αλλά σε δύο άλλους σοβαρούς λόγους. Ο πρώτος ήταν η αντίδραση των προυχόντων και του περιβάλλοντός τους. Μουχτάρης την εποχή αυτή ήταν ο Γεώργιος Τσιατσιάνης, που τα είχε καλά με τους μπέηδες της Λαψίστας και κυρίως με το Βελή μπέη γι αυτό και διοικούσε το χωριό απολυταρχικά. Είχε οπλισμένους προσωπικούς του φύλακες και κανείς δεν τολμούσε να του πει κουβέντα. Φυσικό και αναμενόμενο λοιπόν ήταν η τοπική κλίκα του Τσιατσιάνη να αντιδράσει λυσσαλέα για να μη χάσει (πράγμα που τελικά δεν απέφυγε) την εξουσία και τα συμφέροντά της.

   Ο δεύτερος λόγος ήταν η ντροπή και ο φόβος που ένιωθαν οι Οικονομίδης, Τσιάρης και Παπα-Δαφίνης (Τριάδα της Επιτροπής Αμύνης του Ίωνα Δραγούμη). Νόμιζαν ότι ο Βάρδας θα τους τιμωρήσει αυστηρά γιατί όλο αυτό το διάστημα είχαν αδρανοποιηθεί εντελώς και δεν είχαν προβεί σε καμιά ενέργεια, σύμφωνα με τον όρκο που είχαν δώσει.

   Θα πρέπει να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι δεν αρνήθηκε μόνο η Σέλιτσα να δεχτεί το Βάρδα, αλλά και όλα σχεδόν τα γύρω χωριά. Για την προσέγγιση της Εράτυρας, πήγε στου Τσιάπρα το μύλο και στο Πελκιώτικο κεραμοποιείο, όπου συνάντησε μερικούς Σελιτσιώτες και τους ζήτησε να πάνε στο χωριό να πούνε στους Παπαχαντζιάρα, Οικονομίδη και Τσιάρα να έρθουν να τον συναντήσουν στην Αγία Παρασκευή. Εκείνοι μόλις τον είδαν με την ανταρτική στολή (μανδύα) του Μακεδονομάχου πανικοβλήθηκαν και τον παρεκάλεσαν να μην έρθει στη Σέλιτσα γιατί αν πάρει χαμπάρι ο τουρκικός στρατός που εδρεύει σ’ αυτή θα κάψει το χωριό. Ωστόσο τον πληροφόρησαν ότι ο Δεσπότης της Σιάτιστας Σεραφείμ (Σκαρούλης) που διέμενε στη Σέλιτσα τους περισσότερους μήνες του χρόνου, όπου έπρατταν όλοι οι προκάτοχοί του τουλάχιστον από το 1800 και δώθε, θα πήγαινε στις 18 Ιανουαρίου να λειτουργήσει στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, λόγω της γιορτής, οπότε αν ήθελε μπορούσε να έρθει μόνος του στο πανηγύρι σαν προσκυνητής ντυμένος όμως με ρούχα χωρικού. Ανάμεσα στο πλήθος που θα ερχόταν από ολόκληρη την περιοχή θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος.

   Ο πανικός που έδειξαν οι Σελιτσιώτες ήταν απόλυτα δικαιολογημένος γιατί από λίγες μέρες οι Τούρκοι είχαν βάλει το ντελάλη του χωριού Γιώργο Ντιλιαβέρη να κάνει γνωστό ότι όποιος δεχτεί να φιλοξενήσει και να κρύψει ή να ταΐσει ή να βοηθήσει με οποιονδήποτε τρόπο Έλληνα αντάρτη θα καταδικαζόταν σε θάνατο. Στο άκουσμα όλων αυτών ο  Βάρδας έμεινε σκεφτικός και στο τέλος κάλεσε το Ντόγρα και του έδωσε εντολή να έρθει στη Σέλιτσα και να συναντήσει τα μέλη της Επιτροπής του Ίωνα Δραγούμη. Ο Ντόγρας εκτέλεσε την εντολή με προθυμία, ήρθε στη Εράτυρα, κουβέντιασε το θέμα με τον Παπαχαντζιάρα που ήταν παλιός γνώριμός του κι όταν επέστρεψε μετέφερε στο Βάρδα ευχάριστα νέα.

   Την άλλη κιόλας μέρα, παρόλο που είχε ένα μέτρο χιόνι, ο Παπαχαντζιάρας με τον Τσιάρα (ο Οικονομίδης ήταν άρρωστος) και το Γ. Τσιατσιάνη, που ήταν μουχτάρης της Σέλιτσας, πήγαν στην Παναγία Σισανίου και εκεί συνάντησαν το Βάρδα και αφού κουβέντιασαν αρκετή ώρα του υποσχέθηκαν ότι την επόμενη φορά που θα έρθει στη Εράτυρα θα τον δεχτούν ευχαρίστως.

   Δυστυχώς όμως λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας και της βαρυχειμωνιάς ο Βάρδας δεν μπόρεσε να έρθει στις 18 Ιανουαρίου (του Αγίου Αθανασίου), αλλά ήρθε στις 20 προς 21 Ιανουαρίου από το Βογατσικό. Αλλά τα αποτελέσματα και από τη δεύτερη αυτή επίσκεψη δεν ήταν τα αναμενόμενα. Οι Σελιτσιώτες προύχοντες ήταν χωρισμένοι σε δύο φατριές που τις χώριζε μεγάλο μίσος. Επικεφαλής της μιας ήταν ο Γ. Τσιατσιάνης, ο Παπαχαντζιάρας, ο Χρίστος Τζάρος, Γ. Τζήκας, Δημήτριος Τσιολέκας (Μόζας) κ.α. και της άλλης ο Δημ. Οικονομίδης, ο Δημ. Τσιάρας, ο Χαράλαμπος Αναστασιάδης (γιατρός) ο Πρωτοσύγκελος Παπαθωμάς, ο δάσκαλος Γιώργος Χατζηϊωαννίδης (Μπίλης) κ.α.

   Παρά τις επιμονές και αλλεπάλληλες προσπάθειες για να τους συμφιλιώσει στο τέλος δεν τα κατάφερε. Για το λόγο αυτό χρειάστηκε να επανέλθει ύστερα από λίγες μέρες, για τρίτη φορά.

      Ήταν η πρώτη φορά που η Εράτυρα δεχόταν τόσους πολλούς αντάρτες και γι αυτό στην αρχή δημιουργήθηκε κάποια αναταραχή από το μεγάλο φόβο. Ωστόσο υπήρξαν και αρκετοί Σελιτσιώτες που έδειξαν ψυχραιμία και φιλοξένησαν στο σπίτι τους κάποιον αντάρτη. Την επομένη μέρα τα παλικάρια θέλησαν (σύμφωνα με τις εντολές που είχαν) να πληρώσουν τη διανυκτέρευσή τους,  αλλά οι Σελιτσιώτες δεν δέχτηκαν.

 Στις 3 Φεβρουαρίου ο Βάρδας βρισκόταν στης Λιάκαινας στο σπίτι, το οποίο στα κατοπινά χρόνια ως το 1908 είχε μετατραπεί σε σταθμό πρώτων βοηθειών και αναρρωτήριο των τραυματιών αγωνιστών που μεταφέρονταν από τα Κορέστια. Πρώτη ενέργεια του Βάρδα  ήταν να καλέσει τους δύο γιατρούς Λουκά Χατζηϊωαννίδη και Χαράλαμπο Αναστασιάδη και τους πρότεινε μάλιστα μισθό 3 λίρες το μήνα. Αλλά οι γιατροί με κανένα τρόπο δε δέχτηκαν, αντίθετα με όρκο τον διαβεβαίωσαν ότι από εκείνη τη στιγμή θα συνεργάζονται απόλυτα μαζί του και ότι θα είναι βοηθοί του και συμπαραστάτες στην προσπάθεια συμφιλίωσης των προυχόντων της Σέλιτσας.

   Το βράδυ της ίδιας μέρας στης Λιάκαινας το σπίτι πραγματοποιήθηκε μεγάλη σύσκεψη. Οι περισσότεροι  όμως από τους επικεφαλής των δύο φατριών της Εράτυρας φοβήθηκαν και δεν παρουσιάστηκαν. Οι μόνοι που πήγαν και έλαβαν μέρος ήταν οι Δημ. Οικονομίδης, Δημ. Τσιάρας, Παπα-Γιώργης Δαφίνης, Ιωάννης Σιαφάρας και Αριστείδης Σιαφάρας, οι τρεις Σιατιστινοί, Ο Ιωάννης Αποστόλου, Ιωάννης Παπίας και Ιωάννης Σαμαράς και  ο Πλατσιώτης Ντούλης Τσικρίκης και ο δάσκαλος Κούκαλιας που είχε έρθει από το Κοντσκό.

Όλοι τους ομολόγησαν ότι αυτά που τους είπε δεν τα γνώριζαν, ούτε τα είχαν σκεφτεί κι από εκείνη την ώρα διατεθειμένοι να συνεργαστούν πρόθυμα μαζί του σε όλα τα θέματα. Τελικά ζήτησαν από το Βάρδα λίγη πίστωση χρόνου για να κάνουν γνωστά στους συγχωριανούς τους αυτά που άκουσαν από το στόμα του και αυτά που συμφώνησαν.

  Μόνον οι Σιατιστανοί όταν άκουσαν ότι θα πρέπει να δέχονται ελεύθερα μέσα στη Σιάτιστα και να φιλοξενούν στα σπίτια τους τα διερχόμενα σώματα, αρνήθηκαν κατηγορηματικά με τη δικαιολογία ότι στη Σιάτιστα υπάρχει ο προδότης Κώστας Παπανώτας κι ως πότε ζει αυτός είναι αδύνατο να δεχτούν αντάρτη μέσα στο χωριό.

   Ο Τσικρίκης πήρε το λόγο και απευθυνόμενος προς τον Βάρδα είπε ότι είναι προφάσεις και για να αποδείξει την αλήθεια των λόγων του αναλαμβάνει ο ίδιος την ευθύνη για την διαγωγή και τη συμπεριφορά του Παπανώτα, που είναι πέρα για πέρα πατριωτική.  Ο Οικονομίδης μάλιστα, που στην καταγωγή του ήταν Κοντσιώτης, πληροφόρησε τον Βάρδα ότι οι οικογένειες  Μπέλλου, Παπανώτα, Παπαϊωάννου (Τζόλια) ήταν συγγενικές του (πρώτα και δεύτερα ξαδέρφια) και συνεπώς θα μπορούσε να απευθυνθεί σ’ αυτούς με απόλυτη εμπιστοσύνη.  Ο Βάρδας πήγε την άλλη μέρα (Σάββατο 5 Φεβρουαρίου) κάλεσε του προύχοντες και τους χωρικούς για να μιλήσει μαζί τους και να τους οργανώσει. Αρκετοί κάτοικοι δεν προσήλθαν από φόβο, γιαυτό και ο Βάρδας ανέλαβε τη συνάντηση για την επομένη μέρα, την Κυριακή, μετά την εκκλησία. Αλλά και την Κυριακή παρουσιάστηκε το ίδιο φαινόμενο.

Ο Βάρδας όμως επειγόμενος να ανοίξει ασφαλή δρόμο για την προώθηση των πολεμοφοδίων στα Κορέστια, συγκέντρωσε και όρκισε Επιτροπή μόνο από τους δύο δάσκαλους Κώστα Παπαευθυμίου (Κούκαλια) και Ιωάννη Χατζηδημητρίου, που αργότερα έγινε ιερέας και έμεινε γνωστός ως παπα-Γιάννης Χατζής. Κατόπιν οι δύο μύησαν τους δυο ιερείς παπα-Γεώργιο (Λαζόγκα), παπα-Νικολάο (Παπαδηλέρη) καθώς και τον Κώστα Κατσιά.

   Την ίδια μέρα (6 Φεβρουαρίου) αναχώρησαν για τη Θεσσαλία 10 άντρες από το σώμα του Βάρδα, μεταξύ των οποίων ήταν ο γραφέας του Ημερολογίου Αρ. Μπονάτσος και ο Δικόνυμος-Μακρής με την εντολή να σχηματίσει δικό του σώμα στην Αθήνα και να επιστρέψει το συντομότερο.

      Ο αρχηγός Βάρδας με τους υπόλοιπους 15 άντρες επέστρεψε στην Εράτυρα όπου στις 8 Φεβρουαρίου το βράδυ η ώρα 9, στο σπίτι του Μαρινίκα (Παν. Στρέμπα) κάλεσε και όρκισε την πρώτη «Επιτροπή Αγώνος» από τους Δημήτριο Οικονομίδη, Πρόεδρο, Δημήτριο Κίτσο, Διευθυντή του Σχολείου Εράτυρας, Αντιπρόεδρο Δημήτριο Τσιάρα (κτηματίας), Ταμία και μέλη τον Παπα-Γιώργη Δαφίνη (Παπαχαντζιάρα) και Παναγιώτη Στρέμπα, που έκανε χρέη Γραμματέα. Διευκρινίζουμε ότι τα μέλη της Επιτροπής δεν ήταν μόνιμα σ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Όσο και ο Ζιάκας έκαναν αλλαγές στην Επιτροπή κάθε φορά διόριζαν και νέα μέλη.

   Τον όρκο που έδιναν τα μέλη των Επιτροπών σε όλα τα χωριά μας τον διέσωσε στα απομνημονεύματά του ο Παπα-Χρυσόστομος  Χρυσομαλλίδης (Παπα-δράκος), ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Βάρδα.

«Ακουμπούσαν, γράφει ο Παπαδράκος, όλοι τους με το δεξί χέρι το Ευαγγέλιο και επαναλάμβαναν τον παρακάτω όρκο «Ορκίζομαι ότι θα εργάζομαι με όλη μου την ψυχή και με όλη μου την καρδιά για την ελευθέρωση της πατρίδας μου Μακεδονίας. Αν ποτέ παραβώ τον όρκο μου να με κάνουν οι εκδικηταί χίλια κομμάτια και η αμαρτία να είναι στο λαιμό μου».  Έπειτα τους έλεγα, συνεχίζει ο Παπαδράκος, «Φιλήστε το Σταυρό " και συγχρόνως τραβούσε την κάμα μου γυμνή και το περίστροφό μου και με τα δύο σχημάτιζα σταυρό και τους έδινα να τον φιλήσουν. Αυτό έκανε εντύπωση και κάποιο τρόμο» Μετά την ορκωμοσία συντάχθηκε και υπογράφηκε το πρακτικό.

main.jpg

Βλάστη, Άσκιο

sisani a.jpg

Σισάνι

.1ΜακρήςΚαραβίτηςΒολάνης.jpg

Μακρής, Καραβίτης Μπολάνης

 Την επόμενη ημέρα (9 Φεβρουαρίου) διόρισε και όρκισε τον Νικόλαο Καζαντζή σύνδεσμό του με τον Αιμιλιανό Γρεβενών, το Θεόδωρο Τζήμκα του Μάρκου σύνδεσμό του με το Λιαψίστη και τα Καστανοχώρια, πράκτορα και αγγελιοφόρο τον Γιάννη Βιλιανώτη (Λάμπρου) και αγγελιοφόρους τον Νικόλαο Γκέκα (Ευθυμίου), τον Μίχο (Μιχάλη) Κέπα και τον Κώστα Δελήβαση (Μπίμπο).

   Οι δύο πρώτοι κινούνταν  σε όλα τα χωριά του Βοῒου και Γρεβενών και ήταν αδύνατο να τους υποψιαστεί κανείς γιατί ασκούσαν το επάγγελμα του γανωτή και σκόπιμα όταν έβγαιναν για «δουλειά» φορούσαν κουρελιασμένα ρούχα και έμεναν ατημέλητοι για να έχουν την όψη του φτωχού χωριάτη που αγωνιζόταν να βγάλει το ψωμί του. Τόση ήταν η μυστικότητα της δράσης τους που ακόμα και οι γονείς τους είχαν τέλεια άγνοια για το που πήγαιναν και τι έκαναν.

   Όσο για τους πράκτορες και τους αγγελιοφόρους για να μπορούν να κινούνται ελεύθερα και να μη κινούν υποψίες, η Κοινότητα έκανε πρακτικό και τους διόρισε αγροφύλακες. Την ίδια εποχή, εν όψει της εισόδου αρκετών σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία, δημιουργήθηκε ένας κατάλογος των χωριών με συνθηματική ονομασία ώστε να υπάρχει η σχετική προετοιμασία για τρόφιμα, καταλύματα κλπ, όσο οι σύνδεσμοι,, οι οδηγοί και οι αγγελιοφόροι για να συνεννοούνται με τους επικεφαλής των σωμάτων. Τα συνθηματικά της Εράτυρας και των γειτονικών της χωριών ήταν: Κοντσκό =  Μελάς-Μίκης, Εράτυρα = Πύρος-Πειραιεύς, Σισανίου μονή = Ζήνων-Ζήλος, Πέλκα = Στρατός-Στόλος. Αλλά και η εμπιστευτική ή η απόρρητη αλληλογραφία γινόταν με κρυπτογραφικό αλφάβητο. Σέλιτσα (Εράτυρα) = 9520894, κ.(κύριος) = θ, Δημητράκης = 5060834θ09, Τσιάρας = 8904349, Μονή =6120, Αγίου = 430: Αθανασίου = 472490. Οι κρυπτογραφικές λέξεις από το αρχείο του Τσόντου- Βάρδα. Στη διάρκεια όμως του Μακεδονικού Αγώνα χρειάστηκε να αλλάξει αρκετές φορές το κρυπτογραφικό αλφάβητο γιατί με διάφορους τρόπους (συνήθως προδοσία) η κλείδα γινόταν γνωστή στους Τούρκους.

   Στη Σιάτιστα κάθε μήνα γινόταν μυστική σύσκεψη, συνήθως στη Γεράνεια στο σπίτι του Ιωάννη Αποστόλου, στην οποία λάβαιναν μέρος όλοι οι Πρόεδροι των Επιτροπών και οι πράκτορες της περιοχής με την πρόφαση κάποιας γιορτής ή πανηγυριού ή γάμου, αρραβώνα , βάπτισης κλπ. Στις συσκέψεις αυτές ανταλλάσσονταν σκέψεις και πληροφορίες για τον κοινό αγώνα. Όμως από το 1906 και μετά κέντρο της περιοχής έγινε η Εράτυρα και οι περισσότερες μυστικές συναντήσεις των πρακτόρων και αρχηγών των ελληνικών σωμάτων γινόταν στο σπίτι του Παπαχαντζιάρα ή του Αθ. Κουκουλά. Αιτία ήταν ο διορισμός δασκάλων που ερχόταν μεν ως Διευθυντές ή προσωπικό της Αστικής Σχολής Εράτυρας, στην ουσία όμως ήταν σύνδεσμοι ή πράκτορες των ελληνικών Προξενείων Μοναστηρίου, Ελασσόνας, ή Θεσσαλονίκης.

   Η Επιτροπή της Εράτυρας εκτός από τη στενή συνεργασία που είχε με την Επιτροπή της Σιάτιστας, βρισκόταν σε διαρκή επαφή και συνεργασία και με τις Επιτροπές όλων των γύρω χωριών Κοντσκό (Γαλατινή), Πέλκα (Πελεκάνο), Σιάνι (Σισάνι), Ντριάνοβο (Δρυόβουνο), Πιπιλίστα (Νάματα), Μπλάτσι (Βλάστη), Λοσνίτσα (Γέρμα) και Μπογατσκό (Βογατσικό) και κυρίως με τους αγγελιοφόρους και τους οδηγούς των σωμάτων.

   Οι ιδιαίτερες δυσμενείς καιρικές συνθήκες και επίσης η καταδίωξης των ελληνικών σωμάτων από τα τουρκικά αποσπάσματα, αυτά τα δύο μεγάλα εμπόδια ανάγκασαν τον Βάρδα να περιφέρεται στην ελληνόφωνη ζώνη μεταξύ Λοσνίτσας, Εράτυρας και Καστανοχωρίων  και να περιορίζει τη δράση του στην οργάνωση των χωριών. Αλλά οι βουλγαρικές συμμορίες όμως, του φθινόπωρο του 1904, επωφελήθηκαν την αδράνεια των ελληνικών σωμάτων και άρχισαν να επιτίθενται εναντίων των ελληνικών χωριών, να καίνε μοναστήρια, να δολοφονούν ή να κατακρεουργούν Έλληνες δασκάλους, παπάδες, καλόγηρους, προκρίτους και απλούς πολίτες και να σκορπούν και πάλι το φόβο και πανικό. Η δυσάρεστη αυτή κατάσταση ανησύχησε τον Βάρδα και ανάλαβε εκστρατεία για να δώσει θάρρος στους Έλληνες και προπάντων να τους κάνει να πιστέψουν ότι οι ένοπλοι υπερασπιστές και προστάτες τους δεν τους εγκατέλειψαν στην τύχη τους.

   Ευτυχώς τη φορά αυτή το Κομιτάτο είχε δείξει στην Αθήνα αρκετή δραστηριότητα και είχε ετοιμάσει αξιόλογα ένοπλα σώματα, τα οποία τα έστειλε στην Μακεδονία. Έτσι, παρόλη την κακοκαιρία, στις αρχές Μαρτίου 1905 ξεκίνησαν δυο σώματα, του Υπολοχαγού Στεφάνου Δούκα (Καπετάν Μάλλιου) με 62 άντρες και του Γεώργιου Δικόνυμου-Μακρή με 20 άντρες.

Τα σώματα συνάντησαν στην Καλαμπάκα, πέρασαν στις 13 Μαρτίου τα σύνορα από το Βελεμίστι και ύστερα από πορεία οκτώ ημερών έφτασαν στις 21 Μαρτίου στο μοναστήρι της Παναγίας Σισανίου. Εκεί συνάντησαν τον Βάρδα. Στο πολεμικό συμβούλιο οι τρεις αρχηγοί αποφάσισαν να προσβάλουν την κωμόπολη Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα), που αποτελούσε την ακρόπολη του βουλγαρισμού στη περιοχή. Στο μεταξύ στις 23 Μαρτίου έφτασε στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου της Εράτυρας το σώμα του Ιωάννη Καραβίτη με 40 άνδρες. Ο Καραβίτης άφησε για λίγη ώρα να ξεκουραστούν οι άντρες του και πριν σουρουπώσει αναχώρησε για τη Λοσνίτσα, με οδηγό τον αγγελιοφόρο Ηλία Σελιτσιώτη. Οι άνδρες αναχώρησαν για το δάσος του Κουμανιτσόβου (Λιθιάς Καστοριάς). Η πορεία έγινε μέσα στα χιόνια με ραγδαία βροχή, αστραπές και βροντές. Εκεί συναντήθηκαν στις 24 Μαρτίου με τον Βάρδα και τα άλλα σώματα Ντόγρα, Μάλλιου, Πούλακα, Γαλλιανού, Δικόνυμου-Μακρή, Καραβίτη και Καούδη, συνολικά 180 περίπου άντρες (30 απ’ αυτούς ήταν εθελοντές από το Βογατσικό, Λοσνίτσα, Εράτυρα (Σιαπέρας, Καραμπντής, Καραμήτσιος, Δερβένης), Κωσταράζι και Μπλάτσι.

   Τα χαράματα, η ώρα 3 της 25ης Μαρτίου 1905 έγινε η ιστορική επίθεση εναντίον της Ζαγορίτσανης, κατά την οποία τα ελληνικά σώματα προξένησαν ως τις εννιά το πρωί σοβαρές ζημιές, έκαψαν σπίτια και εκτέλεσαν πολλούς κομιτατζήδες. Την ώρα εκείνη οι παρατηρητές ειδοποίησαν ότι πλησιάζει τουρκικός στρατός από την Καστοριά, ο οποίος πράγματι τις βραδινές ώρες μπήκε στη Ζαγορίτσανη. Οι Έλληνες αντάρτες, κάτω από δριμύτατο ψύχος και πυκνό χαλάζι, άρχισαν αθόρυβα να υποχωρούν προς το Νότο (Λοσνίτσα) κι αφού κρύφτηκαν για 4-5 μέρες στα βουνά και στα δάση της περιοχής αλλά και στα σπίτια της Λοσνίτσας, του Δρυοβούνου, του Σισανίου και της Βλάστης για να ξεκουραστούν και να αποφύγουν την καταδίωξη και την οργή των Τούρκων, διασκορπίστηκαν σε όλες τις γύρω περιοχές.

vlasti_by_adimakoud vlahoi.net.jpg

Βλάστη Σινιάτσικο. φωτ.adimakoud vlahoi.net

 Η επιχείρηση κατά της Ζαγορίτσανης είχε σν αποτέλεσμα τη μείωση του ηθικού των Βουλγάρων, τη δημιουργία φόβου στις τσέτες και την τόνωση του ηθικού των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι όμως από την πλευρά τους εκμεταλλεύτηκαν άγρια το γεγονός. Για λόγους προπαγάνδας μίλησαν στις ευρωπαϊκές εφημερίδες για σφαγή εκατοντάδων γυναικόπαιδων και γενική πυρπόληση του οικισμού, ενώ η αλήθεια ήταν ότι σκοτώθηκαν μόνο 79 άνθρωποι και πυρπολήθηκαν 20 σπίτια. Η πλαστή αυτή παρουσίαση των απωλειών έγινε η αιτία να δημιουργηθεί τρανός σάλος και οι εχθροί του ελληνισμού την εκμεταλλεύτηκαν καπηλικότατα. Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες από το Μοναστήρι έσπευσαν επιτόπου για να εξετάσουν δήθεν από κοντά την κατάσταση. Οι Ιταλοί αξιωματικοί της τουρκικής Χωροφυλακής έκαναν ανακρίσεις και βρήκαν ευκαιρία να κατηγορήσουν τον Γερμανό Καραβαγγέλη ως οργανωτή και διευθυντή της επιχείρησης, με αποτέλεσμα το Πατριαρχείο, πιεσμένο από την Υψηλή Πύλη, να τον απομακρύνει για 45 μέρες από την Καστοριά στη Μητρόπολη Θες/νίκης.

   Το πιο δυσάρεστο όμως είναι ότι ο τουρκικός στρατός σκλήρυνε αποφασιστικά τη στάση του απέναντι στα ελληνικά σώματα και ξέσπασε βιαιοπραγίες σε βάρος των ελληνικών πληθυσμών των χωριών, με αποτέλεσμα η ελληνική Κυβέρνηση έστειλε αυστηρότατες εντολές προς τον Βάρδα και τους άλλους οπλαρχηγούς για την αναστολή κάθε στρατιωτικής επιχείρησης στη Μακεδονία μέχρι τον οριστικό κατευνασμό της οργής των Ευρωπαίων και της Πύλης.

    Έκτροπα και αυθαιρεσίες των ανταρτών

    (Θάνατος του Αριστείδη Μαργαρίτη)

 

   Είναι απαραίτητο στην ενότητα αυτή να ασχοληθούμε και με μια άλλη πλευρά του Μακεδονικού Αγώνα. Η παρουσία όμως τόσων ανδρών όπως τα σώματα του Βάρδα, Μάλλιου, Ντόγρα, Ντίμπρα, Γκούντα, Πούλακα, Καούδη, Μακρή, Βέργα, Ρούβα, Καραβίτη κ.ά., και η αναγκαστική παραμονή τους στα χωριά, άρχισε να δημιουργεί  ολοένα και περισσότερα προβλήματα στους κατοίκους των χωριών.

   Είναι αλήθεια πως πολλοί αντάρτες εντάχθηκαν στα διάφορα σώματα επειδή πίστευαν ότι όταν έρθουν Δυτική Μακεδονία θα καλοπεράσουν από κάθε άποψη και θα πλουτίσουν. Περίμεναν δηλαδή οι κάτοικοι θα γίνουν υπηρέτες τους και αδιαμαρτύρητα θα σπεύσουν να τους προσφέρουν ό,τι ήθελαν και να ικανοποιούσαν κάθε επιθυμία τους. Όμως διαπίστωσαν ότι η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική απ’ ότι την περίμεναν. Έβλεπαν ότι ο αντάρτης έπρεπε να διαθέτει πολύ περισσότερο θάρρος και αντοχή από έναν τακτικό στρατιώτη. Η ζωή των ανταρτών περνούσε με συνεχείς μετακινήσεις, πάντα με τον κίνδυνο της προδοσίας και της ενέδρας, με στερήσεις για μεγάλα διαστήματα και αυτού του ψωμιού (γιαυτό με την πρώτη ευκαιρία ξεσπούσαν σε ομηρικό φαγοπότι), κοπιαστικές πορείες στο τσουχτερό κρύο, το χιόνι, το χαλάζι ή τη βροχή και το Καλοκαίρι μέσα σε αφόρητο καύσωνα με τον κίνδυνο της ελονοσίας να παραμονεύει σε κάθε τους βήμα. Γι αυτό η αξία ενός οπλίτη Μακεδονομάχου δεν μετριόταν τόσο με τις συμπλοκές ή τις μάχες που είχε λάβει μέρος, όσο με το χρόνο που έμεινε στη Μακεδονία και τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει ποδαρόδρομο στα κακοτράχαλα βουνά και δάση της. Πέρα από όλα αυτά, όλοι σχεδόν οι οπλαρχηγοί είχαν απαιτήσεις από τους άντρες όπως να πλένονται συχνά, να έχουν ρούχα καθαρά, να ευπρεπίζουν τα μαλλιά και τα γένια τους, ώστε να μη παρουσιάζουν άγρια όψη κλπ. Ο Μακρής μάλιστα δε επέτρεπε στους άντρες του να καπνίζουν κατά τη διάρκεια νυκτερινής πορείας.

   Και στο θέμα της διατροφής ο αντάρτης συναντούσε πολλές δυσκολίες. Υπήρχαν αυστηρές διαταγές, σύμφωνα με τις οποίες ήταν υποχρεωμένος να αγοράζει τα τρόφιμα που είχε ανάγκη. Ο Καραβίτης, πολύ πεπειραμένος καπετάνιος που έζησε χρόνια στα βουνά, μας πληροφορεί ότι: «Το καλλίτερο φαγί δια τον πεζοπόρο και πάντα δρομέα είναι το κρύο βραστό κρέας. Το ψητό «κόβει» τα ποδάρια, όπως και το τυρί, αλλά λαμβάνονται κατ’ ανάγκην ως περισσότερον πρόχειρος τροφή. Το βραστό ή και το ψητό, άμα είναι πολύ, δια να διατηρήται καλλίτερα, ανακατεύεται με φέτα τυρί τριμμένη και δένεται σε ένα καθαρό πανί. Έτσι σιτεύει το κρέας και γίνεται νοστιμότερον…». Επίσης καλή τροφή που μπορούσε το Καλοκαίρι να διατηρηθεί 2-3 μέρες θεωρούνταν τα πολύ καλά βρασμένα αυγά.

   Το πρόβλημα της σίτισης των ανταρτών αποτελούσε βέβαια κύριο μέλημα των τοπικών Επιτροπών. Ειδικά στην Εράτυρα όμως αποτελούσε μόνιμη φροντίδα, γιαυτό οι Ερατυρείς από νωρίτερα ιδίως το χειμώνα αποθήκευαν στον Άγιο Αθανάσιο προϊόντα που δεν χαλούσαν (φασόλια, φακές, αλάτι, αλεύρι, ελιές, λίγδα, ρακή, κρασί, καρύδια, μέλι κλπ) για να μπορούν οι νηστικοί άντρες να ετοιμάσουν κάτι πρόχειρο. Από το Μάιο ως τον Οκτώβριο περίπου που υπήρχαν στρούγκες (Σελιτσιώτικες, Πιπιλισνές, Μπλατσιώτικες) στα βουνά ή σε περίοδο ησυχίας, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, γιατί οι τσελιγκάδες προμήθευαν με κρέας, γάλα, τυρί κλπ., αλλά και στο μοναστήρι μπορούσαν να έχουν στη διάθεσή τους διάφορα ζαρζαβατικά που τα έφεραν οι Ερατυρείς κηπουροί και μπορούσαν να τα μαγειρέψουν με την ησυχία τους.

   Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν η στέρηση σωστής τροφής για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κατά καιρούς όμως ήταν εκείνοι που παρά τις απαγορευτικές διαταγές, έμπαιναν αυθαίρετα στα σπίτια, απαιτούσαν καλομαγειρεμένα φαγητά, πλύσιμο των ρούχων, άνετα κρεβάτια για ύπνο κλπ. Αν δεν τους τα πρόσφεραν χρησιμοποιούσαν βία ή απειλές. Άλλες φορές πάλι απαιτούσαν εκβιαστικά την καταβολή χρηματικών ποσών, υπόσχονταν ψεύτικους αρραβώνες ή βίαζαν εν ψυχρώ χήρες αλλά και κοπέλες. Για να χτυπηθεί το κακό αυτό και να επέλθει σωφρονισμός έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά κάποιοι, που είχαν διαπράξει σοβαρές παρανομίες ή εγκληματικές πράξεις. Ένας απ’ αυτούς που κρίθηκε ένοχος ήταν και ο Καστοριανός οπλαρχηγός Αριστείδης Μαργαρίτης. Μετά τη μάχη της Ζαγορίτσανης κατηγορήθηκε ότι πήγε στο χωριό Λάγγα και στη γύρω περιοχή, έκανε ληστείες, ατίμασε γυναίκες και κοπέλες. Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ζήτησε το συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στο Συνάσκιο, υπό την Προεδρία του καπετάν Βέργα και καταδίκασε τον Μαργαρίτη σε θάνατο στις 29 Απριλίου 1905. Εκτελεστής του ήταν ο Παπαδράκος. Τον εκτέλεσε στα «καγκέλια» του Κοντσκού εν ψυχρώ την ώρα που ο Μαργαρίτης καθόταν αμέριμνος. Αργότερα όμως αποδείχτηκε ότι ο Μαργαρίτης υπήρξεν εξιλαστήριο θύμα και η εκτέλεσή του έγινε περισσότερο για λόγους παραδειγματισμού και εκφοβισμού των ανταρτών. Κάποιοι μάλιστα είπαν ότι ο Παπαδράκος τον σκότωσε από καθαρή αντιζηλία.

μονη αγιου αθανασιου ερατυρα by Footage

Μονή Αγίου Αθανασίου Εράτυρα (Σέλιτσα)

sisani.jpg

Σισάνη

 Ένα επεισόδιο στα «καγκέλια» της Γαλατινής

 

  Την 1η Απριλίου 1905 ο Γ. Δικόνυμος με τους 18 άντρες πληροφορήθηκαν από τον Βάρδα ότι εφτά Βούλγαροι λαθρεμπόρους οπλών με πέντε ζώα δήθεν σαν αγωγιάτες, είχαν καταλύσει στο χάνι του χωριού Κοντσκό. Ο Δικόνυμος τους έστησε καρτέρι στην έξοδο του χωριού, στην τοποθεσία Γραμμένη πέτρα και τους έπιασε αιχμαλώτους. Πράγματι οι Βούλγαροι δήθεν σαν εργάτες με όπλα λυμένα μέσα σε κοφίνια σκεπασμένα με διάφορα προϊόντα κι όταν αυτοί προσποιούνταν τον αθώο και τα έχασαν από το φόβο τους. Ο Μακρής θεώρησε αυτό σαν αποδεικτικό και ενοχοποιητικό στοιχείο τους σκότωσε όλους στη θέση «στους Βουργάρους» που πήρε το όνομα από το συμβάν. Έτσι απαλλάχτηκε ο τόπος από τους θρασείς λαθρεμπόριο όπλων στη Δυτική Μακεδονία.

   Τις ίδιες ακριβώς ημέρες ένα άλλο σώμα υπό τον Υπολοχαγό Πεζικού Νικόστρατο Καλομενόπουλο (καπετάν Νίδα) και υπαρχηγό τον Ανθυπολοχαγό Πεζικού Χρήστο Τσολακόπουλο  (καπετάν Ρέμπελο) με 118 άντρες. Με το που μπήκε η Άνοιξη του 1905 το Μακεδονικό Κομιτάτο άρχισε να στέλνει μεγάλες ποσότητες όπλων, δυναμίτιδας, και χειροβομβίδων με τη φροντίδα του Δεσπότη Αιμιλιανού και τις αποθήκευσαν σε κρύπτες. Στο μεταξύ οι περιπολίες των τουρκικών αποσπασμάτων, κυρίως μετά τα γεγονότα της Ζαγορίτσανης, είχαν γίνει και πιο συχνές και πιο σχολαστικές. Το δυστύχημα είναι ότι την εποχή υπήρχαν αρκετοί προδότες που έπαιζαν  διπλοί πράκτορες. Στην περίπτωση της προδοσίας των Κοντσιωτών οι υποψίες έπεσαν σε κάποιον Αργύρη Κωνσταντή από το Παλαιόκαστρο. Το γεγονός είναι ότι ένα τουρκικό απόσπασμα συνέλαβε αιφνιδιαστικά τρεις Κοντσιώτες αγωγιάτες την ώρα που πλησίαζαν στο μοναστήρι της Ζάρμποδας, βρήκε στα φορτία τους κρυμμένα όπλα και τους οδήγησε στις φυλακές των Γρεβενών. Με απειλές και βία τους έκαναν να μαρτυρήσουν και μερικά ονόματα προυχόντων και μελών της Επιτροπής του χωριού τους. Οι Τούρκοι έσπευσαν αμέσως, τους συνέλαβαν και τους φυλάκισαν στο Λιαψίστι.

   Ο Βάρδας έστειλε στην Εράτυρα τον Παπαδράκο (Χρυσόστομο Χρυσομαλλίδη) μαζί με το σώμα του Τσολακοπούλου για την ασφαλή μεταφορά των πολεμοφοδίων από τη Σιάτιστα στην Εράτυρα. Πληροφοριακά αναφέρουμε ότι ο Παπαδράκος για ένα διάστημα, όταν σπούδαζε, ήταν μαθητής του Γερμανού Καραβαγγέλη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και προοριζόταν για Δεσπότης. Όμως ερωτεύτηκε μια δασκάλα κι έτσι έμεινε απλός ιερέας. Ο Πρωτοσύγκελος Παπαθωμάς ως την εποχή εκείνη δεν είχε αναμιχθεί φανερά στον Αγώνα για δυο σοβαρότατους λόγους. Ο ένας ήταν την ψυχική συντριβή που είχε υποστεί από το θάνατο του γιού του σε νεαρή ηλικία. Ο δεύτερος ήταν οι εμπάθειες και οι έχθρες που είχε να αντιμετωπίσει τόσο από μερίδα των συναδέλφων του, όσο και από μερίδα της άρχουσας τάξης της Εράτυρας. Την εποχή αυτή ήταν χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα, το ένα με επικεφαλής τον Παπά-Γιώργη Δαφίνη και το άλλο τον Πρωτοσύγκελο.

   Όταν λοιπόν ο Παπαδράκος έφτασε στην Εράτυρα, φιλοξενήθηκε από τον Παπαχαντζιάρα, με τον οποίο προφανώς συζήτησε για τη στάση των άλλων ιερέων της Εράτυρας απέναντι στον Αγώνα. Την άλλη μέρα, ιδιόρρυθμος καθώς ήταν, πήγε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, δίχως να χαιρετίσει καν, ο Παπαδράκος όρμησε κατά τον Πρωτοσύγκελο τον σήκωσε ψηλά και άρχισε να τον ταρακουνάει σκούζοντας: « Που είναι ο πατριωτισμός σου μωρέ; Γιατί σ’ έχει η εκκλησία μας Πρωτοσύγκελο για να κάθεσαι την ώρα που αγωνίζονται οι άλλοι; Δεν ντρέπεσαι μωρέ;». Οι φωνές ακούστηκαν τριγύρω και ο Παπαδράκος εκτός εαυτού έφυγε προς την πάνω αγορά (παζάρι) φωνάζοντας: «Οι δειλοί πρέπει να πεθάνουν». Τρομάρα πλάκωσε όλους τους χωρικούς. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία ότι ο Παπαδράκος έδειρε τον Πρωτοσύγκελο, βαλτός από τον Παπαχαντζιάρα. Το πληροφορήθηκε αμέσως και ο Δεσπότης στη Σιάτιστα. Την επόμενη μέρα που του πέρασε ο θυμός ο Παπαδράκος πήγε πάλι στον Πρωτοσύγκελο, του ζήτησε συγνώμη (μάλιστα έσκυψε και του φίλησε το χέρι) και του υποσχέθηκε ότι θα πάει να ζητήσει συγχώρηση κι από τον Δεσπότη στη Σιάτιστα.

 

   Η μάχη στο Μουρίκι

 

   Στα μέσα Απριλίου 1905 πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα τρία νέα σώματα, του Ανθυπολοχαγού Πεζικού Γεωργίου Κατεχάκη (καπετάν Ρούβα)  με υπαρχηγό τον Ανθυποφαρμακοποιό Γεώργο Τόμπρα (Καπετάν Ρουπακιά) με 45 άντρες και του Παύλου Γύπαρη με 20 άντρες. Η άφιξη των νέων αυτών σωμάτων έδωσε νέο θάρρος και δημιούργησε ενθουσιασμό στα χωριά μας, ενώ οι Βούλγαροι τρόμαξαν και άρχισαν σιγά-σιγά να κρύβονται και να αποφεύγουν την αναμέτρηση με τους Έλληνες αντάρτες. Οι άντρες των νέων αυτών σωμάτων από πολυήμερο κυνηγητό που του είχε κάνει ο τουρκικός στρατός, τριγύριζαν νύχτα μέρα από βουνό σε βουνό και δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά ασφαλές μέρος. Ευτυχώς τους βοηθούσε η ομίχλη και η βροχή που σκέπαζαν και σκοτείνιαζαν τα βουνά και τα λαγκάδια. Κατέφυγαν από εξωκλήσι σε εξωκλήσι, αλλά οι Τούρκοι τους κυνηγούσαν παντού και οι πάντες φοβούνταν να τους παράσχουν οποιαδήποτε βοήθεια.

   Παρά την τρομερή όμως αυτή καταδίωξη ο Βάρδας δε δίστασε να δεχτεί στο λημέρι του στο Ντοβαμίστι έναν Ιταλό ανώτερο αξιωματικό Χωροφυλακής. Ο Ιταλός ήθελε προσωπικώς να γνωρίσει τον Βάρδα για τα κατορθώματά του. Πράγματι ο Ιταλός συναντήθηκε και είχε εγκάρδια συνομιλία με το γλωσσομαθή Βάρδα και Παπαδράκο. Ο Ιταλός πληροφόρησε τον Βάρδα ότι οι Τούρκοι είχαν επικηρύξει το κεφάλι του αντί μεγάλου χρηματικού ποσού. Ο Βάρδας ευχαρίστησε τον Ιταλό και το ίδιο βραδύ άλλαξε λημέρι. Ύστερα από δύο τρεις μέρες συναντήθηκε στην τοποθεσία «Σταυραετοφωλιά» του Συνάσκιου με τα νέα σώματα (Ρουπάκια, Βέργα και Γύπαρη). Εκεί οι αρχηγοί αποφάσισαν να προσβάλλουν το χωριό Εμπόριο, στη μεριά των Καϊλαρίων, όπου υπήρχε ισχυρός πυρήνας του βουλγαρικού Κομιτάτου.

   Κάποιος ή κάποιοι όμως πρόδωσαν τα σώματα στους Τούρκους, οι οποίοι κινήθηκαν αστραπιαία. Οι αρχηγοί μόλις έμαθαν την κίνηση του τουρκικού στρατού αποφάσισαν να αναλάβουν την επίθεση του Εμπορίου και να απομακρυνθούν από τον τόπο που βρίσκονταν. Το πρωί όμως στις 21 Απριλίου 1905 βρέθηκαν περικυκλωμένοι από ισχυρή τουρκική δύναμη με διοικητή Ρεφάτ Αλή και αναγκάστηκαν να αμυνθούν. Ακολούθησε πεισματώδες μάχη στις 22 Απριλίου, δεύτερη μέρα του Πάσχα, που έμεινε ιστορική και είναι γνωστή ως μάχη του Μουρικιού, στην οποία έλαβαν μέρος με τον καπετάν Βέργα και τον Μπλατσιώτη μετέπειτα οπλαρχηγό Χρήστο Αργυράκο (Μπαστή) και οι Σελιτσιώτες εθελοντές Νικ. Δερβένης, Χρήστος Ζωῒδης, Κων. Σιαπέρας, Δημ. Καραμπντής και Δημήτριος Καραμήτσιος. Στη μάχη αυτή θαύμασαν όλοι την ανδρεία του Γύπαρη. Οι Τούρκοι συνολικά 2580 στρατιωτών μ’ όλο το πλήθος τίποτε δεν κατόρθωσαν. Άφησαν μόνο περίπου νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν μόνο τρεις και τραυματίστηκαν άλλοι τρεις.

   Τα ελληνικά σώματα για να αποφύγουν την επίμονη και συνεχή γενική καταδίωξη αναγκάστηκαν τελικά να καταφύγουν στο Παλαιόκαστρο κι από εκεί οι περισσότεροι να επιστρέψουν στο «ελληνικό». Στα σπίτια τους. Μόνο ο Βάρδας με τους Γύπαρη, Χρήστο Παπαδόπουλο, Εμμανουήλ Μπινή και Γιώργο Πρινάρη έμειναν στη μακεδονική γη για να συνεχίσουν το έργο τους. Η μάχη στο Μουρίκι ενθουσίασε τους ελληνικούς πληθυσμούς και αναπτέρωσε σημαντικά το ηθικό τους. Δυσάρεστο επακόλουθό της ήταν η στάση των Τούρκων, που είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, πάνω απ’ όλα όμως ήταν η φιλοτιμία και το γόητρο που είχαν θιγεί σοβαρά, γι αυτό και αυτή τη φορά ενέτειναν τη μανία καταδίωξης των ελληνικών σωμάτων με αποτέλεσμα είχε μειωθεί η ανταρτική δύναμη.

   Δύο μέρες αργότερα η Επιτροπή της Σιάτιστας και πάλι με επείγουσα κρυπτογραφική επιστολή πληροφόρησε τον Βάρδα ότι είχε προδοθεί ο τόπος της διαμονής του. Μετά τη λήψη της επιστολής ο Βάρδας διέταξε να διασκορπιστούν τα σώματα. Ο Βέργας, Ρούβας και Ζούκης τράβηξαν προς τα μέρη των Γρεβενών, ενώ ο Βάρδας γύρισε και πάλι βόρεια και λημέριασε στο δάσος του Βαῒπεστι όπου δέχτηκε μια επίσκεψη από έναν εκλεκτό άνδρα τον Μπλατσιώτη Ντούλη Τσικρίκη, με το ψευδώνυμο «Τρομάρας». Του δίνει σχετικές πληροφορίες για τις κινήσεις του στρατού, του κάνει γνωστό ότι το απόσπασμα που πήγε στο Μπλάτσι δεν έκανε βιαιοπραγίες και επέτρεψε να θάψουν τους τρεις νεκρούς της μάχης του Μουρικιού. Από τις επιστολές του Τρομάρα μπορεί να συμπεραίνει κανείς με βεβαιότητα ότι ο Βάρδας χρησιμοποιούσε την Εράτυρα για να καλύπτει ακόμα και τις προσωπικές του ανάγκες (πλύσιμο, ράψιμο, και επιδιόρθωση ρούχων, παπουτσιών κλπ). Μόνιμος σύνδεσμος μεταξύ Εράτυρας και Βάρδα ήταν ο Μιχάλης Κέπας, Ο Τσιάρας ήταν υπεύθυνος για την κάλυψη των αναγκών των σωμάτων, αλλά και του Βάρδα προσωπικά. Ο Ντόγρας αποτελούσε το δεξί χέρι του Βάρδα, ο επίσημος και ο πιο έμπιστος αντιπρόσωπός του στα χωριά. Ειδικά με την Επιτροπή και τους κατοίκους της Εράτυρας ο Ντόγρας είχε ιδιαίτερες σχέσεις και στενή συνεργασία επειδή οι ρίζες της καταγωγής του ήταν από το Ντριάνοβο και στη Σέλιτσα (Εράτυρα) είχε μακρινούς συγγενείς και στενούς φίλους. Στο σώμα του επίσης είχε πάντοτε τουλάχιστον δυο-τρεις Σελιτσιώτες αντάρτες και κυρίως τους Νικ. Δερβένη, Χρήστο Ζωίδη και Δημ. Καραμήτσιο.

      Ο Βάρδας έκρινε σκόπιμο και καλό να μοιράσει το σώμα του σε μικρές ομάδες, για το λόγο ότι θα ήταν πιο εύκολο να μετακινούνται και προπάντων να φιλοξενούνται σε ασφαλή καταφύγια (αχυρώνες, σπίτια, μαντριά κλπ) όπου δεν θα ήταν εκτεθειμένοι στο κρύο και στην υγρασία. Έτσι ένα μέρος από τους υπόλοιπους άντρες του σώματος με επικεφαλής το Βάρδα τράβηξε για την Πιπιλίστα κι ένα δεύτερο    με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Νικ. Βασιλάκη ξεκίνησε για τη Σέλιτσα. Ο Βάρδας έφτασε στην Πιπιλίστα και μοίρασε τους άντρες του σε σπίτια για να ξεκουραστούν. Ήταν βράδυ της 16ης Μαΐου 1905.

Γιάννη Φαρμάκη.jpg

 Τα ξημερώματα όμως έντρομοι και πανικοβλημένοι οι πρόκριτοι είπαν στον Αρχηγό να φύγει αμέσως από το χωριό, γιατί αν έρθει ξαφνικά ο τουρκικός στρατός θα καταστρέψει τα πάντα. Την ώρα ακριβώς εκείνη ήρθε αγγελιοφόρος που πληροφόρησε το Βάρδα ότι Τούρκοι στρατιώτες είχαν φτάσει στο Μπλάτσι. Η πληροφορία αυτή τον ανάγκασε να φύγει από την Πιπιλίστα και να ανεβεί ψηλότερα στο βουνό παρά την ασταμάτητη ραγδαία βροχή.

   Ο στρατός έφυγε γρήγορα από το Μπλάτσι και περνώντας από το Σισάνι προχώρησε προς το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης Δρυοβούνου, όπου σίγουρα ύστερα από προδοσία γνώριζε ότι ήταν ο Βάρδας. Οι άντρες με το Βάρδα επέστρεψαν στην Πιπιλίστα και αφού στέγνωσαν τα ρούχα τους και αναπαύτηκαν λίγες ώρες, ξεκίνησαν τη νύχτα για το Μπλάτσι, όπου έφτασαν από τρεισήμισι ώρες ποδαρόδρομο και κατέλυσαν στα σπίτια των τσελιγκάδων που εκείνες τις μέρες είχαν επιστρέψει από τα χειμαδιά.

   Την επομένη, 19 Μαΐου ημέρα Πέμπτη, ο Βάρδας έκανε μεγάλες προσπάθειες να συμφιλιώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Ο Βάρδας διόρισε νέα Επιτροπή από τρεις βλάχους και τέσσερις μη βλάχους. Αλλά είχε να αντιμετωπίσει δύο μεγάλα εμπόδια. Το ένα ήταν το οικονομικό.  Έλειπαν τα έσοδα. Ο Δημ. Οικονομίδης και ο Δημ. Τσιάρας είχαν ξοδέψει πολλές λίρες ο καθένας από την προσωπική του περιουσία.

Γιάννης Φαρμάκης με τους άντρες

 Ευτυχώς είχε αρχίσει να βοηθάει οικονομικά και ο στρατιωτικός φαρμακοποιός Ζωῒδης, Το δεύτερο εμπόδιο ήταν οι προστριβές και διαμάχες μεταξύ των φατριών. Στο μεταξύ οι Μπλατσιώτες φάνηκε ότι λογικεύτηκαν. Ο Βάρδας τους ζήτησε 5 μουλάρια για να μεταφέρουν όπλα που προορίζονταν για το Δικόνυμο Μακρή στο Λέχοβο, ανέλαβαν να τα συνοδεύσουν οι οπλαρχηγοί του Βάρδα Φιλώτας Λιούπος με 11 άντρες και Γιάννης Καλογεράκης με 12 άντρες. Έτσι ο Βάρδας έμεινε με 8 μόνο άντρες και για κάθε ενδεχόμενο, μετά την αναχώρηση των αγωγιατών με τα όπλα, βγήκε και λημέριασε στο δάσος έξω από το Μπλάτσι.

   Στις 20 Μαΐου έβρεχε και πάλι αδιάκοπα και οι άντρες του Βάρδα προσπαθούσαν να προφυλαχτούν μέσα στο δάσος από τις ασταμάτητες αστραπές. Αναγκάστηκαν να μπουν στην Πιπιλίστα, αντιλήφθηκαν ύποπτες κινήσεις του στρατού και ανέβηκαν στο Συνάσκιο. Κατέφυγαν στη Δρακότρυπα της Σέλιτσας, όπου οι άντρες ταλαιπωρήθηκαν από το κρύο της νύχτας και την υγρασία της σπηλιάς. Ευτυχώς άναψαν φωτιά για να ζεσταθούν και να στεγνώσουν τα ρούχα τους.  Εκεί έλαβε επιστολή από τον Δικόνυμο ότι  έφθασαν τα όπλα και οι άνδρες εις Λέχοβον.

   Στη Δρακότρυπα του Συνασκίου ο Βάρδας παρέμεινε όλη την ημέρα. Από την εκεί αποθήκη έδωσε 30 όπλα για τους Δουπιάκους, την Καστοριά και την Πέλκα κατέβηκε με τους 8 άντρες που του είχαν απομείνει στον Άγιο Αθανάσιο όπου τον περίμενε το μέλος της Επιτροπής Αθαν. Τσιάρας. Αφού κουβέντιασαν διάφορα πράγματα ο Τσιάρας του είπε: «Αρχηγέ, είσαι πολύ κουρασμένος και ταλαιπωρημένος και πρέπει να ξεκουραστείς λίγες μέρες». «Πρέπει , απάντησε ο Βάρδας, αλλά δεν μ’ αφήνουν οι περιστάσεις». «Για λίγες μέρες, απάντησε ο Τσιάρας, δεν χάλασε ο κόσμος, γιατί αν αρρωστήσεις τι θα γίνει; Επειδή έμεινες με τόσα λίγα παλικάρια, είπαμε με την Επιτροπή να έρθεις για να ξεκουραστείς, αν ήθελες». Πάνω στην κουβέντα έφτασε ο Νικόλαος Γκέκας με την επιστολή του Βασιλάκη. Ο Βάρδας δέχτηκε ευχαρίστως την πρόσκληση και κατέβηκε στη Σέλιτσα έχοντας μαζί του μόνο τον ξάδερφό του Μιχάλη Τσόντο,  το Βασίλη Ξήρουχα και τον Περικλή Σταύρου. Φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Αθαν. Τσιάρα, όπου έλαβε από το Μπλάτσι κρυπτογραφική επιστολή ότι θα λάβει 25 ναπολεόνια, ήλθον 200 άνδρες και να μας παραχωρήσετε 6 όπλα διότι είμεθα άοπλοι .

   Το πρωί της Δευτέρας 23 Μαΐου έδινε την πληροφορία στους οπλαρχηγούς ότι στο εξής οι Τούρκοι στρατιώτες που θα καταδιώκουν τους Έλληνες αντάρτες δεν θα φορούν το γνωστό κόκκινο φέσι, αλλά μαύρο σκούφο για να μην αναγνωρίζονται από μακριά. Άλλος αγγελιοφόρος τον πληροφόρησε ότι οι Βούλγαροι διέδωσαν ότι ο Βάρδας αποσύρθηκε από τη Μακεδονία και συνεπώς είναι ελεύθεροι να δράσουν όπως θέλουν.

   Στις 24 Μαΐου ο Μιχάλης Τσόντος και ο Βασίλης Ξήρουχας μαζί με μια αποστολή όπλων από τη Σέλιτσα αναχώρησαν προς την Κλεισούρα για να ερευνήσουν τις πληροφορίες για την ύπαρξη και τη δράση προδοτών στο Βογατσικό και στη Λοσνίτσα. Έτσι ο Βάρδας έμεινε μόνος στη Σέλιτσα με τον Περικλή Σταύρου γεγονός που αποδεικνύει ότι ένιωθε απόλυτα ασφαλής και είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στους Σελιτσιώτες. Το μόνο που τον ανησυχούσε πάρα πολύ η αδικαιολόγητη καθυστέρηση άφιξης νέων σωμάτων. Για να καλύψει το τεράστιο κενό και τις μεγάλες ανάγκες έστειλε σε όλα τα χωριά επιστολές και έκανε γνωστό ότι, αν επιθυμούσαν να οργανώσουν δικές τους ένοπλες ομάδες. Την απόφασή του αυτή την έκανε γνωστή και στα κέντρα της Σιάτιστας και της Κοζάνης. Ο Σιατιστινός αγγελιοφόρος είπε στο Δημήτριο Τσιάρα ότι στα Τρίκαλα Λοχαγός Οικονομίδης βρέθηκε καταχραστής δύο χιλιάδων λιρών. Ο Βάρδας αυτό το θεωρούσε ως αιτία της καθυστέρησης αποστολής νέων σωμάτων. Λυπήθηκε δε αφάνταστα γιατί μέχρι τη στιγμή εκείνη ο Λοχαγός Οικονομίδης θεωρούνταν λαμπρός αξιωματικός με άμεμπτο ήθος.

      Το απόγευμα ο Βάρδας επισκέφθηκε το σπίτι του δάσκαλου Γιώργου Μπίλη (Χατζηϊωαννίδη), όπου έγινε σύσκεψη Σιατιστινών, Σελιτσιωτών και Βλατσιωτών προυχόντων για το σχηματισμό ντόπιων σωμάτων. Τότε προήγαγε σε οπλαρχηγό τον Κων/νο Ντόγρα, ο οποίος ως τότε ήταν απλός οπλίτης, και του επέτρεψε να σχηματίσει σώμα περίπου από 15 ντόπιους άντρες. Προήγαγε επίσης στο βαθμό του διμοιρίτη και το Σελιτσιώτη οπλίτη Νικόλαο Κόλια.

   Μετά την παραπάνω σύσκεψη έγινε ενθουσιώδης «στρατολόγος» για τη Σέλιτσα ο ιερέας Παπανώτας. Οι νέοι που ήθελαν να καταταγούν εθελοντές πήγαιναν στο σπίτι του, δήλωναν σ’ αυτόν προσωπικά ότι επιθυμούν να ακολουθήσουν το σώμα κάποιου καπετάνιου και έδιναν τον καθορισμένο όρκο. Στην περιοχή μας οι πιο γνωστοί ντόπιοι καπεταναίοι ήταν ο Μπογατσιώτης Κων/νος Ντόγρας, οι Μπλατσιώτες Χρήστος Αργυράκος (καπετάν Μπαστής) και Ηλίας Κούντουρας (καπετάν Φαρμάκης) ο Μοναστηριώτης Στέφος Γρηγορίου (καπετάν Στέφος), ο Καστοριανός Φιλόλαος Πηχίων (καπετάν Φιλώτας), ο Ιωάννης Τσιαχτσίρας, ο Λάζος Αποστολίδης από τους Δουπιάκους, ο Σιατιστινός Παύλος Νεράντζης (καπετάν Περδίκας).

   Στις 26 Μαΐου ο Βάρδας έλαβε επιστολή του ξαδέλφου του Μιχάλη Τσόντου ότι θα ασχοληθεί σοβαρά με την υπόθεση του Σλιάχα για να διαπιστώσει αν πραγματικά είναι προδότης. . Τη νύχτα της 26ης Μαΐου ήρθε κάποιος Μίχος Ρίζου από τη Σαμαρίνα και ζήτησε να ιδεί το Βάρδα.

Filolaos_Picheon.JPG

Φιλόλαος Πηχίων

Ο Βάρδας τον δέχτηκε και διάβασε την επιστολή που του παρέδωσε. Η επιστολή έγραφε ότι τα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου κινδύνευαν από τους Ρουμάνους (Ρουμανική προπαγάνδα) κι ότι ο κομιστής της επιστολής Μίχος Ρίζου ήταν κατάλληλος και έτοιμος με 10-15 άντρες να αναλάβει την προστασία των βλάχων. Ο Βάρδας τον συνεχάρη και του έδωσε εντολή να φύγει αμέσως και να οργανώσει το σώμα του. Ο Μίχος πράγματι οργάνωσε αξιόλογο σώμα. Ο Μίχος πράγματι οργάνωσε αξιόλογο σώμα, συνεργάστηκε με το Βάρδα με πατριωτικό ενθουσιασμό και έγινε γνωστός με το ψευδώνυμο καπετάν Ξάνθος.

   Στις 27 Μαΐου 1905 ο Βάρδας έγραψε επιστολή προς τους Κοντσιώτες, τους οποίους απειλούσε για την κλοπή των πολεμοφοδίων που του είχαν γράψει. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας κατέβηκε από το Κοντσικό ο δάσκαλος Ιωάννης Χατζηδημητρίου και ζήτησε με το Βάρδα και έμειναν σύμφωνοι ότι ο Χατζηδημητρίου θα ερευνούσε προσωπικά τόσο στο Κοντσκό όσο και στη Σιάτιστα για να βρεθούν τα κλεμμένα όπλα. Στις 28 Μαΐου ήρθε κρυπτογραφική επιστολή στην οποία έγραφε και πάλι ότι ο κίνδυνος μεγαλώνει από την έλλειψη νέων σωμάτων. Τα χωριά ζητούν βοήθεια, αλλά αυτή δε φαίνεται από πουθενά. Την ίδια ημέρα επέστρεψαν από την Κλεισούρα οι Μιχ. Τσόντος και ο Ξηρούχας που περιέγραψαν κι αυτοί την άσχημη κατάσταση.

   

  

    Ρήξη στις σχάσεις Βάρδα—Επιτροπής Σελίτσης.

    Διορισμός νέας Επιτροπής

     

Την 1η Ιουνίου ο Βάρδας δέχτηκε το Ντόγρα, ο οποίος του ανακοίνωσε ότι συγκρότησε δικό του σώμα από οχτώ Μπογατσιώτες και Λοσνιτσιώτες. Το απόγευμα ήρθε από τη Σέλιτσα ο προδότης

Τζόβολος με τον αγωνιστή Βαρδή Κελαειδή και τους άλλους χωρικούς που είχε προδώσει με προορισμό τη Σιάτιστα και στη συνέχεια τα Μπιτώλια (Μοναστήρι) όπου θα περνούσαν από δίκη. Κάλεσε όμως σε σύσκεψη στο σπίτι του Στρέμπα την Επιτροπή.  Παρουσιάστηκαν οι Παπαχαντζιάρας, Παν. Στρέμπας, Δημ. Τσιάρας και Χρήστος Τζάρος και κουβέντιασαν ο τρόπος που θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τους συνοδούς και να απελευθερώσουν τους υπόδικους Έλληνες. Αποφασίστηκε να χρησιμοποιούσαν τον αιφνιδιασμό. Ανάθεσαν τν παρακολούθηση και την ειδοποίηση στον αγροφύλακα Κώτσιο Δελήβαση (Μπίμπο) και το συνάδελφο του Μίχο Κέπα. Ο Μπίμπος όμως ολιγώρησε και με τη δικαιολογία ότι δεν εύρισκε το Μίχο άργησε να ξυπνήσει το Βάρδα και τους άλλους την προκαθορισμένη ώρα. Την νύχτα εκείνη έβρεχε ραγδαία και όταν τα ξημερώματα πήγαν στο μέρος απ’ όπου θα περνούσαν οι υπόδικοι ήταν πλέον αργά. Ύστερα από λίγες ώρες έμαθαν ότι είχαν φτάσει στη Σιάτιστα με έξι χωροφύλακες. 

Μετά από λίγες μέρες αποδείχτηκε ότι ο Μπίμπος ήταν βαλτός από την αντίπαλη μερίδα κα η ενέργεια του αυτή είχε σκοπό να εκθέσει την Επιτροπή στα μάτια του Βάρδα, ο οποίος πράγματι έδειξε ότι θίχτηκε το φιλότιμο και ο εγωισμός του. Ο ίδιος αναφέρει στο ημερολόγιο του ότι όχι μονάχα πολύ από την απαράδεκτη αυτή ενέργεια του οργάνου της Σέλιτσας, αλλά και του δημιουργήθηκε η υπόνοια ότι είχε γίνει γνωστή στους Τούρκους και η διαμονή του στη Σέλιτσα. Για το λόγο αυτό αναχώρησε εσπευσμένα και ανέβηκε στην Παλιοκόζιανη. Από τη στιγμή εκείνη ο Αρχηγός που θεωρούσε τα τη Σέλιτσα χωριό του, άρχισε να δείχνει ένα άλλο πρόσωπο προς την Επιτροπή. Ξαφνικά οι στενές φιλικές σχέσεις μεταβλήθηκαν σε ψυχρότητα και κατέληξαν σε διαμάχη και προστριβή.

      Στις 3 Ιουνίου ασχολήθηκε με το έλεγχο της διάθεσης των όπλων που έλειπαν. Αρκετά όπλα απ’ αυτά που προοριζόταν για τις ανάγκες των βορειότερων χωριών είχαν κρατηθεί από τους χωρικούς των νοτιότερων χωριών. Ειδικά στη Σέλιτσα (Εράτυρα) αρκετά όπλα οι Σελιτσιώτες τα κράτησαν και τα μοιράστηκαν μεταξύ τους για την προσωπική τους ασφάλεια. Έτσι λοιπόν ο Βάρδας ζήτησε πλήρης κατάλογο με τα ονόματα αυτώ που είχαν παρακρατήσει όπλα. Η ενέργεια αυτή της αυθαίρετης κατακράτησης όπλων ήταν η σταγόνα ξεχείλισε το ποτήρι με την απειλή ότι αν δεν εκτελέσουν την εντολή του θα αναγκαστεί ο ίδιος να κατεβεί στο χωριό.

      Η ενέργεια των Σελιτσιωτών να μην ανταποκριθούν στην πρόκληση του Βάρδα αλλά στη θέση τους προτίμησαν να στείλουν στον Άγιο Αθανάσιο προφανώς για μεσολαβητή τον Πρόεδρο της Επιτροπής της Βλάστης Ντούλη Κυριαζή ή Τσικρίκη, δείχνει από τη μια μεριά ότι οι ίδιοι είχαν πεισμώσει και από την άλλη έδωσαν το δικαίωμα στο Βάρδα να την εκλάβει ως προσπάθεια απαξίωσης να συναντηθούν μαζί του, με αποτέλεσμα να οργιστεί ακόμη πιο πολύ. Στις 4 Ιουνίου το πρωί ο αγγελιοφόρος Νικόλαος Γκέκας πήγε στο λημέρι του Βάρδα και του ανήγγειλε ότι η Επιτροπή δυσαρεστήθηκε πολύ από τον τρόπο που της κάνει τον έλεγχο και του υποβάλλει την παραίτησή της.

      Ο Βάρδας τότε έγραψε νέα επιστολή με την οποία ζητούσε εκτός από τον κατάλογο με τα ονόματα αυτών που είχαν πάρει τα όπλα και αναλυτικό λογαριασμό του ταμείου για να τα παραδώσει στην άλλη νέα επιτροπή που διόριζε με Πρόεδρο τον Αθανάσιο Κουκουλά και μέλη τον Πρωτοσύγκελο Παπαθωμά, το μουχτάρη της Κοινότητας Γ. Τσιατσιάνη και το δάσκαλο Παναγιώτη Στρέμπα. Του τέσσερις αυτούς τους παρακαλούσε να εκλέξουν άλλους δύο.

   Η παλιά όμως, παρόλο που είχε υποβάλλει την παραίτησή της, άρχισε να αντιδρά λυσσαλέα κατά της νέας Επιτροπής και αρνιόταν να παραδώσει τα όπλα, τα χρήματα και τα άλλα υλικά του αγώνα. Ο Βάρδας τότε αναγκάστηκε να απειλήσει τα παλιά μέλη, τα οποία τελικά δέχτηκαν να παραδώσουν όλα όσα έπρεπε στη Νέα Επιτροπή, την οποία όμως δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να υποβλέπουν και να βυσσοδομούν. Με τα όπλα που είχαν παρακρατηθεί εξοπλίστηκαν οι άντρες του σώματος που σχημάτισε ο Ντόγρας με το Λάζο Αποστολίδη και στο οποίο συμμετείχαν οι Σελιτσιώτες Νικ. Δερβένης, Θωμάς Καρπούζας, Φώτης Χασιώτης, Χρήστος και Αθανάσιος Ζωίδης και Δημ. Καραμήτσιος.

   Ο Νικόλαος Καζαντζής ο οποίος υποστήριζε για ύποπτο αλλά κατόπιν άλλαξε γνώμη και ο λαμπρός αυτός πατριώτης-πράκτορας έφυγε για τα Γρεβενά και συνέχισε το έργο του.

   Την επομένη, 6 Ιουνίου, ο Βάρδας με 4 άντρες κατέβηκε στην Πιπιλίστα. Ήταν αδιάθετος και έπαιρνε κινίνο. Εκεί έλαβε επιστολή από τον Πρωτοσύγκελο Παπαθωμά της Σέλιτσας που του έγραφε ότι «δέον να αρθή η παραξήγησις» μεταξύ εκείνου και της παλιάς Επιτροπής, τα μέλη της οποίας είναι νόμιμα εκλεγμένα από την Κοινότητα, ενώ ο νέος Πρόεδρος που διόρισε δεν εκλέχτηκε από τους κατοίκους  και συνεπώς δεν απολαύει της γενικής εμπιστοσύνης. Ο Βάρδας όμως έμεινε αμετακίνητος στις θέσεις του.

   Στις 7 Ιουνίου με ραγδαία βροχή οι πέντε άντρες μετακινήθηκαν προς την Παναγία Σισανίου όπου έφαγαν και στέγνωσαν την κάπες τους. Ύστερα από λίγες ώρες ανάπαυσης ξεκίνησαν για τη στρούγκα που υπήρχε στα σύνορα Σισανίου και Λοσνίτσας. Εκεί πήρε επιστολή από το Μπογατσικό που τον πληροφορούσε ότι ένας προδότης, προφανώς ο Σλιάχας ήταν πολύ φίλος με τον αξιωματικό της Χωροφυλακής Καμπέρ εφέντη και του πρόδινε όλες τις κινήσεις των Ελλήνων. Ο Βάρδας έγραψε να τον συμβουλέψουν και στην ανάγκη να τον φοβερίσουν. Ήταν αποφασισμένος να τιμωρήσει παραδειγματικά όλους τους προδότες του Βογατσικού, της Λοσνίτσας, της Χρούπιστας, αλλά δεν είχε πολλούς άντρες για να επιχειρήσει κάτι τέτοιο.

   Στο ίδιο μέρος έλαβε επίσης επιστολές από τους Μακρή, Φιλώτα, και Καλογεράκη. Και οι τρείς του έγραφαν ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τα ελληνικά σώματα στην περιοχή των Κορεστίων και του Μοριχόβου για να τονώσουν  το εθνικό φρόνημα των Μακεδόνων Ελλήνων γιατί στα χωρία των περιοχών αυτών επρόκειτο σύντομα να γίνει απογραφή για κάθε εθνότητα χωριστά και όπου το βουλγαρικό στοιχείο θα υπερέχει, το χωριό αυτό θα χαρακτηριζόταν βουλγαρικό. Για το λόγο αυτό οι Βούλγαροι κινούνταν δραστήρια για να κάνουν τους κατοίκους να δηλώσουν, ακόμα και με τη βία, ότι είναι Βούλγαροι.

   Στο μεταξύ ο Μιχάλης Τσόντος αρρώστησε και μεταφέρθηκε στη Σέλιτσα για νοσηλεία. Συνήθης τόπος νοσηλείας και ανάρρωσης των ασθενών και τραυματιών ανταρτών ήταν της Λιάκαινας το σπίτι, το οποίο σε όλο το διάστημα του Μακ. Αγώνα είχε μετατραπεί σε μυστικό νοσηλευτήριο και αναρρωτήριο ανταρτών. Σε ώρα ανάγκης οι ασθενείς μεταφέρονταν σε σπίτια του χωριού.

   Στους «Σανιδάδες» ο Βάρδας έλαβε επιστολή στις 14 Ιουνίου από τη νέα Επιτροπή της Σέλιτσας που τον πληροφορούσε ότι οι Τούρκοι θα έδιναν 500 λίρες σ’ εκείνον που θα πρόδιδε του λημέρι του και θα συνέλαβε στη σύλληψή του. Για άλλη μια φορά μάθαινε ο Βάρδας ότι εξακολουθούσε να είναι επικηρυγμένος από τις Τουρκικές Αρχές με δελεαστικό μάλιστα χρηματικό ποσόν.

               Από το λημέρι του έστειλε το Ντόγρα με το σώμα του να κάνει μια βόλτα ως ο Κοντσκό και να φέρει γενικές πληροφορίες αλλά και νέα από τις έριδες των φατριών της Σέλιτσας και του Κοντσκού. Τα νέα που έφερνε ήταν ότι άκουσε πως έρχονται νέα σώματα και πως η παλιά επιτροπή της Σέλιτσας τον διαβεβαίωσε ότι θα συνεργαστεί με τη νέα κι ότι όλοι μαζί θα συνεργαστούν με όλες τις δυνάμεις τους για το καλό του κοινού αγώνα.

     Κοντά στη Λοσνίτσα, όπου είχε μετακινηθεί στη συνέχεια, ο Βάρδας δέχτηκε την επίσκεψη του Μπογατσώτη Σλιάχα, που ήταν μυστικός υπάλληλος της Οθωμανικής Κυβέρνησης, αλλά πολλοί τον κατηγορούσαν ότι είναι προδότης, δηλαδή παίζει διπλό παιγνίδι. Ο Καραβαγγέλης μάλιστα τον χαρακτήριζε πολυμήχανο και τόνιζε προς όλους ότι χρειάζεται να τον προσέχουν ιδιαίτερα. Ο Σλιάχας, προφανώς φοβισμένος από τις απειλές που είχε δεχτεί με την υπόδειξη του Βάρδα, υποσχέθηκε με όρκο ότι θα εκτελέσει μερικές πράξεις ωφέλιμες για τα ελληνικά σώματα εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του. Κατόπιν ο Βάρδας πήγε στο Βογατσικό στο σπίτι του Παπα-Οικονόμου. Από εκεί την επομένη ανέβηκε στη θέση «Καλογερικό» και στις 21 Ιουνίου λημέριασε στη θέση «Μπαλιού πηγάδι». 

Stefos-Grigoriou.jpg

Στέφος Γρηγορίου

Εικόνα (2).jpg

Η Ανασελίτσα (Βοίο) στις αρχές του 20 ού αιώνα.
Χάρτης του Γ. Τσότσου, που δημοσιεύτηκε στον τιμητικό τόμο για τον καθηγητή Λαγόπουλο: Ευάγγελος Π. Δημητριάδης & Γεώργιος Π.Τσότσος,Μεθοδολογία διερεύνησης ιστορικής γεωγραφίας: το παράδειγμα της επαρχίας Ανασελίτσας Δυτικής Μακεδονίας κατά τον 19ο-αρχές 20 ού αι. (Πόλεως Λόγος: Τιμητικός τόμος στον καθηγητή Α.-Φ. Λαγόπουλο, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 226)

Σύσκεψη προσωπικοτήτων στη Σέλιτσα και λήψη σοβαρών αποφάσεων

 

   Με το πρόσχημα ότι ο Δεσπότης της Σιάτιστας Σεραφείμ, που την εποχή αυτή διέμενε στη Σέλιτσα, τους διόρισε εξεταστική Επιτροπή των Σχολείων, ο Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου της Σιάτιστας Ιωάννης Παπίας, ο οποίος ήταν ο ιθύνων νους και ο κύριος υπεύθυνος του Αγώνα στην περιοχή μας και ο καθηγητής του Γυμνασίου Τσοτυλίου Πιέρος που ήταν αντιπρόσωπος του ελληνικού Προξενείου Μοναστηρίου για την περιοχή των Καστανοχωρίων, ήρθαν στη Σέλιτσα την Κυριακή 19 Ιουνίου για να παρακολουθήσουν τις εξετάσεις των Σχολείων. Το μεσημέρι παρέθεσε γεύμα στους εκλεκτούς επισκέπτες ο νέος Πρόεδρος Αθανάσιος Κουκουλάς. Στην ουσία το τραπέζι αυτό ήταν η ευκαιρία να κουβεντιάσουν πολύ σοβαρά θέματα δίχως να κινήσουν υποψίες στις τοπικές τουρκικές Αρχές.

   Το Προξενείο θεωρούσε απολύτως αναγκαία την εγκατάσταση ελληνικών σωμάτων στο όρος Περιστέρι, αλλά και σε όλο το διαμέρισμα του Μοριχόβου για την εμψύχωση των κατοίκων. Γιατί οι εχθροί μας μαθαίνοντας ότι τα ελληνικά σώματα διαλύονται παίρνουν θάρρος και αποθρασύνονται. Επιτακτική λοιπόν προβάλλει η ανάγκη δημιουργίας σωμάτων από ντόπιους άντρες. Προς την κατεύθυνση εργάζεται δραστήρια τόσο η Επιτροπή της Σιάτιστας, όσο και ο Άγιος Γρεβενών Αιμιλιανός. Είχαν γράψει στον οπλαρχηγό Παύλο Νεραντζή να έρθει στη Σιάτιστα και με ντόπιους άντρες του να τεθεί κάτω από τις διαταγές του Βάρδα.

   Στη συνέχεια ο Παπίας έκανε γνωστό το νέο κρυπτογραφικό αλφάβητο για τον αρχηγό Βάρδα και τον οπλαρχηγό Μάλλιο. Τέλος τονίστηκε ότι επειδή η Σέλιτσα αποτελεί το κεντρικότερο σημείο από ολόκληρη την περιοχή θα πρέπει να κατασκευάσουν κρυψώνες, να μεριμνά για την ασφαλή μεταφορά των πολεμοφοδίων, την επαρκή εξυπηρέτηση των διερχομένων σωμάτων, την περίθαλψη των τραυματιών και των ασθενών. Τέλος αποφασίστηκε ο κάθε οικογενειάρχης να δηλώσει το προϊόν ή την προσωπική του εργασία ως τσαγκάρης, ράφτης, πεταλωτής, σαμαράς κλπ. ή διάθεση του σπιτιού του για κατάλυμα ανταρτών, πλύσιμο ρούχων, κατασκευή μάλλινων πλεχτών κλπ.

   Τότε κατασκευάστηκαν οι κρύπτες στην αχυρώνα Θεόδωρου Πλιάτσιαρη, στο μαγειρείο του Νικόλα Καζαντζή και στο υπόγειο του Παπαχαντζιάρα, η οποία είχε υπόγεια σήραγγα που έβγαινε στο «Λάκκο».

  

   Ο Βάρδας ξαναγυρίζει στην περιοχή μας. Απόπειρα δολοφονίας του γιατρού Χαράλαμπου Αναστασιάδη από τον Παπαχαντζιάρα.

 

   Ο Βάρδας στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου Βλάστης πληροφορήθηκε το θάνατο του Πρωθυπουργού Δεληγιάννη και επέφερε γενική αδράνεια στο θέμα της οργάνωσης και αποστολής νέων σωμάτων. Στις 1η Ιουλίου ο Σελιτσιώτης Πρόεδρος Αθ. Κουκουλάς πήγε στο Βογατσικό για να συζητήσει με το Βάρδα τα παρακάτω πολύ σοβαρά θέματα. Το πρώτο σοβαρό θέμα ήταν το επεισόδιο που είχαν δημιουργήσει οι Κοντσιώτες και οι Σιατιστανοί μεταφορείς όπλων στη θέση «Παλιοχώρι» σε βάρος των Σελιτσιωτών αγωγιατών που είχαν πάει να παραλάβουν τα όπλα. Οι Κωντσιώτες και οι Σιατιστανοί το τελευταίο διάστημα παρέδιδαν στους Σελιτσιώτες λιγότερα όπλα και φυσίγγια απ’ αυτά που παραλάμβαναν από την Κοζάνη, με τη δικαιολογία ότι οι Κοζανίτες τους τα φόρτωναν λειψά.

   Το δεύτερο, επίσης σοβαρό ζήτημα, ήταν η απόπειρα δολοφονίας του Χαραλάμπου Αναστασιάδη από τον Παπαχαντζιάρα. Το γεγονός αυτό είχε προκαλέσει αναστάτωση στη Σέλιτσα και έκανε τους κατοίκους να νιώσουν φόβο αλλά και αηδία τόσο από την οξύτητα των παθών και το φατριασμό των προυχόντων όσο και αποτροπιασμό από τη σκληρή αυτή πράξη.

   Ο ίδιος ο Χαράλαμπος παρόλο που επέζησε αρκετά χρόνια μετά την απόπειρα σε βάρος του, απέφυγε να διηγηθεί τα ακριβή αίτια και τις λεπτομέρειες, είτε γιατί είχε συμφιλιωθεί με το θύτη του, είτε φιλήσυχος και πράος χαρακτήρας καθώς ήταν από τη φύση του, δε θέλησε να δώσει συνέχεια και να διχάσει το χωριό.

   Το περίεργο και το παράξενο είναι ότι και οι σύγχρονοί του Μακεδονομάχοι και πληροφοριοδότες μας γνώριζαν μεν το γεγονός και μερικές κατοπινές λεπτομέρειες, αλλά δεν είχαν μάθει ποτέ τα ακριβά αίτια. Ευτυχώς ο Χαράλαμπος στο μόνο πρόσωπο που εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια ήταν η κόρη του Αφροδίτη, η οποία μας αποκάλυψε με ιδιόχειρη επιστολή της που μας την παρέδωσε ο γείτονας της μακαρίτης μπάρμπα Αριστοτέλης Κόλιας. Τη μεταφέρουμε αυτούσια: «… Τον πατέρα μου ο Παπα-Δάφνης θα τον είχε σκοτώσει πολύ νωρίτερα γιατί κατηγορούσε τον Τιατσιάνη, που διαρκώς έλεγε ότι είχε ανοιχτό λογαριασμό μαζί του και του ζητούσε εκβιαστικά χρήματα έναντι αυτών που δήθεν χρωστούσε. Ο πατέρας μου, όπως και πολλοί άλλοι Σελιτσιώτες, δεν είδε ποτέ ξοφλημένο το λογαριασμό του. Ο Παπα-Γιώργης Παπαχαντζιάρας ήταν νύχι με κρέας με τον Τσιατσιάνη και τα τρώγανε μαζί. Απειλούσε πολύ συχνά τον πατέρα μου ότι θα τον σκοτώσει, αλλά φοβόταν το μπατζανάκη του Ζωίδη που ήταν στρατιωτικός φαρμακοποιός (αξιωματικός)στο Λιαψίστι. Κάποτε μάλιστα τον είπε τουρκαλά ισύ έχ’ς τα μέσα (εννοώντας την προστασία του Ζωίδη) ιγώ όμους έχου τα όξου και του έδειξε την μαχαίρα του που είχε διαρκώς κρυμμένη κάτω από τα ράσα.

   Κάποτε στο Μακεδονικό Αγώνα ήρθε στο χωριό μας ένας αντάρτης Παπα-Χρυσόστομος, που ήταν ίδια πάστα με το δικό μας παπα-Δάφνη. Σ’ έπαιρνε το κεφάλι σαν πράσο για τίποτε. Ο αντάρτης αυτός παπάς πήγε στον Αι-Γιώργη και βρήκε τον Πρωτοσύγκελο τον Παπαθωμά και τον έδειρε επειδή δεν έσκυψε να του φιλήσει το χέρι, γιατί ο παπα αντάρτης ήταν κάποτε υποψήφιος Δεσπότης. Για δικαιολογία είπε ότι τον Πρωτοσύγκελο τον έδειρε επειδή δεν αγωνίζεται όπως οι άλλοι για να διώξουν τους Βουλγάρους.

   Όταν ο πατέρας μου το έμαθε του κακοφάνηκε πολύ κι ακόμα πιο πολύ του κακοφάνηκε όταν έμαθε ότι ο Παπα-Χρυσόστομος ήταν βαλτός από τον Παπαχαντζιάρα να κάνει ό,τι έκανε, γι αυτό και κατηγόρησε πολύ την πράξη αυτή και τον άνθρωπο που κρυβόταν πίσω της. Για να σκεπαστεί το γεγονός αυτό ο Παπαχαντζιάρας διέδωσε ότι τάχα ο φαρμακοποιός Ζωίδης προσπάθησε με τον πατέρα μου να δώσει τον Ναούμ Αναγνώστη 400 λίρες για να προδώσει το Βάρδα στους Τούρκους κι ότι η συνεννόηση θα γινόταν στο σπίτι μας.

   Από την ώρα εκείνη βάλθηκε να τον ξεκάνει. Άφησε όμως να περάσει λίγο καιρός για να ξεχαστεί κάπως το πράγμα και όταν ο Βάρδας ήταν στο Μπογατσκό ήρθε στο χωριό ο καπετάν Ντόγρας που είπε να δώσουν τα χέρια όλοι οι μαλωμένοι και να υποσχεθούν ότι όλοι με μια καρδιά θα αγωνιστούν για το καλό του Αγώνα. Ο αφελής και καλοκάγαθος πατέρας μου τα πίστεψε αυτά και πρόθυμα πήγαινε, όπως και πάντοτε, όπου άκουγε ότι υπήρχε άρρωστος αντάρτης.

   Στις 27 Ιουνίου τα χαράματα ήρθαν στο σπίτι μας ο πεθερός του Γιάννη Βιλιανώτη Γιώργος Αρβανίτης μαζί με το Χρηστάκη το Τζάρο και του είπαν «Χαράλαμπε σήκω γρήγορα να πάμε κοντά στο Ντοβαμίστι υπάρχει ένας καπετάνιος λαβωμένος άσχημα και κινδυνεύει να πεθάνει». Δίχως άλλη κουβέντα ο πατέρας μου ζώστηκε τη φαρδιά πέτσινη ζώνη όπου είχε τα απαραίτητα εργαλεία και φάρμακα και ξεκίνησαν. Στην «Ξυνήθρα» τους περίμενε ο Παπαχαντζιάρας που τους είπε ότι τον καπετάνιο τον ανέβασαν κάπως ψηλότερα και γι αυτό θα έρθω μαζί σας να σας δείξω το μέρος. Λίγο πιο πέρα ο Τζάρος έκανε πως στραμπούλιξε το πόδι του και δεν θέλησε να ακολουθήσει άλλο, ενώ ο Αρβανίτης τράβηξε για τον Αι Νικόλα στο ποτάμι λέγοντας ότι εσύ παπά ξέρεις που είναι ο καπετάνιος άρα εγώ δε χρειάζομαι κι ας μη κάνω τζάμπα τον κόπο να έρθω ίσαμε κει ψηλά κι έδειξε την κορυφή στα «Κτίσματα». Τότε κάτι υποψιάστηκε ο πατέρας μου, κατά πως μολογούσε, αλλά ήταν πια αργά. Σχεδόν με το ζόρι ανέβασε πέρα από τα κτίσματα σ’ ένα τρανό γκρεμό προς το Ντοβαμίστι κι αφού γύρισε και του είπε «καταραμένε ας ξεβρομίσει ο τόπος από σένα», τον έσπρωξε με δύναμη πάνω από το βράχο στο γκρεμό. Ο πατέρας μου πέφτοντας επάνω στις πέτρες έσπασε το κόκαλο της λεκάνης και για καλή του τύχη έπεσε επάνω σε μια πατλιά (συστάδα) από χοντρά γαύρα, πιάστηκε το ζωνάρι του από ένα χοντρό κλωνάρι και παρόλο που ήταν κοιλαράς και χοντρός κρατήθηκε πάνω στα κλαδιά. Αν έπεφτε κάτω στο γκρεμό θα γινόταν κομμάτια.

   Εκεί έμεινε κρεμασμένος όλη νύχτα υποφέροντας από φρικτούς πόνους. Κατά τα χαράματα τα βογκητά του αντηχούσαν τριγύρω ακούστηκαν ως το μύλο του Τσιάπρα που ήταν χαμηλότερα. Όλοι πίστεψαν ότι είναι πληγωμένος αντάρτης και τρεις πελάτες του μύλου ο Πιπιλιανός Γκάνας, ο Σιανώτης Καραστέργιος και ο Λοσνιτσιώτης Κατσάνος ανέβηκαν ως εκεί ψηλά ακολουθώντας τη φωνή. Ο Κατσάνος δέθηκε με τριχιά και κατέβηκε ως τον πατέρα μου που τον έδεσε γερά από τις μασχάλες και σιγά-σιγά με πολύ κόπο κατάφεραν να τον τραβήξουν επάνω. Ευτυχώς δεν είχε μεγάλες πληγές και δεν είχε χάσει πολύ αίμα. Σχεδόν σέρνοντάς τον, τον κατέβασαν ως το δρόμο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ εξαντλημένος, αλλά είχε τις αισθήσεις του και ζητούσε διαρκώς να του δώσουν νερό. Τον φόρτωσαν σ’ ένα μουλάρι και τον έφεραν στο χωριό το σούρουπο στις 28 Ιουνίου ο Κατσάνος και ο Γκάνας. Τον άφησαν και έφυγαν βιαστικά σίγουρα επειδή φοβήθηκαν τις ανακρίσεις από την τουρκική χωροφυλακή η οποία πράγματι έμαθε και ήρθε αλλά όλοι είπαμε ότι είχε πέσει μόνος του μόνος του από ένα δέντρο.

   Όταν ξάπλωσε ζήτησε και τον βράσαμε κάποια βότανα που τα είχε μαζεμένα ο ίδιος για να μαλακώσουν λίγο οι πόνοι του. Όταν κάπως ελαττώθηκαν οι πόνοι ζήτησε να του φέρουμε κλάπες (μικρά κομμάτια από σανίδες) και μ’ αυτές έδεσε τη λεκάνη του για να μένει ακίνητη και να θρέψει το σπάσιμο. Όταν στερέωσε τη μέση και τη λεκάνη του ησύχασε κάπως και χάθηκε στον ύπνο ως το πρωί. Όταν ξύπνησε πλύναμε τα αίματα που είχαν στεγνώσει επάνω στις μικρές πληγές του και τις αλείψαμε με αλοιφές που είχε φτιαγμένες ο ίδιος.

   Έμεινε κατάκοιτος στο κρεβάτι δύο μήνες και παραπάνω. Τελικά γιατρεύτηκε, κατάφερε να ζήσει άλλα 25-26 χρόνια, αλλά επειδή είχαν βράσει στραβά τα κόκαλα περπατούσε με δυσκολία και στραβά.

   Όσο για τον Παπαχαντζιάρα, όταν έμαθε ότι ο πατέρας μου δεν σκοτώθηκε, αλλά σώθηκε, εξαφανίστηκε για αρκετούς μήνες από το χωριό. Μάθαμε ότι πήγε αντάρτης στο Λέχοβο και στην Κλεισούρα. Το 1920 όμως που αρρώστησε βαριά και χτυπιόταν από τους πόνους ζήτησε από τον πατέρα μου, του ζήτησε συγχώρηση και τον παρακάλεσε να τον γιατρέψει. Ο πατέρας μου τον συγχώρεσε και μάλιστα του ορκίστηκε ότι δεν πρόκειται να μάθει κανένας το τι έγινε εκείνη τη μέρα. Και πράγματι τήρησε τον όρκο του με αποτέλεσμα να μη μάθει κανείς την αλήθεια. Μόνο σε μένα τα διηγήθηκε λίγο πριν πεθάνει επειδή τον πίεσα πολύ ότι ήθελα να μάθω την αλήθεια. Τώρα ήρθε η ώρα να τα δημοσιεύσετε για να τα μάθουν όλοι οι Ερατυρείς.

    Ευχαριστώ για τον κόπο που θα κάνετε.

   Με μεγάλη εκτίμηση, η κόρη του Αφροδίτη Αναστασιάδη».

   Όσο για το σπρώξιμο του Χαράλαμπου στο γκρεμό από τον Παπαχαντζιάρα είναι γεγονός αναμφισβήτητο και πασίγνωστο στην Εράτυρα. Ακόμα και σήμερα ο γκρεμός είναι γνωστός με το όνομα «Τ’Χαλάλαμπρ’του σκάλουμα».

DSC08664.JPG

Αθανάσιος Κουκουλάς

Ο Βάρδας έρχεται και πάλι στη Σέλιτσα, συμφιλιώνει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις και διορίζει Επιτροπή «κοινής αποδοχής»

 

   Ο Βάρδας ξανασκέφτηκε τη Σέλιτσα για να επιδιώξει το συμβιβασμό και τη συμφιλίωση. Δια βοής εκλέχτηκε πρώτος για Πρόεδρος ο Αθανάσιος Κουκουλάς και αντιπρόεδρος ο Δημ. Οικονομίδης. Έπειτα εκλέχτηκαν τέσσερις νέοι (Πρωτοσύγκελος Παπαθωμάς, Παπανώτας Διαμαντής, Δημ. Κίτσιος δάσκαλος και Δημητράκης Καραμήτσιος) και τρεις από την παλιά Επιτροπή (Παναγιώτης Στρέμπας, ως Γραμματέας, Δημητράκης Τσιάρας, ως Ταμίας και Χρήστος Τζάρος). Τέλος ορκίστηκαν ότι στο μέλλον θα εργαστούν όλοι με ομόνοια, χωρίς προστριβές και προσωπικές διενέξεις, με όλες τις δυνάμεις τους για το καλό του κοινού αγώνα.

   Στις 8 Ιουλίου, όντας ο Βάρδας στην Παλιοκόζιανη, δέχτηκε τον οπλαρχηγό Τσολάκη, ο οποίος παρόλο που είχε πυρετό από ελονοσία δεν ήθελε να αφήσει ακέφαλο το σώμα του.

   Ο Βάρδας μεταβαίνει στα Κορέστια

 

   Από την Παλιοκόζιανη ο Βάρδας πήγε στην Πιπιλίστα, όπου έκανε αυστηρές παρατηρήσεις στους κατοίκους επειδή έπαιρναν χρήματα για το ψωμί που έπρεπε να δίνουν δωρεάν στους αντάρτες. Απ’ εκεί πήγε στο Μπλάτσι. Εκεί έλαβε επιστολή από την Αθήνα που τον συμβούλευε να επιστρέψει στην Ελλάδα γιατί από τη μια μέρα στην άλλη κινδύνευε να συλληφθεί από τους Τούρκους.

   Στις 14 Ιουλίου ο Βάρδας βρισκόταν στα μαντριά του Κωσταραζίου. Εκεί πήγε ο Παπα-Οικονόμος από το Βογατσικό να του δώσει την παρακάτω κρυπτογραφική επιστολή, αλλά και του εξέθεσε τη σοβαρότητα της κατάστασης που θα δημιουργούσε η κίνηση του τουρκικού στρατού από την Καστοριά.

 Στο ίδιο λημέρι επίσης ο Βάρδας πληροφορείται από το Μπλάτσι ότι έφτασαν εκεί από τη Σέλιτσα 8 φορτία φυσίγγια και ότι ο διαβόητος Αρίφ και η συμμορία του φόρεσαν στολή Μακεδονομάχου (μανδύα) για παραπλάνηση και περιφέρεται στα μέρη του Κοντσκού, της Σέλιτσας και της Σιάτιστας. Επιβάλλεται συνεπώς η γενική ενημέρωση των πολιτών και των ανταρτικών σωμάτων για να μην πέσουν θύματα εξαπάτησης.

   Σχετικά με την παραπάνω επιστολή του Ψ (δυστυχώς δεν γνωρίζουμε τον συντάκτη της Ψ) προσθέτουμε ότι ο επικεφαλής των 200 στρατιωτών Τούρκος Λοχαγός Οσμάν Κιαμίλ ήταν προσωπικός φίλος του γιατρού Φεραίου, γαμπρού της Σέλιτσας, όπως αναφέραμε σε άλλο σημείο. Ο Φεραίος φρόντισε να στείλει έγκαιρα ειδοποίηση στον Πρωτοσύγκελο πριν από την επιστολή, ότι η αιφνιδιαστική παρουσία του στρατού στη Σέλιτσα και στα άλλα χωριά οφειλόταν σε προδοσία που πληροφορούσε τους Τούρκους ότι εκείνες τις μέρες ο επικηρυγμένος από την τουρκική Κυβέρνηση Βάρδας βρισκόταν στη Σέλιτσα. Οι ημέρες εκείνες ήταν ίσως οι πιο εφιαλτικές που πέρασε η Σέλιτσα σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Ο προδότης ήταν τόσο καλά ενημερωμένος και πληροφορημένος ώστε ο στρατός πήγε και ερεύνησε αιφνιδιαστικά με εξονυχιστικό τρόπο όχι μόνο το σπίτι του Μπίλη, του Παπανώτα και του Κουκουλά, που πράγματι είχε διαμείνει ο Βάρδας. Αναστάτωσε και κατατρομοκράτησε όλο το χωριό. Αφηνιασμένοι οι Τούρκοι απειλούσαν θεούς και δαίμονες. Ήταν σίγουροι ότι ο Βάρδας  αυτή τη φορά δεν θα τους ξέφευγε. Στο παζάρι συγκέντρωσαν όλους τους προύχοντες και τους επαγγελματίες και τους απειλούσαν ότι θα κάψουν το χωριό αν δεν μαρτυρήσουν το μέρος που κρύβεται ο Βάρδας. Για εκφοβισμό έδειραν και αρκετούς, αλλά, όπως πάντα, κανείς δεν λιποψύχησε και δεν μαρτύρησε το παραμικρό. Οι στρατιώτες τριγύριζαν στους δρόμους, έμπαιναν στα σπίτια, απειλούσαν τις γυναίκες και έκαναν έρευνα ξηλώνοντας ακόμη και πατώματα και ταβάνια. Ευτυχώς που κι αυτή τη φορά η προνοητικότητα και τα μέτρα ασφάλειας που λάβαιναν συνέχεια, χωρίς την παραμικρή χαλάρωση, όχι μόνο τα μέλη της Επιτροπής, αλλά και όλοι οι Σελιτσιώτες, έκαναν τους Τούρκους να μη βγάλουν κανένα κέρδος και να φύγουν με άδεια χέρια.

    Ο προδότης μάλιστα είχε πληροφορήσει τους Τούρκους ότι ο νέος Πρόεδρος της Επιτροπής της Σέλιτσας Αθανάσιος Κουκουλάς είναι στενός φίλος του Βάρδα και συνεπώς αυτός ξέρει σίγουρα να τους πει που βρίσκεται. Γι αυτό ερεύνησαν αιφνιδιαστικά αρκετές φορές το σπίτι του, αλλά δεν βρήκαν τίποτε το ενοχοποιητικό. Όταν θέλησαν να τον συλλάβουν για ανάκριση δεν τον βρήκαν στο σπίτι και ο Τούρκος σουβαρής(έφιππος χωροφύλακας) είπε στη γυναίκα του να του μεταφέρει τη διαταγή να πάει και να παρουσιαστεί στον Καϊμακάμη (Έπαρχο-Διοικητή) το συντομότερο στο Λιαψίστι. Ο Κουκουλάς πραγματικά την επόμενη μέρα πήγε, παρουσιάστηκε και παρόλο που ήταν παλιός γνώριμος του Καϊμακάμη, συνελήφθη με την κατηγορία ότι είναι προσωπικός φίλος και στενός συνεργάτης του Βάρδα. Οδηγήθηκε στη φυλακή και ύστερα από λίγες μέρες τον πήγαν στο δικαστήριο.  Αφού ορκίστηκε, ο δικαστής τον ρώτησε αν είδε τον Βάρδα. Τότε ο έξυπνος Κουκουλάς είπε τη διφορούμενη απάντηση: «Ορκίστηκα να σας πω την αλήθεια και δεν πατώ τον όρκο μου. Η αλήθεια είναι ότι εγώ μια φορά δεν είδα το Βάρδα…». Η φράση όμως αυτή αλλάζει νόημα, ανάλογα με τον τρόπο που θα την πούμε, δηλαδή από το χρωματισμό της φωνής που θα φανερώνει τη θέση που έχουμε βάλει το κόμα. Συνεπώς όταν λέμε «Εγώ, μια φορά δεν είδα το Βάρδα» σημαίνει ότι αρνούμαι ότι είδα το Βάρδα.

   Το δικαστήριο τον αθώωσε γιατί η φράση ειπώθηκε με το δεύτερο τρόπο. Πίστεψε δηλαδή ο δικαστής ότι ο κατηγορούμενος δεν είδε ποτέ το Βάρδα, ενώ ο Κουκουλάς εννοούσε ότι μια φορά μόνο δεν είδε τον Αρχηγό, ενώ όλες τις άλλες τον είχε δει.

   Μια μεγάλη μερίδα Σελιτσιωτών οι πιο ψύχραιμοι και αντικειμενικοί, έκριναν και εκτίμησαν ότι οι αλληλοκατηγορίες εναντίον του Ζωίδη ήταν αποκλειστικά προϊόντα στείρου φανατισμού και δεν είχαν καμμία σχέση με τα συμβάντα εκείνων των ημερών. Εξετάζοντας προσεκτικά τα γεγονότα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι υποψίες έπρεπε να στραφούν προς το Σλιάχα ο οποίος τις ημέρες εκείνες ήταν στο Δρυόβουνο και είχε μάθει την διαμονή και όλες τις δραστηριότητες του Βάρδα στην Εράτυρα. Και πράγματι αυτή ήταν η αλήθεια. Ο ίδιος ο Καραβαγγέλης με επιστολή του στις 19 Ιουλίου 1905 κάνει γνωστό στον Βάρδα την προδοσία του Σλιάχα. Δηλαδή ο παμπόνηρος και δόλιος προδότης ομολόγησε την προδοσία του στον

Mονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυόβουνο

Καραβαγγέλη, φυσικά με κάποια δικαιολογία, η οποία πίστευε ότι θα του εξασφάλιζε την ατιμωρησία.

   Ο Βάρδας όμως εξακολουθούσε να του έχει εμπιστοσύνη ίσως επειδή τον πίεζε η Επιτροπή του Βογατσικού και κυρίως ο Παπαδήμας προβάλλοντας τη δικαιολογία ότι αν πάθει κακό ο Σλιάχας κινδυνεύει να καταστραφεί το Βογατσικό από τους Τούρκους. Εκείνες τις μέρες μάλιστα και συγκεκριμένα στις 16 Ιουλίου έδωσε στο Σλιάχα 5 λίρες για να προβεί στις δέουσες ενέργειες ώστε να μετακινηθεί ο τουρκικός στρατός από τη Βλάστη.

     Στις 18 Ιουλίου ο Βάρδας συναντήθηκε στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως Δρυοβούνου με το Βελή-μπέη από το Λιαψίστι, ύστερα από μεσολάβηση κοινών φίλων. Ο Βελή-μπέης ήταν στενός φίλος του ηγουμένου της Μονής, τρανός υποστηρικτής του μοναστηρίου και πολλών χριστιανών με τους οποίους διατηρούσε στενές σχέσεις.

Mονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυόβουνο.Kozanilife.gr

  Ο Βελή-μπεης συνομίλησε  πολύ φιλικά με το Βάρδα και τον διαβεβαίωσε ότι οι περισσότεροι μπέηδες όχι μόνο δεν προδίδουν τους Έλληνες αντάρτες, αλλά ενδιαφέρονται για την επιτυχία του αγώνα τους γιατί φοβούνται τους Βουλγάρους, που καταληστεύουν τα τσιφλίκια τους. Του υποσχέθηκε επίσης ότι θα φροντίσει να μετατεθεί ο φιλοβούλγαρος μουδίρης Κλεισούρας και να δωροδοκηθεί ο Λοχαγός επικεφαλής του αποσπάσματος.

   Οι οπλαρχηγοί Σκλαβούνος, Νταλίπης και Πύρζας ξεκίνησαν με τους άντρες τους από την Παλιοκόζιανη για το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης Δρυοβούνου συνάντησαν στις κατηφόρες από το Μπλάτσι προς το Σισάνι τουρκικό απόσπασμα. Τους είχε στήσει καρτέρι, σίγουρα ύστερα από προδοσία. Η συμπλοκή έγινε έξω από το Σισάνι και ήταν φονική. Σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν πολλοί Τούρκοι. Μεταξύ των νεκρών ήταν κι ένας Μουλιαζίμης (κατώτερος αξιωματικός). Από τους Έλληνες δεν έπαθε κανείς τίποτε.

   Επίσης εκείνες τις μέρες άλλο ανταρτικό σώμα έπεσε σε τουρκική ενέδρα έξω από τα Γρεβενά ευτυχώς χωρίς ανθρώπινα θύματα. Το υπόλοιπο Καλοκαίρι ο Βάρδας το πέρασε στα χωριά των Κορεστίων. Κάπου-κάπου όμως έστελνε τον καπετάν Ντόγρα στη Σέλιτσα και στα γύρω χωριά για να μεταφέρει κάποιες οδηγίες, να πάρει πληροφορίες ή να συνοδέψει τους αγωγιάτες που μετέφεραν πολεμοφόδια.

   Σε μια από αυτές τις επισκέψεις, όπως φαίνεται, διαπίστωσε ότι μεταξύ των προυχόντων (παλιών και νέων μελών της Επιτροπής Αγώνα) και κυρίως μεταξύ Δημ. Οικονομίδη και Τσιάρα είχαν ξεσπάσει μαλώματα και ότι είχαν διατυπωθεί απειλές από τον Τσιάρα ότι θα προδώσει τον Οικονομίδη στους Τούρκους αν δεν σταματήσει να ζητάει την απομάκρυνσή του από την Επιτροπή. Όπως θα ιδούμε ο Τσιάρας είχε κατηγορηθεί για οικονομικές ατασθαλίες και φαίνεται ότι ο Οικονομίδης απαιτούσε την αποπομπή του από την Επιτροπή.

   Στις 23 Αυγούστου 1905 παραδόθηκαν στην αποθήκη της Παλιοκόζιανης 11 φορτώματα φυσίγγια με συνολικό βάρος 800 οκάδες. Το Σεπτέμβριο του 1905 το ανεξάρτητο σώμα του καπετάν Ντόγρα, που ως τότε ακολουθούσε και βοηθούσε το Βάρδα ενώθηκε με το σώμα του καπετάν Γιάννη Πούλακα. Ο καπετάν Βέργας από τα Καστανοχώρια πήγε στο Βογατσικό.

   Μετά τις 20 Σεπτεμβρίου άρχισε να γίνεται αισθητή η ψύχρα στη διάρκεια της νύχτας, πράγμα που άρχισε να γίνεται αισθητή η ψύχρα στη διάρκεια της νύχτας, πράγμα που άρχισε να δυσκολεύει τη διανυκτέρευση των σωμάτων στο ύπαιθρο. Το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου επανήλθαν στην Ελλάδα ο Βέργας και ο Μάλλιος με τα σώματά τους, αφήνοντας με τον τρόπο αυτό ακάλυπτα τα Καστανοχώρια, για τα οποία έπρεπε να φροντίσει τώρα ο Βάρδας. Ευτυχώς την ίδια εποχή έκανε την εμφάνισή του ένα νέο σώμα, του Ανθυπολοχαγού Πεζικού Ζαχαρία Ανδρούτσου ή Παπαδά, που έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο καπετάν Φούφας. Το σώμα αυτό άρχισε αμέσως εξαιρετική δράση και με τις εμφανίσεις και τις δραστηριότητές του αναπτέρωσε τη ηθικό των Ελληνομακεδόνων.

   Ο πολύ γνωστός Νικόλαος Κοντογούρης στάλθηκε στην Καστοριά ειδικός Έλληνας αξιωματικός για να σχηματίσει κέντρο εκπαίδευσης οπλιτών. Παρόμοια κέντρα πρότεινε να ιδρυθούν στην Κοζάνη, στα Γρεβενά, στη Σιάτιστα, στο Βογατσικό κλπ. Το κέντρο της Σιάτιστας ιδρύθηκε και σ’ αυτό εκπαιδεύτηκαν αρκετοί Σελιτσιώτες οπλίτες (Θωμάς Καρπουζάς, Γεώργιος Κόλιας, Βασίλειος Χειμάρας, Θεόδωρος Παπαβασιλείου, Δημ. Καρακίτσιος, Ιωάννης Κόλιας, Νικόλαος Καζαντζής, Θεόδωρος Πλιάτσιαρης και Θεόδωρος Τζήκας).

   Στα μέση Νοεμβρίου  1905 ο Βάρδας επέστρεψε στην Αθήνα και περί τα τέλη του ιδίου μήνα ο Δικόνυμος Μακρής. Το Βάρδα ακολούθησαν και πολλοί κουρασμένοι και άρρωστοι αντάρτες.    Προσωρινά το κενό του Βάρδα αναπλήρωνε στα Κορέστια ο Ανθυπολοχαγός Πεζικού Γεώργιος Ζήρας.

   Η κάθοδος του Βάρδα στην Αθήνα υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να έρθει σε συνεννόηση με το Κεντρικό Κομιτάτο γιατί στη διάρκεια του 1905 είχε επέλθει κάποια ψυχρότητα στις μεταξύ τους σχέσεις, εξαιτίας της διαφωνίας που προέκυψε στο σοβαρό θέμα της διοίκησης των σωμάτων στη Μακεδονία. Το Κομιτάτο απαιτούσε όχι μόνο να οργανώνει και να χρηματοδοτεί τα σώματα, αλλά και να τα διοικεί. Ο Βάρδας που ζούσε από κοντά την κατάσταση, διαφωνούσε ριζικά προτείνοντας το σοβαρότερο επιχείρημα ότι το Κομιτάτο, όντας μακριά από τη Μακεδονία όπου λαβαίνουν χώρα άγνωστα γι αυτό. Τελικά επανήλθε συμφιλίωση και βρέθηκε η ορθή λύση. Το Κεντρικό Κομιτάτο θα είχε την ευθύνη και την αρμοδιότητα της προετοιμασίας, του εφοδιασμού και της συντήρησης των ανταρτικών σωμάτων. Από τη στιγμή όμως που αυτά θα περνούσαν τα σύνορα την ευθύνη της διοίκησης θα την είχαν τα κατά τόπους Κέντρα της Μακεδονίας και ειδικότερα το Κέντρο Μπιτωλίων και οι αρχηγοί των σωμάτων. Με τη ρύθμιση αυτή προοιωνιζόταν καλύτερη και αποτελεσματικότερη η δράση των σωμάτων στα επόμενα χρόνια.

   Γενικά το 1905 μπορεί να χαρακτηριστεί σαν έτος που εδραιώθηκε η ελληνική θέση και έγινε πολύ αισθητή η ελληνική παρουσία στη Μακεδονία. Ειδικά στο βιλαέτι Μοναστηρίου η παρουσία του Βάρδα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του αγώνα. Ο οξύθυμος, ο πεισματάρικος, ο ευέξαπτος και εγωιστικός χαρακτήρας του, αντισταθμιζόταν από την οξυδέρκεια, την εργατικότητα, την επιμονή και την ψυχική και σωματική αντοχή που διέθετε. Είναι ο μόνος που παρέμεινε για περισσότερο από ένα χρόνο και γνώρισε ταλαιπωρίες μέσα στα χιόνια, λάσπες, βροχές κλπ., κοιμήθηκε επάνω σε χιόνια και πάγους, έμεινε νηστικός για μέρες, κινδύνεψε αμέτρητες φορές και περπάτησε εκατοντάδες χιλιόμετρα διασχίζοντας τα βουνά, τα δάση, τις χίλιες δυο κακοτοπιές της Δυτικής Μακεδονίας δεκάδες φορές. Στον τομέα των πολεμικών επιχειρήσεων τα ανταρτικά μας σώματα το 1905 σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες που υποχρέωσαν τις βουλγαρικές να αποφεύγουν όσο μπορούσαν τις συμπλοκές.

      Το Καλοκαίρι του 1905 έγινε απογραφή του πληθυσμού. Κατά την απογραφή σημειώθηκε ζωηρό επεισόδιο στην Πιπιλίστα. Οι τουρκικές Αρχές είχαν δώσει την εντολή στις Επιτροπές Απογραφής να απογράψουν όλους τους Βλάχους, δίχως να τους ενημερώσουν ή να τους ρωτήσουν, ως Ρουμούνους. Τους εφοδίασαν μάλιστα και με σχετικά νουφούζια (ταυτότητες-πιστοποιητικά). Οι Πιπιλιστοί μόλις κατάλαβαν την απάτη επέστρεψαν αμέσως όλα τα νουφούζια στον Καϊμακάμη της Ανασέλιτσας (Λιαψίστας) για να αναγραφεί σ’ αυτό η λέξη «Ρούμ» (Ρωμιός-Έλληνας). Ο Καϊμακάμης αρνήθηκε και απείλησε μάλιστα ότι δεν θα τους χορηγήσει διαβατήρια για να μπορούν να μετακινούνται σε άλλη περιοχή και κυρίως στα χειμαδιά. Ακολούθησαν γραπτές έντονες διαμαρτυρίες των Πιπιλιστών προς το ελληνικό Προξενείο Ελασσόνας και ύστερα από επέμβαση του Έλληνα Προξένου Λάμπρου Ενυάλη, ο Βαλής (Νομάρχης) Μοναστηρίου στις 14 Νοεμβρίου 1905 διέταξε να επικυρωθούν οι κατάλογοι απογραφής χωρίς να αναγραφεί η εθνότητα. Έτσι στους τελικούς καταλόγους που δημοσιεύτηκαν αμέσως μετά, η Πιπιλίστα εμφανίζεται ότι κατοικείται από ελληνόφωνους κατοίκους. Ταυτόχρονα με την απογραφή του πληθυσμού έγινε και απογραφή των ελληνικών Σχολείων με εντολή της «Επιτροπής προς ενίσχυση της Ελληνικής Πολιτείας και Παιδείας». Το Προξενείο Θεσσαλονίκης έστειλε ένα από τα επίλεκτα στελέχη του το Γεώργιο Χατζηκυριάκου, που ήταν καθηγητής Γυμνασίου στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα διορίστηκε Επιθεωρητής. Ο σκοπός του διορισμού τέτοιων Επιθεωρητών ήταν να προπαρασκευάσουν τον ελληνικό πληθυσμό της Μακεδονίας για την αντιμετώπιση των Βουλγάρων. Γιαυτό και με κίνδυνο της ζωής τους επισκέπτονταν χωριά, πόλεις και κωμοπόλεις και συνεργάζονταν με τα μέλη των τοπικών Επιτροπών.

Pipilista.jpg

  Άφιξη νέων σωμάτων και η δράση αυτών στις αρχές του 1906

   Ο χειμώνας του 1905-1906 ήταν ιδιαίτερα βαρύς. Παρόλες όμως τις αντιξοότητες των ελληνικών σωμάτων ποτέ δεν διακόπηκε εντελώς. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1905 είχε φτάσει το σώμα του Ανθυπολοχαγού Πεζικού Αντωνίου Βλαχάκη (Καπετάν Λίτσα) με 48 άντρες και το Νοέμβριο το σώμα του Ανθυπολοχαγού Πεζικού Πούλου Κων/νου (καπετάν Πλατάνου) με 62 άντρες. Και τα δύο στη συνέχεια έδρασαν σχεδόν μόνιμα στα Καστανοχώρια.

   Πολλές φορές το Μακεδονικό Κομιτάτο στην Αθήνα και τα Προξενεία Μπιτωλίων (Μοναστηρίου) και Θεσσαλονίκης έκαναν το λάθος να αναθέτουν αβασάνιστα τη συγκρότηση μεγάλων σωμάτων σε νεαρούς αξιωματικούς, οι οποίοι ήταν βέβαια γενναίοι, λαμπροί πατριώτες αλλ’ όμως δεν διέθεταν ούτε τη στοιχειώδη πείρα για τη διεξαγωγή τόσο ιδιόμορφου ένοπλου αγώνα, ούτε γνώριζαν πώς να μεταχειριστούν άντρες που δεν αποτελούσαν τακτικό στρατό. Ο καπετάν Πλάτανος έγινε πρωταγωνιστής ενός πρωτοφανούς και πολύ περίεργου επεισοδίου, που είχε ως τραγικό αποτέλεσμα τον άδικο θάνατο τριών αθώων Μακεδόνων οπλιτών, του Σταύρου Γκουσόπουλου, από το Γραμματικό Πέλλας και του Αναστάσιου Μανζολόπουλου και Εμμανουήλ Μπασδέκη, από τους Πύργους Κοζάνης. Φαίνεται όμως πως ο καπετάν Πλάτανος δεν τα κατάφερνε καλά τη διοίκηση του σώματος γι αυτό και αρκετοί άνδρες του έφυγαν ή ήταν έτοιμοι να φύγουν. Το να φεύγουν άντρες από έναν αρχηγό, προς τον οποίο αισθάνονταν αντιπάθεια ή είχε δημιουργηθεί ψυχρότητα στις σχέσεις τους, και να πηγαίνουν σε άλλο καπετάνιο, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο την εποχή εκείνη. Για το λόγο αυτό, αντί να προχωρήσει με τους υπόλοιπους στον τόπο του προορισμού του, διέπραξε το σοβαρό σφάλμα να πιστέψει ότι, ανάμεσα στους άντρες του, υπήρχαν «προδότες και Βούλγαροι».

   Έτσι όταν έφτασαν στο Παλαιόκαστρο της Σιάτιστας συνέλαβε πέντε Ελληνομακεδόνες του σώματος του, που σχεδίαζαν να τον εγκαταλείψουν και να καταταγούν σε άλλο σώμα Μακεδονομάχων που διοικούσε ο ανθυπολοχαγός Όθωνας Έσλιν. Οι λόγοι που τον προτιμούσαν ήταν οι υποσχέσεις που τους έδινε για καλύτερους όρους διαβίωσης και κυρίως γιατί θα πήγαιναν να αγωνιστούν στα μέρη της Νάουσας, δηλαδή στην πατρική τους γη.

   Άλλος καπετάνιος, στη θέση του, θα θεωρούσε την κίνηση αυτή λογική και θεμιτή. Αυτός όμως θεώρησε ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει, γι αυτό τους αφόπλισε αμέσως και δέσμιους τους οδήγησε μέσα στο κρύο και στο χιόνι, από το Παλαιόκαστρο στο ορεινό χωριό Κοντσκό (Γαλατινή Κοζάνης) μια διαδρομή 5-6 ώρες ποδαρόδρομο, όλο μέσα από βουνά. Εκεί έκανε «πρόχειρες» ανακρίσεις. Την επομένη τις ολοκλήρωσε στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Σελίτσης. Η τελική και αμετάκλητη απόφασή του ήταν να εκτελεστούν αμέσως οι Μαντζολόπουλος, Μπασδέκης και Γκουσόπουλος, διότι σε βάρος τους προέκυψαν «αδιάψευστες»μαρτυρίες και καταδικαστικές αποδείξεις ότι ήταν «βουλγαρόφρονες» και συνεπώς ήταν επικίνδυνοι.

   Σημειώνουμε ότι η δίκη και η καταδίκη τους έγινε παρουσία της τοπικής Επιτροπής Σελίτσης, η οποία είχε έγκαιρα ειδοποιηθεί. Οι Σελιτσιώτες αυτόπτες, που ζούσαν ως τη δεκαετία 50-60 διηγούταν ότι οι μελλοθάνατοι οδηγήθηκαν στην πηγή «Κουρμάλινα»  όπου και σφάχτηκαν μέσα στο νερό παρουσία του ιερέα Παπαχαντζιάρα, μέλους της Επιτροπής Σελίτσης. Δεν θέλησαν να τους τουφεκίσουν για να μην ακουστούν οι πυροβολισμοί. Ο Καπετάν Πλάτανος με τους υπόλοιπους άντρες του αναχώρησε από το μοναστήρι, οι νεκροί μεταφέρθηκαν στον Άγιο Νικόλαο όπου ο παπά-Δαφίνης έψαλε τη νεκρώσιμη ακολουθία και στη συνέχεια θάφτηκαν στο ανατολικό μέρος του προαυλίου της εκκλησίας.

   Ο Καπετάν Πλάτανος είχε στείλει μήνυμα στην Επιτροπή να πάρει μαζί της στον Άγιο Αθανάσιο και έναν κουρέα για να ευπρεπίσει τους άντρες του σώματος. Η Επιτροπή πήρε πράγματι μαζί της τον κουρέα Αθανάσιο Γκαμαγκάρη. Για κακή τύχη όμως, έπεσε πάνω στην εκτέλεση των παλικαριών. Μόλις είδε τα κομμένα κεφάλια έφριξε. Με την ψυχή στα δόντια κούρεψε τους υπόλοιπους αντάρτες και αμέσως γύρισε στο χωριό. Η τρομάρα του και η φρίξη ήταν τόσο μεγάλη ώστε πέθανε ύστερα από λίγο καιρό. Όλο αυτό το διάστημα όμως ήταν κλεισμένος στο σπίτι του και δεν έβγαινε καθόλου έξω.

   Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει πολύ ενδιαφέρον και συγκινητικό το γεγονός ότι, ύστερα από έναν περίπου αιώνα, αδιάψευστες ιστορικές μαρτυρίες, όπως είναι οι ανέκδοτες επιστολές, έρχονται να ρίξουν το φως της αλήθειας σε μια σκοτεινή πτυχή της νεότερης Ιστορίας μας και να αποδείξουν ότι οι Μαντζόπουλος, Μπασδέκης και Γκουσόπουλος υπήρξαν αθώοι και θανατώθηκαν άδικα, εξαιτίας της απειρίας ενός νεαρού Έλληνα αξιωματικού.

   Δεν αποκλείεται μάλιστα, όλα αυτά τα χρόνια οι συγγενείς να θεωρούσαν αγνοούμενους τα παραπάνω αθώα θύματα.

   Από τη σημερινή δημοσίευση των χειρόγραφων μαθαίνουν επιτέλους την αλήθεια, με την πρόσθετη πληροφορία ότι τα κόκαλα των αγαπημένων τους προσώπων βρίσκονται ακόμα στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου Εράτυρας.

   Το σώμα του οπλαρχηγού Κων. Πούλου (Πλατάνου), μετά τα γεγονότα για τη μάχη στον Άγιο Αθανάσιο Σελίτσης, πήγε στα Καστανοχώρια, έχοντας υπαρχηγό τον επιλοχία του Πυροβολικού Βασίλειο Σταυρόπουλο, που είχε το ψευδώνυμο «Καπετάν Κόρακας».

   Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1905 τα ενωμένα σώματα καπετάν Λίτσα, Πούλου και Λουκά Κόκκινου, αποφάσισαν να χτυπήσουν τη Σταρίτσανη (σημερινά Λακκώματα), που ήταν έδρα του διαβόητου Μήτρου Βλάχου και πολλών κομιτατζήδων.

   Ο υπαρχηγός Βασίλειος Σταυρόπουλος (Κόρακας) στα Απομνημονεύματα του, ανάμεσα στα άλλα, γράφει για τη μάχη εκείνη: «…Στις 4.30 τα χαράματα επιτεθήκαμε από όλες τις πλευρές συγχρόνως…και άρχισε η μάχη. Μια μάχη περίεργη. Ένας αγώνας δύσκολος. Στήθος με στήθος. Οι άντρες του Λίτσα, του Πούλου και οι δικοί μου ήρθαν κυριολεκτικά στα χέρια με τους Βουλγάρους του Μήτρου Βλάχου και τους Βουλγάρους χωρικούς. Τριάντα με σαράντα σπίτια καταστράφηκαν εκείνη την ημέρα από τη φωτιά που έβαλαν οι Έλληνες αντάρτες. Εν τω μεταξύ από μακριά φάνηκε ο τουρκικός στρατός που ερχόταν για ενίσχυση από τη Χρούπιστα…Τα σώματα του Λίτσα και το δικό μου κίνησαν ουσιαστικά για τα ορεινότερα μέρη…Η πορεία άρχισε μέσα σε μια τρομακτική χιονοθύελλα. Το χιόνι έφτανε το ένα μέτρο και η θύελλα μας έφραζε το δρόμο. Κρυώναμε και πεινούσαμε. Το ψωμί που είχαμε στο σάκο μας είχε γίνει λάσπη…».

   Ο επίλογος του θλιβερού αυτού επεισοδίου γράφτηκε λίγες μέρες δώσει αργότερα . Στις 23 Δεκεμβρίου 1905 το Προξενείο Μοναστηρίου έστειλε προς τον Πλάτανο με διαταγή, απελευθέρωσε τους δύο Γιαννιτσιώτες οπλίτες και αφού παρέδωσε το σώμα του στον υπαρχηγό του Σταυρόπουλο, επέστρεψε στην Αθήνα.

   Η πρωτοφανής όμως βαρυχειμωνιά και οι στερήσεις ανάγκασαν το νέο αρχηγό να ζητήσει την άδεια επιστροφής του σώματος στην Αθήνα. Προσωπικά πιστεύουμε ότι η βαρυχειμωνιά στην ουσία , ήταν πρόφαση και αφορμή για την ανάκλαση του σώματος. Η αληθινή και η βαθύτερη αιτία βρισκόταν στον άδικο θάνατο των τριών παλικαριών, που σίγουρα είχε διαταράξει ανεπανόρθωτα τις σχέσεις με την ηγεσία τους και επηρέαζε αρνητικά την όλη ψυχολογική τους κατάσταση.

   Από την περιοχή της Σέλιτσας ως την Φλώρινα (Δυτική Μακεδονία)στη διάρκεια του Χειμώνα 1905-1906 είχαν παραμένει ολιγάριθμα σώματα με ντόπιους αρχηγούς (Ζήσας Δημολιό, Αντώνη Ζώη, Παύλο Ρακοβίτη, και Λάκη Νταηλάκη). Στα Καστανοχώρια ήταν ο καπετάν Λίτσας με τον καπετάν Κόκκινο με 35 άντρες. Στα Κορέστια ο Καούδης με 25 άντρες και ο Ζήρας με 18 άντρες. Στο Βίτσι ήταν ο καπετάν Φούφας και στις άλλες περιοχές αλλά μικρότερα. Στο σύνολό τους τα παραπάνω σώματα σε όλη τη διάρκεια του Χειμώνα προσπαθούσαν να προφυλαχτούν από το δριμύ ψύχος, τα χιόνια και τη διαρκή καταδίωξη από τους Τούρκους.

   Το Φεβρουάριο του 1906 ο Δικόνυμος Μακρής με νέο σώμα από 34 άντρες πέρασε και πάλι στη Δυτική Μακεδονία. Από το γνωστό του δρομολόγιο έφτασε στο Κοντσκό κι από εκεί στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου. Ήταν περίπου μεσημέρι όταν έφτασε και τον υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό μερικοί Σελιτσιώτες που έτυχε να είναι στο μοναστήρι και γύρω στα μαντριά.

   Από το Βογατσικό ο Δικόνυμος πήγε στο Κωσταράζι κι από εκεί στη Λοσνίτσα, όπου εξαιτίας της σφοδρής κακοκαιρίας και του δριμύτατου ψύχους έμεινε τρεις μέρες. Επέστρεψε στο Βογατσικό, αλλά αναγκάστηκε να φύγει γιατί πληροφορήθηκε ότι ο τουρκικός στρατός βρισκόταν στα ίχνη του και έψαχνε να τον βρει. Παρόλη τη σφοδρή  χιονοθύελλα έφυγε και πήγε στο μοναστήρι του Δρυοβούνου, όπου οι άντρες του ξεκουράστηκαν και έφαγαν μαγειρεμένο φαγητό. Στη συνέχεια πήγε στη Λοσνίτσα κι από εκεί στα Κορέστια, όπου έδρασε το υπόλοιπο διάστημα.

   Στις 11 Φεβρουαρίου 1906 στο Λέχοβο εξοντώθηκε το μικρό σώμα του Καπετάν Λεωνίδα Τσιώρη από τον τουρκικό στρατό ύστερα από προδοσία των Βουλγάρων.  

​  

Έκτροπα από τους άντρες του Φούφα στη Σέλιτσα

47.kapetan-foufas.jpg

Καπετάν Φούφας

Δημήτριος Νταλίπης. Από το Γαύρο Κορεστί

Δημήτριος Νταλίπης. Από το Γαύρο Κορεστίων, συμπολεμιστής του Κώττα. Σκοτώθηκε το 1906.

Κωνσταντίνος Κώττας. Από τη Ρούλια (σημ.

Κωνσταντίνος Κώττας. Από τη Ρούλια (σημ. Κώττα), οπλαρχηγός των Κορεστίων. Εκτελέστηκε το 1905.

Kotas.jpg

 

 

   Λόγω της βαρυχειμωνιάς του 1905-1906 (για τρεις μήνες χιόνιζε διαρκώς), αλλά και η καταδίωξης των Τούρκων, ο καπετάν Φούφας που ήταν επικεφαλής όχι μονάχα του δικού του σώματος αλλά και των οπλαρχηγών Μακρή, Δοξογιάννη, Σκαλίδη, Μπαρμπανδρέα, Φωτάκη κ.ά., μετά το αιματηρό επεισόδιο του Λεχόβου κατέβηκε στην Παλιοκόζιανη στις έρημες λόγω της εποχής κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις (μαντριά, στρούγκες κλπ).

   Η Επιτροπή της Σέλιτσας μόλις πληροφορήθηκε την άφιξή τους έστειλε τον Ηλία Μηλιόκα  (Λία τα’ Σέντη) και το Γιώργο Κορμά (αδερφό του μπάρμπα-Ζήκου) να πουν στον καπετάνιο άμα θέλει να στέλνει στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου από 5-6 άντρες κάθε μέρα για να τρώνε καλά, να ξεκουράζονται και να πλένονται. Ο Ηλίας πήρε μαζί του κι ένα τσομπανάρικο σκυλί, που ήταν σωστό θηρίο και τον ακολούθησε παντού επειδή το είχε μεγαλώσει από μικρό κουταβάκι.

   Οι σκοποί τους είδαν από μακριά καθώς ανέβαιναν το χιονισμένο μονοπάτι κι όταν έφτασαν κοντά τους σταμάτησαν και τους οδήγησαν στον καπετάνιο. Εκείνος τους ρώτησε αν είναι Έλληνες ή Τούρκοι. Ο Κορμάς πήρε στα αστεία την ερώτηση και χαμογελώντας απάντησε ότι είναι Έλληνες από τον πάτο ως την κορφή. Αλλά ο Φούφας που γνώριζε πολύ καλά τους κινδύνους που εγκυμονούσαν οι καιροί και παντού μπορούσαν να υπάρχουν παγίδες και προδότες, φανερά διστακτικός, ξαναρώτησε: «Και το σκυλί τι το θέλετε, αφού δεν είχατε κανένα φόβο»; Και πριν καλά-καλά απαντήσει ο Σέντης ότι ήταν του κοπαδιού τους και τον ακολουθούσε πάντοτε και παντού, τους πλησίασαν δύο παλικάρια και τους πρόσταξαν να κατεβάσουν το παντελόνι και το σώβρακό τους. Με τρεμάμενα χέρια από φόβο και με φανερή απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους από το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να καταλάβουν το γιατί τους έβγαζαν τα ρούχα, άρχισαν να εκτελούν την εντολή. Τότε το σκυλί αγρίεψε και θα ξέσχιζε σίγουρα τον ένα αντάρτη αν δεν προλάβαινε ο Λίας να το πιάσει από το λαιμό και με προσπάθεια μεγάλη να το κάνει να ηρεμήσει.

   Βλέποντας ο Φούφας την τρομάρα και το σάστισμα των δύο νεαρών Σελιτσιωτών (και οι δύο ήταν περίπου συνομήλικοι 18-19 χρονών τότε) χαμογέλασε και τους είπε: «Ησυχάστε και μη φοβάστε. Ήθελα να βεβαιωθώ αν πράγματι είστε Έλληνες. Αν ήσασταν Τούρκοι θα είχατε την ψωλή σας κομμένη». Είναι γνωστό ότι οι Μωαμεθανοί στα αγόρια κάνουν περιτομή (ακροβυστία), όπως και οι Εβραίοι, αλλά οι δυο Σελιτσιώτες δεν το γνώριζαν αυτό.

   Το πάθημά τους αυτό και την τρομάρα που δοκίμασαν καθώς το μυαλό τους πήγε στο πονηρό το μονολογούσαν και οι δύο ως το θάνατό τους και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.

   Ο Φούφας αφού βεβαιώθηκε ότι ήταν Έλληνες, τους άκουσε με προσοχή και στο τέλος τους είπε να μεταφέρουν από μέρους του χίλια ευχαριστώ στην Επιτροπή και να της πουν ότι την περιμένει στον Άγιο Αθανάσιο για να κουβεντιάσουν διάφορα θέματα. Στο τέλος τους είπε να μην τους ξεφύγει κουβέντα για το λημέρι των ανταρτών και την πρόσκληση της Επιτροπής, γιατί θα τους κόψει τη γλώσσα.

   Κατέβηκαν στο χωριό και είπαν τα καθέκαστα μόνο στον Πρωτοσύγκελο και στον Κουκουλά.

   Τα μέλη της Επιτροπής δείχνοντας ανθρωπιά και κατανοώντας τη δυσκολία των περιστάσεων, συμφώνησαν να δεχτούν σε σπίτια του χωριού το σώμα, με την προϋπόθεση ότι θα κατεβαίνουν νύχτα και αθόρυβα με προφυλάξεις, γιατί στο χωριό συχνά γίνονταν περιπολίες από τουρκικά αποσπάσματα.

   Ο Φουφάς φανερά συγκινημένος από την πρόταση αυτή, που εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, κάλεσε τους άντρες, τους ανακοίνωσε την απόφαση της Επιτροπής και ταυτόχρονα τους απαγόρευσε αυστηρά να προβούν σε ενέργειες που θα έβαζαν σε κίνδυνο τους ιδίους αλλά και τους κατοίκους του χωριού.

   Όμως δεν πέρασαν μια-δυο μέρες και οι αντάρτες (καμιά εικοσαριά) έκαναν κάτι που δε περίμενε κανείς. Ακριβώς τις μεσημεριανές ώρες κατέβηκαν από το μοναστήρι χωρίς καμιά προφύλαξη και όρμησαν στα ακρινά σπίτια που βρίσκονται στην περιοχή των της εκκλησίας των 12 Αποστόλων (Γιουμπλιακάθκα) και στα «Νταμπλακλιά» (Κουρμάθκα και Κουλιάθκα). Μπήκαν μέσα, άρχισαν να φωνάζουν ότι πεινούν, άρπαζαν ό,τι φαγώσιμο εύρισκαν, έπιναν ό,τι ποτό εύρισκαν και απειλούσαν θεούς και δαίμονες.

   Για κακή τύχη εκείνη την ημέρα ήταν στο χωριό ένας δεκανέας με 3-4 Τούρκους στρατιώτες. Η ομάδα (λόχο) είχε έρθει από το Λιαψίστι για να ερευνήσει του Αντώνη του Πήτα και του Τιούλη (Δημητρίου) του Κόλια (πατέρα του καπετάν Νικόλα Κόλια) το σπίτι γιατί είχε πληροφορίες ότι εκεί ήταν κρυμμένα όπλα. Την ώρα λοιπόν που έφευγε από το σπίτι του Πήτα και ανέβαινε για το Παζάρι να πάει στου Κόλια, οι άντρες του Φούφα κυκλοφορούσαν με φωνασκίες ελεύθερα στους δρόμους των παραπάνω μαχαλάδων, οι περισσότεροι μεθυσμένοι.

   Ευτυχώς αρκετή ώρα νωρίτερα ο αγροφύλακας (αγγελιοφόρος) Κώτσιος Δελλήβασης (Μπίμπος) ειδοποίησε τον Παπανώτα, τον Κουκουλά και τον Καπετάν Φούφα, που τον φιλοξενούσε ο Δ. Οικονομίδης. Αμέσως όλοι κινήθηκαν αστραπιαία. Ο Φούφας με τον υπαρχηγό του Μπαρμπανδρέα Δικόνυμο έτρεξαν και άρχισαν, έξω φρενών και οι δύο, να περιμαζεύουν τους άντρες τους και να τους χώνουν άρον-άρον στα εργαστήρια και στους αχυρώνες που υπήρχαν στα «Νταμπακλιά» και στο Λάκκο.

   Ο Μπίμπος με τον Κουκουλά πρόλαβαν και ειδοποίησαν όλους τους μαγαζάτορες του παζαριού να βγουν και να στήσουν όσο πιο άγριο εικονικό καυγά μπορούσαν με βρισιές και χειροδικίες. Ο Παπανώτας θα έκανε τάχα ότι επεμβαίνει να σταματήσει τον καυγά.

   Ο όνμπασης (δεκανέας) άκουσε φωνές και φασαρία στο επάνω μέρος του χωριού και τάχυνε το βήμα του. Ο Παπανώτας μόλις είδε τον Τούρκο υπαξιωματικό έτρεξε τάχα ανήσυχος και του ζήτησε να βοηθήσει τον   Σταθμάρχη και τους χωροφύλακες να σταματήσουν τον καβγά που είχαν ανάψει οι «παζαρίσιοι». Ο Τούρκος το πίστεψε, έδωσε εντολή στους στρατιώτες να βοηθήσουν τον παπά και οι όλοι μαζί έφτασαν στο παζάρι.

   Ο Παπανώτας έτρεχε σε όλο το παζάρι, έκανε νόημα σε όλους και φώναζε δυνατά να σταματήσουν. Εκείνοι σκόπιμα συνέχιζαν και σταμάτησαν μόνο όταν οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν μερικές φορές στον αέρα. Όταν καθησύχασαν τα πνεύματα ο Σταθμάρχης (που σίγουρα ήταν μιλημένος από το μπακάλη φίλο του Θανάση Στρέμπα), πήρε τάχα μερικούς για ανάκριση και το επεισόδιο τέλειωσε δίχως να πάρει χαμπάρι ο όνμπασης τι είχε γίνει στην πραγματικότητα. Ο Παπανώτας και ο Κουκουλάς κέρασαν το απόσπασμα ρακή και κυδωνάτο γλυκό και ευχαρίστησαν το δεκανέα για τη βοήθεια που τους πρόσφερε, ο οποίος φεύγοντας είπε στον Παπανώτα: "Ορέ, παπά αυτοί μάλωναν άγρια κι αν δεν ήμουν εγώ θα σου έβγαζαν τα γένια".

   Όσο για το Φούφα ένιωσε μεγάλη ντροπή από την ανυπακοή και την απειθαρχία των αντρών του. Ευγενικός και φιλότιμος αξιωματικός καθώς ήταν γύρισε όλη τη νύχτα στα σπίτια που είχαν δεχτεί την επιδρομή των αντρών του και ζήτησε να πληρώσει με το παραπάνω τις ζημιές που είχαν προξενήσει, αλλά κανείς δεν δέχτηκε ούτε δεκάρα. Ίσα-ίσα που το επεισόδιο εκείνο έγινε αφορμή αργότερα να αναπτυχθούν ειλικρινείς φιλικές σχέσεις ανάμεσα στους Κορμαίους, Μπατζαίους, Κατσαούνηδες κλπ. και στους ταραξίες, που ζήτησαν κι αυτοί συγγνώμη, αλλά και σε άλλους αντάρτες κυρίως Κρητικούς.

    Το αποτέλεσμα πάντως ήταν ο ντροπιασμένος καπετάν Φούφας να φύγει από τη Σέλιτσα πριν ξημερώσει προς άγνωστη κατεύθυνση και ποτέ δεν έμαθε κανένας τον τρόπο ή τις ποινές που τιμώρησε τους απείθαρχους άντρες του.

siniatsiko wikimapia.jpg

Σινιάτσικο (Άσκιο)

Κωσταντίνος Κώττας

    

Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Σιαπέρα

   Ο Κωνσταντίνος Σιαπέρας, γιός του Βασιλείου και της Ειρήνης σκοτώθηκε την τρίτη ημέρα του Πάσχα (5 Απριλίου) του 1906. Την ημέρα εκείνη τα σώματα Φούφα-Μακρή προσπαθώντας να προσβάλλουν τη συμμορία του Μήτρου Βλάχου, ύστερα από προδοσία, συγκρούστηκαν στα υψώματα βόρεια του χωριού Μπεσφίνα (Σφήκα της Φλώρινας) με τουρκικό απόσπασμα 250 αντρών. Στη μάχη αυτή ήταν πολύ πεισματώδης και διήρκησε μια-μιάμιση ώρα, σκοτώθηκαν 8 Έλληνες αντάρτες οι Ιωάννης Περιβολαράκης, Μανούσης Γαβιότης, Νικόλαος Μυλωνάκης, και Ιωσήφ Σιαρτσετάκης Κρήτες, Κωνσταντίνος Κοζανίτης, Κωνσταντίνος Σιαπέρας, Κωνσταντίνος Τσινάρης και Νικόλαος Μπόμπορας, Μακεδόνες. Τραυματίστηκαν τρεις. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο καπετάν Γεώργιος Δικόνυμος Μακρής, με τραύμα στον αριστερό του χέρι και επειδή χρειαζόταν χειρουργική επέμβαση ήρθε στη Σέλιτσα και τον χειρούργησε ο Λουκάς Χατζηϊωαννίδης που ήταν χειρούργος.

   Η λαϊκή Μούσα τραγούδησε ως εξής το χαμό του Σιαπέρα:

   Μάθατε σεις ένα νέου πόγινε μια Κυργιακή.

   Εσκούτωσαν τον Σιαπέρα παλικάρι του Μπαστή.

   Πουλιμούσιν σα λιουντάρι κει στου Λέχουβου ψηλά

   Κι μνια σφαίρα τουν ευρήκε μεσ’στου στήθους αμπρουστά.

   Όλου του χουργιό τουν κλαίει κι η μάνα του θρηνεί

   Τουν Κουστάκη του λεβέντη της Σελίτσης του πιδί.

    Άφιξη και νέων σωμάτων την Άνοιξη του 1906

 

   Το πρώτο δεκαήμερο του Μαΐου 1906 νέα ελληνικά σώματα με δοκιμασμένους, παλιούς καπεταναίους, γνωστούς ήδη στην περιοχή μας, πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα με προορισμό τη Δυτική Μακεδονία.

   Από διάφορες εκθέσεις πληροφορούμαστε ότι το Καλοκαίρι του 1906 υπήρχαν στη Μακεδονία 70-80 σώματα και μικρές ομάδες ντόπιων οπλαρχηγών που αριθμούσαν συνολικά 1500 αντάρτες.

   Το μεγαλύτερο σώμα με 47 άντρες και αρχηγό το Γεώργιο Βολάνη, αφού πέρασε από τη Σέλιτσα κατευθύνθηκε στο Μορίχοβο. Ο Γ. Βολάνης στις 20 Μαΐου 1906 βρισκόταν στην Παλιοκόζιανη της Σέλιτσας, ένα από τα πιο ασφαλή λημέρια των ανταρτών και ιδανικός τόπος ανάπαυσης των σωμάτων πριν περάσουν στην επικίνδυνη ζώνη των Κορεστίων (πάνω από το Μπλάτσι) όπου ο τουρκικός στρατός βρισκόταν σε διαρκή κίνηση για να τα καταδιώκει.

   Δεύτερο σώμα ήταν του Παύλου Γύπαρη με 36 άντρες που τράβηξε προς τα Κορέστια.

   Για την περιοχή Γρεβενών-Σιατίστης ήρθαν τα σώματα του Ανθυπολοχαγού Βασιλείου Παπά (καπετάν Βρόντα) με 20 άντρες και του Ανθυπολοχαγού Πεζικού Γρηγορίου Φαληρέα (Καπετάν Ζιάκα) με 20 άντρες.

   Ταυτόχρονα με την παρουσία των παραπάνω σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία ενισχύθηκε και το σώμα του Φούφα με 20 άντρες με οπλαρχηγό τον Γεώργιο Κανελλόπουλο, ενώ ο «Αμύντας» με κρυπτογραφική επιστολή του στις 11/5/1906 έκανε γνωστό στο κέντρο της Σιάτιστας ότι ποσότητα όπλων παραδόθηκε στο Κοντσκό με ασφάλεια.

   Στο μεταξύ στις 7 Μαΐου 1906 έγινε η ιστορική μάχη της Οσνίτσανης (Καστανοφύτου) στα Καστανοχώρια, που κράτησε 8 ώρες και υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές αναμετρήσεις του Μακεδονικού Αγώνα.

   Ο Καπετάν Λίτσας (Βλαχάκης) πήρε διαταγή από το Κέντρο Μοναστηρίου να προσβάλει το Εξαρχικό χωριό Οσνίτσανη, όπου κρυβόταν, σύμφωνα με πληροφορίες η συμμορία του Μήτρου Βλάχου και του Κυριάζου. Οι κομιτατζήδες ήταν καλά οχυρωμένοι και παρά τις βαριές τους απώλειες πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Η κατάσταση έλαβε άσχημη τροπή για το σώμα του Λίτσα, όταν ένα τάγμα (750 άντρες) τουρκικού στρατού, ειδοποιημένο από τους Βουλγάρους, έσπευσε για βοήθεια και άρχισε να προσβάλει τους Έλληνες. Οι απώλειες ήταν σοβαρές. Οι νεκροί έφτασαν τους 24 και οι τραυματίες τους 11. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο αρχηγός Λίτσας και ο υπαρχηγός του (φοιτητής της Νομικής) Λεωνίδας Πετροπουλάκης. Ο θάνατος τους συγκίνησε το Πανελλήνιο και το όλο τραγικό γεγονός αποδόθηκε σε προδοσία. Και οι απώλειες των Τούρκων ήταν σοβαρότατες. Είχαν 6 αξιωματικούς και 138 οπλίτες νεκρούς και 38 τραυματίες.

   Τα σώματα Βολάνη, Γύπαρη και Κανελλόπουλου κινήθηκαν ενωμένα από το γνωστό δρομολόγιο Βελεμίστι-Παλαιόκαστρο-Σέλιτσα-Βογατσικό-Λοσνίτσα και στις 27 Μαΐου έφτασαν στο Λέχοβο. Όταν τα σώματα έφτασαν στο Λέχοβο και συγκεκριμένα στο ύψωμα «Βασίλη ή Μήτρου χωράφι» ανάμεσα στο Λέχοβο και το Στρέμπενο (Ασπρόγεια της Φλωρίνας), στις 29 Μαΐου, ύστερα από προδοσία, δέχτηκαν επίθεση από 2.000 Τούρκους στρατιώτες και η δωδεκάωρη σφοδρή μάχη που επακολούθησε στοίχισε τη ζωή σε δεκαπέντε αντάρτες. Οι δεκατρείς τραυματίες αιχμαλωτίστηκαν. Η μάχη αυτή είναι γνωστή στην ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα ως μάχη του Στρεμπένου. Στην ιστορική, αλλά και φονική αυτή μάχη έλαβε μέρος και ο καπετάν Ντόγρας, στο σώμα του οποίου ήταν και οι Σελιτσιώτες Νικ. Δερβένης, Χρήστος Ζωϊδης και Δημ. Καραμήτσιος.

   Θεωρούμε απαραίτητο να αναφέρουμε εδώ ότι τη φονική αυτή μάχη κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους τέσσερις αξιωματικοί Τούρκοι και τριακόσιοι στρατιώτες (πολύ μεγάλος ήταν και ο αριθμός των τραυματιών) παρακολουθούσαν από τα κοντινά υψώματα Ευρωπαίοι αξιωματικοί από εκείνους που επέβλεπαν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στη Τουρκία. Ύστερα από τη μεγάλη μάχη του Μουρικιού, έγινε η αιτία να αποκαλυφθεί ο μύθος της βουλγαρικής προπαγάνδας που είχε μεταφερθεί και στην Ευρώπη ότι δήθεν τα ελληνικά ανταρτικά σώματα συνεργάζονταν με τον τούρκικο στρατό κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Από τότε πλέον όλοι πίστεψαν ότι συνέβαινε το αντίθετο κι ότι πληρωμένοι προδότες από το βουλγαρικό Κομιτάτο πρόδιδαν τις θέσεις των ελληνικών σωμάτων.

63.Eftimius_kaudis1903 1906Κρητικός.jpg

   Ο προδότης Αθανάσιος Σλιάχας

 

   Όλα έδειχναν ότι οι Βούλγαροι και οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να βρουν προδότες που τους πλήρωναν για να προδίδουν τις θέσεις των Ελλήνων. Τέτοιες σαφείς ενδείξεις υπήρχαν βέβαια και στο παρελθόν, όπως είδαμε, με αποτέλεσμα κατά καιρούς να κατηγορηθούν πολλοί με τη βαριά κατηγορία του προδότη. Φυσικά ύποπτα πρόσωπα υπήρχαν από καιρό, αλλά τώρα έπρεπε να αρχίσει σοβαρή προσπάθεια για να βρεθούν πειστήρια και αποδείξεις. Εκείνος που συγκέντρωνε επάνω του τα πιο πολλά ενοχοποιητικά στοιχεία και κρινόταν απ’ όλους ο κυριότερος ύποπτος από το 1905 ήταν ο Αθανάσιος Ζαμπούκαλης, γνωστός με το παρατσούκλι Σλιάχας, από το Βογάτσικο.

   Όμως μετά τα τραγικά γεγονότα της Οσνίτσανης και του Στρεμπένου αποδείχτηκε ότι δύο ήταν οι προδότες που πήραν στο λαιμό τους τόσες ψυχές. Την καταστροφή της Οσνίτσανης την είχε προκαλέσει η προδοσία του Αθανασίου Σλιάχα. Η ενοχή του επιβεβαιώθηκε όταν μετά τη μάχη έγινε έρευνα και στη τσέπη ενός νεκρού αξιωματικού  βρέθηκε η επιστολή που είχε στείλει στο τουρκικό απόσπασμα. Για την αιματοχυσία του Στρεμπένου υπεύθυνος ήταν ο προδότης Παπαστέργιος Τσιλιφίκας από το Λέχοβο.

   Το Κέντρο Μοναστηρίου έστειλε αμέσως διαταγή στον οπλαρχηγό Ευθύμιο Καούδη που βρισκόταν στη Μπελκαμένη (Δροσοπηγή της Φλώρινας) και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην Ελλάδα να εκτελέσει τους δύο προδότες. Στη Σέλιτσα η υπόθεση Σλιάχα είναι πασίγνωστη και όλοι οι πληροφοριοδότες μας μίλησαν γι αυτή. Λίγες μέρες μετά τη μάχη της Οσνίτσανης, καθώς διηγούνταν, μαθεύτηκε ότι έπιασαν τον προδότη Σλιάχα κι ότι πρόκειται να δικαστεί στη Σέλιτσα. Μια Δευτέρα πρωί, αρχές Ιουνίου του 1906, ο Μπάρμπα-Γιάννης Λάμπρου πήρε μήνυμα από τον αγγελιοφόρο της Λοσνίτσας Ηλία Σελιτσιώτη με τον οποίο συνεργαζόταν σ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, ότι είχε αναλάβει να μεταφέρει την ομάδα του καπετάν Καούδη (4-5 άντρες) από το Βογατσικό ως το Δρυόβουνο. Από εκεί ως τη Σέλιτσα έπρεπε να τους οδηγήσει εκείνος. Πράγματι έτσι έγινε. Του φάνηκε όμως παράξενο η εμφάνιση του γνωστού πλέον προδότη Σλιάχα μεταξύ των αντρών του Καούδη. Ήταν ντυμένος με τα επίσημα ρούχα του και κρατούσε στα χέρια μια ακριβή μαύρη γούνα. Ρώτησε μάλιστα τον Καούδη: «Καπετάν Θύμιο που τον πας τον πατριώτη μας ντυμένο στα καλά του»; «Τον κατεβάζω στην Αθήνα για να τον χρήσω κι αυτόν αρχηγό και να ανέβει με δικό του τσούρμο», απάντησε ο Καούδης με πολύ φυσικό τρόπο.

   

Ευθύμιος Καούδης. Κρητικός οπλαρχηγός

   Σχεδόν αμίλητοι έφτασαν ως την «Ξυνήθρα». Τότε ο Καούδης είπε στον οδηγό του: Ωρέ Γιάννη να μας πας πρώτα στου φίλου μου του Σέντη να πιούμε κανα ρακί και να πάρουμε μια ανάσα. Κατόπι βλέπουμε».

   Η παρέα πήγε στου Μιλτιάδη (Μήλιου) Μηλιόκα (Σέντη) το σπίτι. Κι εκεί ο μπάρμπα-Γιάννης παραξενεύτηκε γιατί όλα έδειχναν ότι τους περίμεναν (η παρουσία του Παπανώτα, οι έτοιμοι μεζέδες, οι βρασμένες κότες κλπ). Όταν έφτασαν στο σπίτι ήταν μεσημέρι και όλο σχεδόν το χωριό έλειπε στα χωράφια στις δουλειές του. Οι δρόμοι ήταν έρημοι.

   Σαν ήπιαν ένα ρακί ο Καούδης είπε στο Μπάρμπα-Γιάννη: «Τράβα ωρέ Γιάννη να φέρεις και όποιον από την Επιτροπή εύρεις για να τους χαιρετήσουμε και να φεύγουμε σιγά-σιγά για να φτάσουμε στο Παλαιόκαστρο πριν μας φτάσει η νύχτα».

   Ο μπάρμπα-Γιάννης κατηφορίζοντας βρήκε το Βασίλη Σιαπέρα (πατέρα του σκοτωμένου πρόσφατα Κώστα) με το Λιάκη (Νικόλαο) Σιαπέρα αρκετά αναστατωμένους. Και πριν καλά-καλά τους πλησιάσει εκείνοι σχεδόν με μια φωνή του είπαν: «Άντι ρε Γιάνν’ πού είσι, ισένα καρτιρούμι να φανείς»!

   Όταν τους πλησίασε, του είπαν ότι πριν από ώρες τους φώναξε με το Νικόλα το Γκέκα ο καπετάν Ζιάκας στου Κουκουλά το σπίτι και τους είπε: «Κατά το μεσημέρι σας φέρνουμε για να σας παραδώσουμε τον προδότη που σκότωσε το παιδί σας. Περισσότερα θα μάθετε από το Γιάννη Βιλιανώτη και τον καπετάν Καούδη».

   Τότε κατάλαβε ο μπάρμπα-Γιάννης ότι το Σλιάχα τον είχαν για εκτέλεση, γι αυτό και άρχισε να κουβεντιάζει με τους δυο Σιαπεραίους για το μέρος που μπορούσαν να τον πάνε, ώστε να μην πάρει είδηση κανείς. Την ώρα εκείνη έτυχε να περνούν ο Ζήκος ο Κορμάς με τον πατέρα του τον Κώτσιο που είχε κάνει τσομπάνος στο Λιάκη και συνεπώς είχαν στενές σχέσεις. Φανέρωσαν και σ’ αυτούς το μυστικό και στο τέλος όλοι μαζί βρήκαν σαν πιο κατάλληλο μέρος για την εκτέλεση το «Ζυγό». Όταν η παρέα ξεκίνησε για το σπίτι του Σέντη, το Ζήκο τον έδιωξε ο πατέρας του λέγοντας ότι ήταν μικρός και δεν έπρεπε να ανακατεύεται σε τέτοια πράγματα. Ο Ζήκος όμως από περιέργεια πήγε στις αχερώνες στο «Ζυγό και περίμενε. Οι άλλοι τέσσερις πήγαν στο σπίτι του Σέντη και κρυφά είπαν το σχέδιο τους στον Κοαύδη, ο οποίος στη συνέχεια μπήκε στο δωμάτιο που ήταν οι άντρες του με τον προδότη και απευθυνόμενος προς τον Σλιάχα του είπε: "Αϊντε μωρέ καπετάνιο σήκω να φύγουμε. Μας περιμένει ο αρχηγός Ζιάκας, εδώ παραόξω από το χωριό για να σου δώσει μια επιστολή προς το Κομιτάτο για να σε κάνει καπετάνιο. Αλλά επειδή ώσπου να πάμε στην Αθήνα και να γυρίσεις θα περάσει καιρός, μπορεί και μήνες, λέω να γράψεις της γυναίκα σου να μη σε καρτερεί. Φύγαμε βιαστικά και θα ανησυχεί η κακομοίρα"

   Ο Σλιάχα πράγματι έγραψε στη γυναίκα του ότι θα αργήσει να γυρίσει αλλά να τον περιμένει. Το γράμμα το έδωσε στο μπάρμπα-Γιάννη που έφυγε αμέσως από το σπίτι. Τη συνέχεια την έμαθε αργότερα από τους άλλους.

   Η παρέα, για λόγους ασφαλείας, άρχισε να ανεβαίνει το «Ζυγό» με τη δικαιολογία ότι κάπου εκεί τους περίμενε ο καπετάν Ζιάκας και στη συνέχεια θα προχωρούσαν προς το Κοντσκό. Από εκεί και πάνω στην παρέα προστέθηκαν οι Βασίλειος Κορμάς που έτυχε να είναι εκεί κοντά να κόβει αγκαθιές για το φούρνο και ο Ζήκος Κορμάς, που διηγήθηκε και τη συνέχεια.

   Σε όλη τη διαδρομή προπορευόταν ο Κώτσιος ο Κορμάς και ο Βασίλης ο Σιαπέρας κρατώντας κάποια απόσταση 100-200 μέτρα μεταξύ τους. Σα πήραν τον ανήφορο όμως ο Σλιάχας άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά κι όλο ρωτούσε «ακόμα καπετάνιο», αλλά δεν έπαιρνε απάντηση. Όταν πλησίαζαν στο καθορισμένο μέρος, ο Βασίλης Σιαπέρας δεν κρατήθηκε άλλο, όρμισε, άρπαξε το Σλιάχα από το λαιμό κι άρχιζε να φωνάζει: Παλιόσκυλο, τώρα θα ιδείς πως πεθαίνουν οι προδότες που παίρνουν άδικα στο λαιμό τους παλικάρια σαν το γιό μου». Η επέμβαση του Καούδη έσωσε προσωρινά τον προδότη από το λιντσάρισμα. Άρχισε να ζητάει συγχώρεση για το λάθος του, εκλιπαρούσε τον Καούδη να του χαρίσει τη ζωή και του έταζε πολλές λίρες και χίλια άλλα ανταλλάγματα. Ο Καούδης όμως δεν έδινε καμιά σημασία σ’ αυτά που του έλεγε ο Σλιάχας.

   Όταν σταμάτησαν για την εκτέλεση, ο Βασίλης και ο Λιάκης Σιαπέρας είπαν στον Καούδη: «Αυτός καπετάνιε τώρα είναι δικός μας. Από δω και πέρα δεν θα ανακατευτείς καθόλου. Το αίμα του Κωστάκη μας ζητάει εκδίκηση». Και δίχως να χάσουν καιρό έπιασαν τον Σλιάχα και στην αρχή άρχισαν να τον δέρνουν άσχημα. Όταν έπεσε κάτω αιμόφυρτος και μισοπεθαμένος από το ξύλο, τον αποτελείωσαν με το μαχαίρι που είχε μαζί του ο Βασίλης. Έπειτα έστειλαν τον Ζήκο να φέρει από τις αχυρώνες έναν κασμά κι ένα φτυάρι, με τα οποία άνοιξαν ένα λάκκο και έθαψαν το πτώμα. Τη μαύρη γούνα του Σλιάχα την πήρε και τη φορούσε για πολλά χρόνια ο Βασίλης Κορμάς. Από τότε μέχρι σήμερα το μέρος εκείνο του «Ζυγού» της Σέλιτσας στην τοποθεσία «Κακαβά» είναι γνωστό με το όνομα «Τ’ Σλιάχα του μνημόρ».

64.JPG

 Ο Βάρδας επιστρέφει στη Δυτική Μακεδονία.

 Ο Ζιάκας διορίζεται Αρχηγός

 

   Στις 14-15 Ιουνίου 1906 ο Βάρδας με νέο σώμα από 64 άντρες ξαναπέρασε τα σύνορα και μπήκε στη Δυτική Μακεδονία ως Γενικός Αρχηγός των ελληνικών δυνάμεων στο βιλαέτι Μοναστηρίου.

   Αυτή τη φορά όμως, ύστερα από απαίτηση του Μακεδονικού Κομιτάτου ήρθε όχι με το ψευδώνυμο Γεώργιος Βάρδας, αλλά ως Γεώργιος Σφήκας. Επίσης το Κομιτάτο έλαβε σοβαρά υπόψη του όλα όσα είχε πληροφορηθεί για τη διαγωγή που είχε επιδείξει ο Βάρδας στα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας και τις προστριβές που είχε δημιουργήσει με τις Επιτροπές και τους κατοίκους των χωριών στη διάρκεια του 1904-1905, γι αυτό και αποφάσισε να τον στείλει μεν ως Γενικό Αρχηγό στην περιοχή του Μοναστηρίου, αλλά αυτή τη φορά με έδρα τα Κορέστια, μακριά δηλαδή από τα γνωστά του μέρη (περιοχή Σιάτιστας-Σέλιτσας).

   Ο Βάρδας (Σφήκας) ‘όταν στο Λούντζι τον επισκέφθηκε στο λημέρι ο παλιός καλός του φίλος και στενός συνεργάτης του Σελιτσιώτης Νικόλαος Καζαντζής (Μπακαρτζής), ο οποίος δούλευε στα χωριά εκείνα και ταυτόχρονα εκτελούσε και τα καθήκοντα του πληροφοριοδότη. Ο Καζαντζής έδωσε στον Αρχηγό του έγκυρες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα γύρω χωριά και γενικά για την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή. Του είπε, τέλος, ότι ο καπετάν Γκούντας με 65-70 άντρες σχεδόν ρακένδυτους βρισκόταν εκείνες τις μέρες στο Μεσολούρι Γρεβενών με τους Ζιάκα, το Λούκα και το Βαγγέλη.

    Ο Γκούντας ήταν παλιός λήσταρχος (για 30 χρόνια). Πήγε στην Αθήνα και στα Μπιτώλια και διαβεβαίωσε στις αρμόδιες Αρχές (Κομιτάτο) ότι θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πάρει με το μέρος των Ελλήνων το Μήτρο Βλάχο και αν συναντούσε επίμονη άρνηση θα τον σκότωνε. Οι Αρχές του επέτρεψαν και το παραπάνω σώμα, με το οποίο μπήκε στη Μακεδονία στις αρχές Ιουνίου.

   Την ίδια εποχή συγκρότησε σώμα και μπήκε στη Μακεδονία και ο Κων. Ντόγρας. Ένας από τους άντρες του σώματος ήταν και ο Αθανάσιος Ζωίδης.

Καπετάν Ζιάκας

   Ολόκληρο το έτος 1906 0 Βάρδας το πέρασε στα χωριά των Κορεστίων και του Μοριχόβου. Τα Χριστούγεννα του 1906 έκανε στο μοναστήρι του χωριού Δράγος του Μοριχόβου (εκτός των ελληνικών συνόρων σήμερα βόρεια της Φλωρίνας) στις 30-31 Δεκεμβρίου 1906 βρισκόταν στο χωριό Γραδένιστα Μοριχόβου, όπου και έκανε Πρωτοχρονιά του 1907.

   Περί τα τέλη Ιουλίου για δεύτερη φορά ο Ι. Καραβίτης με το σώμα του και κατευθύνθηκε στο Μορίχοβο όπου παρέμεινε ως το τέλος Απριλίου του 1907. Ο Ζιάκας στο μεταξύ στις 31 Ιουλίου 1906 είχε διοριστεί αρχηγός σε αντικατάσταση του Φούφα, που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα, στο γεωγραφικό διαμέρισμα μεταξύ Καστοριάς και Κλεισούρας, που λεγόταν περιφέρεια Πόπολης.

   Η δραστηριότητα του Ζιάκα ως αρχηγού των ελληνικών σωμάτων Πόπολης υπήρξε πολύπλευρη. Ένας από τους στενούς συνεργάτες του ήταν ο καπετάν Ντόγρας. Από το Φθινόπωρο του 1906 συνεργάστηκαν επίσης με τους Μπλατσιώτες οπλαρχηγούς Καπετάν Φαρμάκη (Ηλία Κούντουρα) και Χρηστού Αργυράκου (Καπετάν Μπαστή) καθώς και με τον καπετάν Βρόντα (Βασίλειο Παπά). Από το Δεκέμβριο του 1906 ο Ζιάκας ανέλαβε με διαταγή του Κέντρου Μοναστηρίου την αρχηγία της ευρύτερης περιοχής Καστανοχωρίων, Πόπολης και Κοζάνης, Σ    ιάτιστας, Γρεβενών.  

   Στις αρχές Οκτωβρίου του 1906 πέρασαν από τη Σέλιτσα και τον Άγιο Αθανάσιο άλλα δύο σώματα που είχαν Μακεδόνες οπλαρχηγούς. Το ένα ήταν του Σίμου Στογιάννη από το Άρμεντσκο (Άλωνα της Φλώρινας) και το άλλο του Θ. Νταλίπη από το Γκαμπρέσι (Γάβρο Καστοριάς).

   Κατά τη γνώμη των ιστορικών το έτος 1906ήταν ίσως το σκληρότερο του Μακεδονικού Αγώνα. Στη διάρκειά του σφαγιάστηκαν στη Μακεδονία από το Βουλγαρικό Κομιτάτο 365 άμαχοι Έλληνες αλλά και επιφανείς προσωπικότητες. Από την άλλη μεριά οι Τούρκοι είχαν κηρύξει πραγματικό διωγμό εναντίον των ελληνικών σωμάτων με πρωτοφανές πείσμα και φανατισμό κυρίως με το ειδικό σώμα των κυνηγών που διέθετε εκπαιδευμένα σκυλιά. Τα ελληνικά σώματα δεινοπάθησαν επίσης από τις προδοσίες που έκαναν στους Τούρκους τα μίσθαρνα όργανα των κομιτατζήδων. Πάνω σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσει κανείς και την ανθελληνική στάση των Ευρωπαίων. Η δραστηριότητα των ελληνικών σωμάτων στη Μακεδονία έφερνε την Κυβέρνηση της Αθήνας αντιμέτωπη με καταιγισμό διαμαρτυριών από τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι δεν προβαίνει στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για τη διάλυση των ανταρτικών σωμάτων.

   Τελικά όμως, παρά τις έντονες και διαρκείς διαμαρτυρίες των Ευρωπαίων, δεν επήλθε καμιά ουσιαστική μεταβολή στον αριθμό των ελληνικών ανταρτικών δυνάμεων που δρούσαν στη Μακεδονία. Σ’ όλες αυτές τις αντίξοες συνθήκες και τους κινδύνους ήρθε να προστεθεί και η βαρυχειμωνιά του 1906-1907, που ήταν πολύ έντονη και είχε μεγάλη διάρκεια. Για το λόγο αυτό τα σώματα που παρέμειναν στη Δυτική Μακεδονία παραχείμασαν κατά πλείστον στην περιοχή του Μοριχόβου, όπου υπήρχαν κατάλληλοι κρυψώνες, μέσα στους οποίους τα φύλαγαν με αυτοθυσία οι χωρικοί. Στα χωριά της περιοχής εκείνης, πέρασε και ο Βάρδας το Χειμώνα του 1906-1907 καθώς και τα σώματα Καραβίτη, Δοξογιάννη, Μιχάλη Τσόντου και μερικά άλλα. Στα Καστανοχώρια πέρασε το Χειμώνα ο Ζιάκας, ο Χρήστος Αργυράκος (Μπαστής), ο Ηλίας Κούντουρας και 2-3 άλλοι με τα σώματά τους, ενώ στα Κορέστια και βορειότερα διαχείμασαν τα σώματα του Παύλου Γύπαρη, του καπετάν Βρόντα, του Βολάνη, του καπετάν Ζώη και του καπετάν Στέφου Γρηγορίου από το Μοναστήρι.

   Παρόλα όμως τα εχθρικά εμπόδια και τις ταλαιπωρίες τα ένοπλα ελληνικά σώματα πέτυχαν τη διάλυση πολλών ισχυρών βουλγαρικών συμμοριών, με αποτέλεσμα η λήξη του 1906 να βρει τις ελληνικές θέσεις στη Δυτική Μακεδονία αρκετά προωθημένες και σταθεροποιημένες. Σε όλα τα ελληνικά χωριά και κυρίως της νότιας ελληνικής ζώνης (περιοχή Ανασελίτσας) τη θέση του φόβου, της τρομοκρατίας, του δισταγμού και της επιφυλακτικότητας που κυριαρχούσε, για μεγάλο διάστημα, την πήρε το θάρρος, η αποφασιστικότητα, η προθυμία και η φανερή συμμετοχή όλων στον κοινό Αγώνα.

 

   Ο Ζιάκας διορίζει νέα Επιτροπή στη Σέλιτσα

   Ο Ζιάκας, δραστήριος και έξυπνος καθώς ήταν, περιφερόταν στα χωριά και του δόθηκε η δυνατότητα να σχηματίσει προσωπική γνώμη για τα συχνά κρούσματα απειθαρχίας και ανυπακοής που παρατηρούνταν στους άντρες των σωμάτων και γενικότερα έθεσε σε εφαρμογή αυτά που πίστευε ότι είναι ορθά και θα επέφεραν μεγαλύτερο εθνικό όφελος.

   Ο Ζιάκας ήταν ο μεγάλος μεταρρυθμιστής του Μακεδονικού Αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Για παράδειγμα δε θεωρούσε αρκετή μόνο την εύρυθμη λειτουργία των τοπικών Επιτροπών και τη συντονισμένη συνεργασία τους με τις Επιτροπές των γειτονικών χωριών για τη δημιουργία συνθηκών ασφαλούς διέλευσης των σωμάτων και την οργάνωση τελειότερου δικτύου μεταφοράς, προώθησης και ασφαλούς αποθήκευσης του πολεμικού υλικού. Απέδιδε επίσης τεράστια σημασία στην αφιλοκερδή συμμετοχή χωρίς καμιά δέσμευση ή απαίτηση των ντόπιων κατοίκων στο Μακεδονικό Αγώνα.

   Γι αυτό σε όλα τα χωριά της δικαιοδοσίας του διόρισε άμισθους αγγελιοφόρους και οδηγούς, αναθέτοντας στον καθένα συγκεκριμένη αποστολή. Κάλεσε επίσης ανοιχτά πλέον όλους τους κατοίκους των χωριών να πάρουν ενεργά μέρος δίχως επιφυλάξεις και δισταγμούς. Η συμμετοχή στον κοινό αγώνα δεν ήταν πλέον μυστικό ή έργο κάποιων ολίγων αλλά υπόθεση όλων των Μακεδόνων.

   Ήταν τέλη Σεπτεμβρίου του 1906. Ο Ζιάκας παρόλο που είχε έδρα τα Καστανοχώρια ερχόταν πολύ συχνά στη Σέλιτσα και στο Κοντσκό. Στα δύο αυτά χωριά έδινε ιδιαίτερη σημασία. Τα σπίτια που συνήθως τον φιλοξενούσαν ήταν του Νικόλα Μπάτζιου, του Θύμιου Καρανίτσου, του Παπανώτα, του Δημ. Οικονομίδη, του Αντώνη Πήτα, του Γιώργιου Κόλια, του Χριστόδουλου Τόλιου κ.α.

   Εκείνο το Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου όμως ήρθε στη Σέλιτσα για το εξάμηνο μνημόσυνο του Κων. Σιαπέρα γι αυτό και φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Βασίλη Σιαπέρα, πατέρα του σκοτωμένου. Ο πανέξυπνος Ζιάκας πέρα από το μνημόσυνο ήθελε να έρθει σε επαφή και με τους κατοίκους. Και πράγματι εκείνη την Κυριακή ήταν στην εκκλησία όλο το χωριό για να τιμήσει τη μνήμη του δεκαοκτάχρονου παλικαριού.

   Μετά το μνημόσυνο πρώτος ο Πρωτοσύγκελος Παπαθωμάς με λόγια συγκινητικά έπλεξε το εγκώμιο του νεκρού και με διακριτικό και συγκινητικό τρόπο είπε ότι τα λόγια που θα άκουσαν στη συνέχεια από κάποιον συμπολεμιστή του Κώστα Σιαπέρα (δεν αποκάλυψε το όνομα του Ζιάκα για ευνόητους λόγους) να το βάλουν στο μυαλό τους.

   Στη συνέχεια ο Ζιάκας ντυμένος χωρικός και παριστάνοντας τον συμπολεμιστή του νεκρού αναφέρθηκε πρώτα στους λόγους που έκαναν να θυσιάσει τη ζωή του και στη συνέχεια είπε καθαρά ότι ήταν χρέος όλων των κατοίκων, μικρών και μεγάλων, να βοηθήσουν ώστε να μη χρειαστεί να ξαναθρηνήσουμε αδικοχαμένα νεαρά παλικάρια.

   Αμέσως μετά φυγαδεύτηκε για λόγους ασφαλείας από το Λάκκο με συνοδεία τους Νικ. Γκέκα, Μιχ. Κέπα και Θεοδ. Τζήκα. Σε ποιο σπίτι τον οδήγησαν έμεινε άγνωστο. Το σούρουπο πάντως της ίδιας μέρας πήγε στο σπίτι του Σιαπέρα όπου δέχτηκε αρκετούς χωρικούς, που ερχόταν με το πρόσχημα να εκφράσουν τα συλλυπητήρια τους στην οικογένεια του νεκρού και είχε σύντομη συνομιλία μαζί τους. Στο τέλος ο Ζιάκας φανερά συγκινημένος και πολύ ευχαριστημένος είπε στους παρευρισκόμενους ότι δυο πράγματα τον εντυπωσίασαν εκείνη την ημέρα. Πρώτον ο ενθουσιασμός και η προθυμία των κατοίκων να συνεισφέρουν στον αγώνα και δεύτερον η εχεμύθεια του κόσμου γιατί η τουρκική Αστυνομία και το τουρκικό απόσπασμα δεν πήραν μυρουδιά για ό,τι είχε γίνει στην εκκλησία.

   Όπως προαναφέραμε, ο Ζιάκας την 1η Δεκεμβρίου 1906 διορίστηκε και επίσημα Αρχηγός στην περιοχή Σιάτιστας-Κοντσικού-Σέλιτσας. Έτσι του δινόταν πλέον νόμιμα το δικαίωμα και η δυνατότητα να υλοποιήσει τα σχέδια του και να πατάξει τη φαυλότητα και κυρίως την αισχροκέρδεια και τη φιλοχρηματία που είχε διαπιστώσει σε πολλά μέλη των Επιτροπών Σιάτιστας-Σέλιτσας-Μπλατσιού και Κοντσικού, τα οποία και αντικατέστησε.

   Στη Σέλιτσα τα πιο φαύλα και φιλοχρήματα μέλη ήταν ο Δημ. Τσιάρας και ο Χρήστος Τζάρος. Πρώτα-πρώτα ο Χ. Τζάρος είχε καταχραστεί από την Κοινότητα Λοσνίτσας 250 οθωμανικές λίρες, ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή εκείνη, που προερχόταν από μισθώματα δύο-τριών χρόνων των βοσκοτόπων του χωριού. Ο Ζιάκας πήγε στο Δεσπότη της Σιάτιστας με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις και του ζήτησε να επέμβει. Ο Δεσπότης πήγε στη Λοσνίτσα με την ευκαιρία του μνημόσυνου του αδικοσκοτωμένου από τους Βούλγαρους ζεύγους Λιάνα Τζιούλα και Αφροδίτης. Μετά την απόλυση της εκκλησίας κάλεσε όλους τους προύχοντες στο σπίτι που φιλοξενούνταν και άρχισε να τους πιέζει να πάρουν πίσω από το Τζάρο τα χρήματα. Οι Λοσνιτσιώτες όχι μόνο αντέδρασαν και δεν συμμορφώθηκαν με τις απαιτήσεις του Δεσπότη.

   Ο Τζάρος όμως δε φάνηκε συνεπής και αξιόπιστος και καταχράστηκε το ποσόν, που η Κοινότητα της Λοσνίτσας το προόριζε για μισθούς των δασκάλων και για συντήρηση της εκκλησίας. Οι Λοσνιτσιώτες είτε από άγνοια, είτε από φόβο, είτε από διάφορα εμπόδια που συνάντησαν λόγω των περιστάσεων και των γνωριμιών του Τζάρου δεν μπόρεσαν να διεκδικήσουν αποτελεσματικά την επιστροφή των χρημάτων. Από την άλλη μεριά ο Δ. Τσιάρας με δόλιο τρόπο, κατάφερε να πείσει την Επιτροπή της Σιάτιστας, να εγκρίνει τη σύσταση και τη συντήρηση ενός μικρού σώματος με 4-5 άντρες Σιατιστανούς και Σελιτσιώτες και αρχηγό το γέρο-Λεπενιώτη (70 χρονών), παλιό λησταντάρτη και φυγόδικο που είχε επικηρυχθεί και από τις ελληνικές κι από τις τουρκικές Αρχές. Ο Λεπενιώτης δρούσε στην περιοχή Βεντζίων και συχνά ανέβαινε και λυμαίνονταν τα χωριά από τη Σιάτιστα ως το Βογατσικό παριστάνοντας στον κάθε καινούριο οπλαρχηγό που έφτανε στην περιοχή και δε γνώριζε πρόσωπα και πράγματα.

   Ο Ζιάκας στις αρχές Δεκεμβρίου του 1906 κατέφτασε στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι όσοι είχαν διατελέσει μέλη της τοπικής Επιτροπής, αλλά και μερικοί άλλοι, που θεωρούνταν «τρανά κεφάλια του χωριού». Φανερά εκνευρισμένος μάλωσε άσχημα τους Τζάρο και Τσιάρα και επιτίμησε όλους τους άλλους που ανέχτηκαν να δημιουργηθεί αυτή η κατάσταση όχι μόνο για τις συγκεκριμένες οικονομικές ατασθαλίες, αλλά και για τη γενικότερη χαλάρωση των δραστηριοτήτων που παρουσίαζαν εδώ και αρκετό καιρό.

   Φανερά εκνευρισμένος μάλωσε άσχημα τους Τζάρο και Τσιάρα και επιτίμησε όλους τους άλλους που ανέχτηκαν να δημιουργηθεί αυτή η κατάσταση όχι μόνο για τις συγκεκριμένες οικονομικές ατασθαλίες, αλλά και για τη γενικότερη χαλάρωση των δραστηριοτήτων που παρουσίαζαν εδώ και αρκετό καιρό.

  Επαίνεσε ωστόσο με τα καλύτερα λόγια τους οδηγούς και αγγελιοφόρους καθώς και τους αγωγιάτες (μεταφορείς όπλων) και αποθηκάριους των πυρομαχικών, γιατί στις ικανότητές τους και την ευσυνειδησία τους δεν παρουσιάστηκε ως εκείνη τη στιγμή η παραμικρή ανωμαλία και δεν συνέβη κανένα δυσάρεστο γεγονός. Στη συνέχεια όρισε νέα Επιτροπή με Πρόεδρο τον Πρωτοσύγκελο Παπαθωμά, Αντιπρόεδρο το Δημ. Οικονομίδη και μέλη τον Αθανάσιο Κουκουλά, τον ιερά Παπανώτα, το δάσκαλο Δημ. Κίτσιο, τους εμπόρους Βενιαμίν Νικόλαο και Δημ. Διαμαντή και Γραμματέα το δάσκαλο Παν. Στρέμπα (Μαρινίκα).

   Ο Ζιάκας θεωρούσε ντροπή να πληρώνονται οι Έλληνες πατριώτες ακόμα και για την παραμικρή δουλειά που καλούνταν να προσφέρουν στον ιερό αγώνα κι ότι θεωρούσε ιερό χρέος όλων την αφιλοκερδή συμμετοχή και προσφορά, στο βαθμό που καθένας μπορούσε, αρκεί αυτό να το πρόσφερε με όλη του την καρδιά χωρίς να νιώθει ότι καταπιέζεται. Γι αυτό από τη στιγμή εκείνη καταργούσε κάθε αμοιβή σε οδηγούς, αγγελιοφόρους κ.λπ.

   Όπως είπαμε πιο πάνω στην «Έκθεση πεπραγμένων» ο Ζιάκας συνήθιζε να αναμιγνύεται ενεργά και σε καθαρά κοινοτικά ζητήματα (οικονομικά, εκκλησιαστικά, σχολικά κ.λπ.) καθώς και στο φόρο της δεκάτης. Έτσι την ημέρα εκείνη ανακοίνωσε και τα εξής: Η κοινότητα θα ενοικίαζε από το τουρκικό δημόσιο το φόρο της δεκάτης κι έτσι το κέρδος που θα προέκυπτε θα ήταν για το καλό όλων και θα κάλυπτε τα έξοδα της λειτουργίας των σχολείων, τους μισθούς των δασκάλων, τα έξοδα της λειτουργίας των εκκλησιών κ.λπ. Χαρακτηριστικά δε εκείνη τη στιγμή γύρισε προς Τσιατσιάνη και του είπε: «Τα μαγειρέματα που ήξερες με τους Τούρκους μπέηδες για να αγοράζεις το φόρο, πέθαναν για σένα. Αν μάθω ότι κρυφά έκανες μπαμπεσιά θα σε κρεμάσω στην πλατεία του χωριού».

65.JPG

Φωτογραφία του 1908. Από αριστερά Ιωάννης Κόλιας, Δημήτριος Καρακίτσιος ή Λαδάς και Φώτιος Χασιώτης

   Από τότε πράγματι η Κοινότητα νοίκιαζε τη δεκάτη και προέκυπτε σημαντικό κέρδος. Εντελώς ενημερωτικά σημειώνουμε ότι από πολλά χρόνια η ενοικίαση του φόρου της δεκάτης είχε καταντήσει αληθινή μάστιγα που απομυζούσε κυριολεκτικά το αίμα των Ελλήνων χωρικών. Οι ενοικιαστές σε συνεννόηση με τους τοπικούς μπέηδες και χρησιμοποιώντας κάθε είδους απειλή, εκβιασμό και εκφοβισμό ανέβαζαν με διάφορες; Δικαιολογίες, αλλά και πολλές φορές ετσιθελικά τον ήδη βαρύτατο γεωργικό φόρο του 12,5% της ακαθάριστης παραγωγής, σε 20%, 30% και κάποτε 40%. Έχει υπολογιστεί ότι σε ορισμένες περιοχές ένα αγροτικό νοικοκυριό που παρήγαγε αγαθά αξίας 25 τουρκικών λιρών, κατέβαλλε 10 λίρες στο μπέη, περίπου 4 λίρες στους τακτικούς φόρους και σχεδόν 2 λίρες στον τοπικό εκπρόσωπο του μπέη.

   Στη Σέλιτσα χαρακτηριστική περίπτωση, υπήρξε ο (Γούσιος) Γεώργιος Τσιατσιάνης. Ο Σελιτσιώτης αυτός κατάφερε να δημιουργήσει στενές φιλίες με τους μπέηδες της περιοχής. Πρώτα-πρώτα κατάφερνε να εκλέγεται ετσιθελικά Πρόεδρος (Μουχτάρης) του χωριού για περισσότερα από 15 χρόνια (1890-1906) με εντελώς ανορθόδοξο τρόπο. Κάτω από τέτοιες συνθήκες εκλογής, ο Τσιατσιάνης κατάφερε να μονοπωλήσει την κυριαρχία του στη Σέλιτσα και άρχισε να επιδίδεται σε ένα όργιο αυθαιρεσίας, εκβιασμού και εκμετάλλευσης.  Για να εξασφαλίσει την εκλογή του χρησιμοποιούσε μπράβους ,φανερούς και κρυφούς. Φανεροί ήταν οι οπλισμένοι σωματοφύλακες του Χρήστος Βλάχος, Δημήτριος Καραμήτσιος (Ντραγάτης) και Μιχάλης Κέπας, κρυφοί δε ήταν αρκετοί άλλοι.  Ο Γούσιος δημιούργησε βιβλία (τα περίφημα τεφτέρια του Τσιατσιάνη), όπου κατέγραφε τους κοινοτικούς και τους δημόσιους φόρους που αναλογούσαν σε κάθε οικογένεια. Για να τους είσπραττε έστελνε ανθρώπους του που ποτέ δεν έδιναν εξοφλητική απόδειξη. Πάντοτε οι αποδείξεις ήταν «ελ χισάπι», δηλ. «έναντι», με αποτέλεσμα κανένας φορολογούμενος Σελιτσιώτης να μη γνωρίζει ακριβώς το ποσόν που πλήρωσε και το ποσόν που χρεωστούσε ακόμη. Όποιος  έφερνε την παραμικρή  αντίρρηση ή έκανε την παραμικρή διαμαρτυρία ήταν αντιπαθής και πλήρωνε πολύ ακριβά την «απείθειά του». Οι μπράβοι έμπαιναν ξαφνικά, συνήθως νύχτα, στο σπίτι του και με τη δικαιολογία ότι «σύμφωνα με τα τεφτέρια» ήταν κακοπληρωτής, έκαναν κατάσχεση και άρπαξαν ό,τι εύρισκαν (χάλκινα σκεύη,  βελέντζες, πολύτιμα αντικείμενα κλπ.) για την εξόφληση του χρέους.

   Όλη αυτή η κατάσταση, που όλοι οι Σελιτσιώτες έβλεπαν να τραβάει σε χρόνο χωρίς να ξέρει κανείς ως πότε θα κρατήσει, δημιούργησε όχι μόνο γενική δυσφορία, αλλά και αγανάκτηση που έμοιαζε με καζάνι που έβραζε. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να απαλλαγούν από τον ανεπιθύμητο τυραννίσκο που είχε καταντήσει χειρότερος δυνάστης από τους Τούρκους.

   Και η ευκαιρία δόθηκε με την εμφάνιση του Ζιάκα και την ανάμιξή του, όπως είδαμε, στα οργανωτικά και οικονομικά θέματα της Κοινότητας.

   Τότε μια ομάδα θαρραλέων και αποφασιστικών Σελιτσιατών με πρωτοστάτες το Δημήτριο Μουχτούρη, το Δημήτριο Γρηγοριάδη, το Δαμιανό Μανιό, το Θανάση Φασούλα, το Λάζαρο Τσιολέκα (Πατσώνη), το Θανάση Πιπιλάγκα, το Νικόλαο Κορμά, τον Παναγιώτη Ζίαμο κ.α.  μάζεψαν αρκετές υπογραφές και το χαρτί το έδωσαν στο Λάζαρο Φυτάκη (Λαζός τ’Γουσούσ’), που ήταν αγωγιάτης, μόνιμος υπάλληλος του εμπόρου Δημ. Μήλιου πήγε στην Κορυτσά και παρέδωσε το χαρτί με τις υπογραφές στον Έλληνα δικηγόρο  του Μήλιου στην Κορυτσά και προσωπικό του φίλο Αναστάσιο Τόμπρο. Επιπλέον του εξήγησε και προφορικά την τραγικότητα της κατάστασης. Ο Τόμπρος δίχως αμοιβή συνέταξε  σχετική αναφορά και μαζί με τις υπογραφές την έστειλε στο Βαλή στα Μπιτώλια. Πριν περάσουν 15 μέρες, στα τέλη Ιανουαρίου του 1907, ήρθαν από την Καστοριά πέντε σουβαρήδες (έφιπποι στρατοχωροφύλακες) και ένας τσαούσης (λοχίας)  και άρχισαν να ρωτούν που είναι το σπίτι του μουχτάρη. Ανέβηκαν στο παζάρι και σταμάτησαν στο χασάπικο του Δημ. Τσιολέκα για να ξαναρωτήσουν. Την ώρα εκείνη κατέβαινε ο Τσιατσιάνης τον κατήφορο μπροστά από του Αναστασίου Γραμμένου το σπίτι. Τον ακολουθούσε ο Χρήστος Βλάχος με τα τεφτέρια στον τρουβά. Ο λοχίας κατέβηκε από το άλογο, σταμάτησε τον Τσιατσιάνη και του έδειξε το ένταλμα της σύλληψής του. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Τσιατσιάνης, του πέρασε τις χειροπέδες. Ταυτόχρονα διέταξε έναν από τους σουβαρήδες να πάρουν τον τρουβά με τα τεφτέρια, τα οποία αφού τα έδεσαν με χοντρό σπάγγο και τα σφράγισαν με βουλοκέρι ,τα τοποθέτησαν μέσα στο μάρσιπο (δερμάτινη θήκη) της σέλας του αλόγου του λοχία.

   Ο Τσιατσιάνης μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στα Μπιτώλια, όπου προφυλακίστηκε. Έγινε έλεγχος των βιβλίων και οι εκλεκτές έμειναν έκπληκτοι από το μέγεθος των ατασθαλιών. Λένε ότι ξόδεψε έναν τενεκέ λίρες για να αθωωθεί, αλλά δεν πέτυχε τίποτε. Τελικά καταδικάστηκε σε πολυετή κάθειρξη, αλλά στάθηκε τυχερός. Αποφυλακίστηκε μετά από δύο χρόνια, το Δεκέμβριο του 1908, εξαιτίας της γενικής αμνηστίας που είχε δοθεί από τους Νεότουρκους μετά το Χουριέτ. Έστρεψε στη Σέλιτσα, αλλά από τότε χάθηκε εντελώς από τη δημόσια ζωή. Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, αφού γνώρισε τη γενική περιφρόνηση.

   Μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση του Τσιατσιάνη ξανάγιναν κοινοτικές εκλογές. Μουχτάρης εκλέχτηκε ο Δημ. Μουχτούρης και κοινοτικοί σύμβουλοι οι Δημ. Μανιός, Δημ. Γρηγοριάδης και Αθαν. Φασούλας. Στη διάρκεια της θητείας τους που κράτησε ως τον Ιανουάριο του 1909, η Σέλιτσα ξαναβρήκε την κοινωνική της γαλήνη.

   Όσον αφορά τώρα στο ζήτημα της ομόνοιας και της συμφιλίωσης των αντιμαχομένων μερίδων η αλήθεια είναι ότι, σχεδόν πάντοτε, ήταν φαινομενική και πολύ επιφανειακή. Μίσος και φατριασμός μάλιστα είχε παρουσιαστεί και μεταξύ των ιερέων της Σέλιτσας.

Για μια ακόμα φορά όμως οι αντιμαχόμενες παρατάξεις  είτε από φόβο της τιμωρίας που είχε απειλήσει ο Ζιάκας, είτε από τη συνειδητοποίηση της κρισιμότητας των περιστάσεων, έδειξαν μονοιασμένες, με αποτέλεσμα η Σέλιτσα από την ημέρα εκείνη, δηλαδή αρχές Δεκεμβρίου 1906, ως το Καλοκαίρι του 1908 μπήκε σε ένα πρωτόγνωρο αγωνιστικό ρυθμό. Είχε μεταβληθεί σε μια κυψέλη, που το κάθε μέλος της πρόσφερε αγόγγυστα «το κατά δύναμιν». Το εντυπωσιακό είναι ότι όλοι μικροί – μεγάλοι είχαν αποβάλλει κάθε προηγούμενο φόβο ή ενδοιασμό και τον είχαν μετατρέψει σε ενθουσιασμό και διάθεση προσφοράς.

Πέλκα-Pelekanos_KozanisBy Cyverius - Transferred from el.wikipedia to Commons by MARKELLOS

Πέλκα-Πελεκάνος_Kozanis By Cyverius - Transferred from el.wikipedia to Commons by MARKELLOS

   Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικές δραστηριότητες των κατοίκων γιατί είναι αδύνατον να αναφερθούμε με λεπτομέρειες σε όλα όσα γίνονταν καθημερινά για το καλό του αγώνα:  1) Ορίστηκαν συγκεκριμένα άτομα ως υπεύθυνοι αποθηκάριοι και φύλακες των αποθηκών των πολεμοφοδίων. Για την αποθήκη της Παλιοκόζιανης διατηρήθηκε ο Βασίλειος Κωνστάντους. Αυτός, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ήταν υπεύθυνος για την παραλαβή και την παράδοση των όπλων και των φυσιγγίων. Μαζί του συνεργάζονταν οι Γεώργιος Βέλκος του Νικολάου και Κάτανος Αθανάσιος του Νικολάου.

   2) Για την αποθήκη που είχε δημιουργεί το 1905 ύστερα από υπόδειξη του Βάρδα στου «Σιμώτα την Τρύπα» στην περιοχή Δοβαμιστίου, διορίστηκαν άλλοι υπεύθυνοι.

   Tον Αύγουστο 1904 η τότε Επιτροπή της Σέλιτσας που συνεργαζόταν με την Επιτροπή της Σιάτιστας, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δηλώσει ο Παύλος Μελάς, δέχτηκε να υποδείξει κατάλληλα πρόσωπα από την Πέλκα που θα αποτελούσαν τον πυρήνα της τοπικής οργάνωσης και από τη Σέλιτσα που θα αναλάμβαναν το έργο να επικοινωνούν με τους Πελκιώτες.

Τα πρόσωπα εύκολα μπορούσαν να βρεθούν, αλλά δυσκολίες παρουσίαζε η εύρεση αξιόπιστης και σοβαρής δικαιολογίας για τη συνεργασία αυτή, γιατί, όπως έχει ήδη τονιστεί, την εποχή εκείνη οι πάντες κατέχονταν από μεγάλο φόβο και τρόμο και κάθε αδικαιολόγητη συχνή επαφή προσώπων θεωρούνταν ύποπτη.

   Τελικά ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις, σαν ιδανική λύση βρέθηκε το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στο Δοβαμίστη. Από όλα τα μέλη της παραπάνω Επιτροπής για λόγους ασφαλείας συνεργάζονταν μυστικά και ιδιαίτερα, ως το 1908, μόνο οι Πελκιώτες Ανδρέας Σιόντας ως πληροφοριοδότης και ο Κ. Λαγγίτας ως αγγελιοφόρος και από τους Σελιτσιώτες μόνο ο ηγούμενος Γαβριήλ ως συντονιστής και οι Θ. Πλιάτσιαρης ως μεταφορέας όπλων και σύνδεσμος και Κ. Σαμαράς ως πληροφοριοδότης και μεταφορέας μηνυμάτων μεταξύ Σέλιτσας και Πέλκας.

   Οι τέσσερις παραπάνω καλυπτόμενοι πίσω από την παρουσία των υπολοίπων, κινούνταν ελεύθερα και συνεργάζονταν άψογα, δίχως να κινήσουν καμιά υποψία. Όλες τους τις κινήσεις τις κάλυπταν πίσω από τη δικαιολογία ότι φροντίζουν για θέματα του μοναστηριού. Την ημέρα του Αγίου Ανδρέα, σε συνάντηση στο σπίτι του Σιόντα που γιόρταζε, σκέφτηκαν να εφαρμόσουν το παρακάτω πανέξυπνο τρόπο συνεννόησης. Για ευνόητους λόγους προκαθόρισαν τρία διαφορετικά σημεία συνάντησης γύρω στο ποτάμι, επειδή ήταν Χειμώνας και το ανέβασμα ως το μοναστήρι ήταν κουραστικό μέσα στα χιόνια και στους πάγους. Έπειτα πήγαν στον Άγιο Νικόλαο (στο ποτάμι) και από ένα μέρος του τοίχου του αυλόγυρου έβγαλαν τέσσερις πέτρες και τις ξανάβαλαν στη θέση τους. Φρόντιζαν να στερεώνονται πολύ καλά ώστε να είναι αδύνατο να πέσουν μόνες τους.

   Την προκαθορισμένη ημέρα και ώρα ο Πλιάτσιαρης ή ο Σαμαράς πριν πάει στο μοναστήρι, περνούσε δήθεν από τον Άγιο Νικόλαο για να ανάψει τα καντήλια και με τρόπο κοιτούσε στον τοίχο του αυλόγυρου στις συγκεκριμένες πέτρες. Αν ήταν βγαλμένη μόνο η μία σήμανε ότι πέρασε από εκεί ο Σιόντας ή ο Λαγγίτας και με το βγάλσιμο της πέτρας τον ειδοποιούσαν ότι τόπος συνάντησης θα ήταν το πρώτο καθορισμένο μέρος. Αν έλειπαν δύο, τόπος συνάντησης θα ήταν το δεύτερο μέρος κ.ο.κ. Αν ήταν βγαλμένες και οι τέσσερις πέτρες σήμανε ότι έπρεπε να ανεβεί στο μοναστήρι. Αν, τέλος, εύρισκε τις πέτρες απείραχτες τότε γύριζε στη Σέλιτσα γιατί αυτό ήταν σημάδι ότι υπήρχε κάποιος κίνδυνος ή ότι δεν μπόρεσε να έρθει κανείς εξαιτίας κάποιου σοβαρού λόγου.

   Αντίθετα οι Πελκιώτες αν  περίμεναν στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης κάποια λογική ώρα και δεν φαινόταν ο Πλιάτσιαρης ή ο Σαμαράς, πήγαιναν στον Άγιο Νικόλαο κι αν έβλεπαν σβησμένα τα καντήλια και κυρίως αυτό που ήταν μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας καταλάβαιναν ότι κάτι συμβαίνει και έφευγαν.

   Λόγω της συχνής αλλά προπάντων αιφνιδιαστικής εμφάνισης του τουρκικού στρατού και κυρίως των ειδικών δυνάμεων καταδίωξης Avci Tabur (Σώμα κυνηγών) που είχαν οργανώσει και εκπαιδεύσει με ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά όλοι οι Σελιτσιώτες κτίστες (ντουβαρτζήδες) και εργάτες προσφέρανε εθελοντική προσωπική εργασία. Βάσει καταστάσεως έβγαιναν για 2-3 μέρες εκ προτροπής από 10-15 άτομα που διασκορπίζονταν σε απόσταση που να ακούει ο ένας τη φωνή του άλλου από τις «Καραπούλες» κι επάνω ή στον Κάμπο και στο Μπούφο κι έκαναν ότι δουλεύουν.

   Άριστη επίσης δουλειά έκαναν και οι μυημένοι βοσκοί που έβοσκαν τα πρόβατά τους σε κάποιο υψωματάκι κοντά στο χωριό ή οι γεωργοί  που πήγαιναν σκόπιμα στο χωράφι τους και  για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους έκαμναν πως δούλευαν ή καθάριζαν το χωράφι από τις πέτρες ή άνοιγαν κανένα αυλάκι..

   Η άγρυπνη αυτή παρακολούθηση των κινήσεων του τουρκικού στρατού από την Άνοιξη ως το Φθινόπωρο γινόταν νύχτα μέρα. Όταν έβλεπαν τουρκικό απόσπασμα ή κάποια ύποπτη κίνηση η είδηση έφτανε σε ελάχιστα λεπτά από το Παλιούρι ή το Μπούφο ως την Παλιόχωρα στο μυχό του Συνάσκιου.

   Επίσης με την υπόδειξη του Βάρδα και του Ζιάκα κατασκευάστηκαν αρκετοί κρυψώνες σε αρκετά σπίτια (Πλατσιάρη, Καζαντζή, Κορμά, Μπαζίου, Κόλια, Ζιάμου, Χατζητζήκου).  Κάθε κρυψώνα είχε και το δικό της τύπο και σχέδιο. Άλλες ήταν έξω από το σπίτι, κάτω από αυλές, κήπο, θυμωνιές από ξύλα, χόρτα, κοπριά κλπ., άλλες μέσα στο σπίτι, κάτω από στάβλους, αχυρώνες, κελάρια, τζάκια, μαγειριά κλπ. Όλη η προσοχή, η ευστροφία και η αρχιτεκτονική έμπνευση δινόταν στην είσοδο της κρυψώνας. Αλλού ήταν μια σκοτεινή καταπακτή, σκεπασμένη με χοντρή πλάκα που την έκανε αθέατη ο όγκος της κοπριάς ή του άχυρου ή του χόρτου που ήταν από πάνω.

   Εκ περιτροπής δέχονταν στα σπίτια τους τα «καταλύματα», δηλαδή δυο-τρεις ή περισσότερους αντάρτες (ανάλογα με το πόσο μεγάλο σπίτι είχε ο καθένας). Τα σπίτια που συνήθως προτιμούνταν ήταν που  βρίσκονταν ήταν αυτά που βρίσκονταν περιμετρικά στην άκρη του χωριού για να μπορούν εύκολα οι αντάρτες να εγκαταλείπουν τα καταλύματα και να καταφεύγουν στο βουνό σε ασφαλή λημέρια. Πολλές φορές σε ώρα ανάγκης οι αντάρτες έφευγαν αθέατοι περνώντας από τις πορτούλες (παραπόρτια) που υπήρχαν σε όλα σχεδόν τα σπίτια για να επικοινωνούν μεταξύ τους, δίχως να χρειάζεται να βγει κανείς στο δρόμο.

   Οι σπιτονοικοκύρηδες φύλαγαν καραούλια, φύλαγαν δηλαδή στην άκρη του χωριού, μήπως έρχονταν κάποιο τουρκικό απόσπασμα.  Παρά τις σχολαστικές έρευνες του τουρκικού στρατού σε όλα τα σπίτια δεν συνέβη ποτέ κανένα ατύχημα ούτε πιάστηκε αιχμάλωτος κανένας αντάρτης.

   Εκτός από τις οικογένειες που δέχονταν καταλύματα, υπήρχαν και άλλες που έκαναν τραπέζι συχνά σε καπεταναίους και οπλαρχηγούς (Πηταίοι, Ζιαμαίοι, Τσιουλεκαίοι, Στρεμπαίοι, Σιαφαραίοι κλπ).

   Από τις διαπροσωπικές αυτές σχέσεις δημιουργήθηκαν στενοί δεσμοί φιλίας ανάμεσα σε Σελιτσιώτες και Κρητικούς, κυρίως αντάρτες. Μερικές μάλιστα απ’ αυτές κατέληξαν σε κουμπαριές. Για τη συνήθεια αυτή της βάπτισης βρεφών από αντάρτες γράφει πολλά ενδιαφέροντα ο Ιωάννης Καραβίτης.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στη μάχη στο Παλιοχώρι Αμυνταίου όπου σκοτώθηκε ο καπετάν Φούφας γι' αυτό και το χωριό πήρε το σημερινό όνομά του, τραυματίστηκε σοβαρά στην κοιλιά ο Κρητικός Μιχάλης Κοκκινάκης. Από το Μπλάτσι με μουλάρι τον μετέφερε με φρικτούς πόνους που ούρλιαζε ο Πάντος Τσιόρκας κατά το μεσημέρι και ο γιατρός Λουκάς Χατζηϊωαννίδης συνεννοήθηκε να τον πάνε στου Νικολάκη του Μπάτζιου  το σπίτι, που ήταν ετοιμόγεννη η γυναίκα του. Η κίνηση αυτή έγινε σκόπιμα. Ο γιατρός Λουκάς είχε ειδική  γραπτή άδεια από το μπέη της Νεάπολης, με τον οποίο ήταν προσωπικοί φίλοι, να μη μπαίνει ποτέ Τούρκος στρατιώτης στο σπίτι που βρισκόταν ο γιατρός και εξέταζε άρρωστο με τη δικαιολογία ότι ο άρρωστος αυτός ήταν συνήθως γυναίκα (ο Λουκάς ήταν χειρούργος γυναικολόγος). Επιπλέον ο γιατρός είχε πάντοτε ακόλουθό του έναν έμπιστο ένοπλο βαλαά που στεκόταν έξω από την εξώπορτα όση ώρα ο γιατρός  ήταν μέσα στο σπίτι και απαγόρευσε την είσοδο σε κάθε Τούρκο δείχνοντας το χαρτί με την υπογραφή του μπέη. Τη χρονιά που περιγράφουμε ακόλουθος του γιατρού ήταν ο καλοκάγαθος βαλαάς Κιαμήλ.

   Επειδή λοιπόν ο Κοκκινάκης βογκούσε από τους πόνους τον πήγαν στο σπίτι της επιτόκου γυναίκας του Μπάτζιου, που τη συμβούλεψε να βογκάει κι αυτή δυνατά όσο μπορούσε. Έτσι το βογκητό του Κοκκινάκη και της ετοιμόγεννης γυναίκας μπερδεύονταν και δεν κινούσαν υποψίες.  

   Ο Λουκάς το ίδιο απόγευμα χειρούργησε τον τραυματία και την ίδια νύχτα γέννησε και η γυναίκα, οπότε το πρωί δεν ακούγονταν βογκητά.

   Ο Κιαμήλ μισομεθυσμένος από τα ρακιά που του είχαν κεράσει όλη τη νύχτα, το πρωί όταν είδε το Νικολάκη 9πατέρα του νεογέννητου) τον ρώτησε με μεγάλη αφέλεια: «Ωρέ Νικόλα άκουα καλά ή μι φαίνονταν; Όλις τις ώρις απού βραδίς μια άκουα φουνές απού γυναίκα κι μια άκουα φουνές απού άντρα. Άλλες φουρές πάλι ανακατουμένις. Δεν μπορώ να του εξηγήσου». Τότε ο Νικολάκης με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο και με πολλή πειστικότητα απάντησε: «Άρα Κιαμήλ κι σ’ είχα για έξυπνουν Η γυναίκα μ’ έκαμιν πιδί (αγόρι ). Κι οι Ρουμιές όταν γιννούν πιδί έχ’ν πότι σφάχτ’ θηλ’κον κι πότι σιρνκόν (αρσενικό). Όταν είνι θηλ’κός   φουνάζν μι γυναίκα φουνή κι όταν εχν σιρνκόν ουρλάνζν μι αντρίκια φουνή. Κατάλαβις τώρα». «Αμ’ έτσ’ πέμι να καταλάβου, γιατί είπα κι ιγώ...», απάντησε ο εύπιστος Βαλαάς.

Δεξιά Αντώνης(παππους0 αρισ.Διαμαντής.jpg

Μακεδονομάχοι ο Διαμαντής Κάτανος (δεξιά), Θανάσης Κάτανος (αριστερά) ως εθελοντές με αρχηγό τον οπλαρχηγό κρητικό Γύπαρη τις 4 Νοεμβρίου του 1912 πολέμησαν τους Τούρκους στο Καλονέρι.

   Ο Κοκκινάκης ως πότε να επουλωθεί το τραύμα του φιλοξενήθηκε διαδοχικά για είκοσι περίπου μέρες στο σπίτι του Μπάτζιου, στου Δημητρίου Σιόγκα και των αδερφών Κώτσιου και Βασίλη Κορμά, που ήταν γειτονικά και μπορούσαν να τον μεταφέρουν εύκολα. Όταν έγινε καλά εξέφρασε την επιθυμία να βαφτίσει το νεογέννητο, επειδή γεννήθηκαν μαζί το ίδιο βραδύ, όπως είπε χαριτολογώντας. Η πρόταση έγινε ευχαρίστως δεκτή και ο Μιχάλης Κοκκινάκης με δύο-τρείς φίλους του κατέβηκαν το ορισμένο Σάββατο από τα Νάματα (Πιπιλίστα) που ήταν το σώμα τους και την Κυριακή 15 Οκτωβρίου 1907 το πρωί έβγαλαν τις στολές τους (το μανδύα του Μακεδονομάχου) ντύθηκαν με κοινά ρούχα και ανακατεμένοι μέσα στο νεοφώτιστο ο νουνός έδωσε το όνομά του «Μιχαήλ». Ήταν ο μετέπειτα καπνομεσίτης και κοινοτικός παράγοντας της Εράτυρας Μιχάλης Μπάτζιος του Νικολάου. Μετά τη βάφτιση ήταν τόση η χαρά του Κοκκινάκη ώστε όταν έφτασαν στο παζάρι έξω από την τουρκική Αστυνομία, δίχως να λογαριάσει τον κίνδυνο να αναγνωριστεί από την Κρητική του προφορά, όρμισε με το μπουκάλι στο χέρι για να κεράσει ρακή στους ζαπτιέδες. Ευτυχώς τον πρόλαβε ο Τιούλτς (Δημήτριος) ο Τζούμας, που ήταν «παζαρίσιος) και γνωστός με τους χοροφύλακες. Έτρεξε του πήρε το μπουκάλι από το χέρι και είπε στους ζαπτιέδες: "Παιδιά σας κερνάει «ου νουνούς» κι να τουν συμπαθάτι γιατί είνι μούτους κι δεν ουμιλάει». Όταν επέστρεψαν στο σπίτι έγινε γλέντι τρικούβερτο. Από τότε ο νουνός επισκεπτόταν συχνά το βαφτισιμιό του ως το καλοκαίρι του 1908 που τελείωσε ο Μακεδονικός Αγώνας. Λίγο αργότερα ο Κοκκινάκης πήγε στην Αμερική απ’ όπου εξακολούθησε να στέλνει στο Μιχάλη δώρα και χρήματα (επιταγή) μέσω της Κοινότητας ως το 1915 περίπου, οπότε χάθηκαν τα ίχνη του.

   Οι ραφτάδες και οι τσαγκάρηδες και οι άλλοι επαγγελματίες δούλευαν ακατάπαυστα για τις ανάγκες των αντρών των σωμάτων. Οι φούρνοι τροφοδοτούσαν τα σώματα με το απαραίτητο ψωμί. Τέλος γνωρίζουμε ότι υπήρχαν και γυναίκες που όχι μόνο έπλεναν και μπάλωναν τα ρούχα των ανταρτών, αλλά σε ώρα ανάγκης μετέφεραν και πολύτιμα, άκρως εμπιστευτικά μηνύματα σε οπλαρχηγούς ή Επιτροπές των γύρω χωριών.

   Τα είσοδα της Επιτροπής Αγώνα ήταν συνήθως  πολύ συνήθως περιορισμένα. Κύρια πηγή προέλευσής τους ήταν οι εισφορές και οι δωρεές των  που έστελνε το Προξενείο Μοναστηρίου και το Μακεδονικό Κομιτάτο.    Στην περίοδο του Ζιάκα (1907-1908) στην Επιτροπή περιήλθε και το κέρδος από την ενοικίαση της δεκάτης..     Με όλα αυτά τα έσοδα διατηρούνταν μικρό ταμείο με το οποίο η Επιτροπή κάλυπτε τα απολύτως αναγκαία έξοδα των διερχομένων σωμάτων (τρόφιμα, επιδιόρθωση υποδημάτων και στολών, περίθαλψη τραυματιών κ.λπ.).        

Τέλος η παρακάτω συνήθεια, πραγματικά εντυπωσιακή, δείχνει την εξυπνάδα και την ευρηματικότητα της Επιτροπής για να αυξήσει τα έσοδά της.

   Οι παπάδες καθώς περνούσαν κάθε πρωτομηνιά από όλα τα σπίτια του χωριού εισέπρατταν προαιρετικές ενισχύσεις για τον αγώνα που τις παρέδιναν στον Πρωτοσύγκελο Παπαθωμά. Ειδικά την πρώτη Δεκεμβρίου πληροφορούσαν τις οικοδέσποινες ότι τα παιδιά στα  «Κόλιαντα» (Κάλαντα) μαζί με το τραγούδι θα λένε στο τέλος «Κόλιαντα για τουν παπά». Οι συνθηματικές αυτές λέξεις σήμαιναν ότι κάθε νοικοκυρά μπορούσε να δώσει ό,τι είχε ευχαρίστηση για τον Αγώνα, όχι μονάχα σε χρήμα αλλά και σε είδος (μάλλινες κάλτσες, κουκούλες, γάντια κλπ.).Τα μεγάλα παιδιά στο Σχολείο τα ορμήνευε σχετικά ο δάσκαλος Δημήτριος Κίτσιος, μέλος της Επιτροπής.

   Το Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου και γενικά το Συνάσκιο ως ορμητήριο, αλλά και ασφαλές καταφύγιό τους όχι μόνο μονάχα εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης, αλλά και της τέλειας διοργάνωσης των κατοίκων και κυρίως των οργάνων (αγωγιατών, οδηγών, αγγελιοφόρων, πληροφοριοδοτών κλπ.) που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στις μετακινήσεις, την επικοινωνία και τον εφοδιασμό των σωμάτων.

   Στο μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου πέρασαν και φιλοξενήθηκαν όλα σχεδόν τα ανταρτικά σώματα που ανέβηκαν στη Δυτική Μακεδονία και πολέμησαν στα Κορέστια, στο Μορίχοβο και στην περιοχή της Κορυτσάς. Κατά γενική ομολογία πρόσφερε πράγματι ανεκτίμητες υπηρεσίες λόγω της γεωγραφικής του θέσης. Είναι κτισμένο σε τοποθεσία αθέατη από τον κάμπο της Σέλιτσας, στη χαράδρα που οδηγεί στο Συνάσκιο. Από τη χαράδρα της Λεπτοκαρυάς επικοινωνεί με το Κοντσκό (Γαλατινή), τη Σιάτιστα, αλλά και με τον κάμπο των Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδας). Στη Βόρεια και Βορειοδυτική πλευρά του μοναστηριού υψώνεται ο κύριος όγκος του όρους Συνάσκιου, με αμέτρητα ασφαλή καταφύγια όπου κατέφυγαν σε ώρα ανάγκης, αλλά και ανάπαυλας τα κουρασμένα ανταρτικά σώματα. Το ιστορικό μας μοναστήρι ήταν επίσης ο τόπος όπου προσφέρονταν οι πρώτες βοήθειες σε τραυματίες και ασθενείς πριν προωθηθούν στη Λάρισα. Οι γέροι μας μολογούσαν ότι οι σανίδες στα πατώματα της παλιάς Κούλιας του Αγίου Αθανασίου ήταν σκούρα (μαύρα) από τα αίματα που είχαν στεγνώσει επάνω τους.  

   Το Συνάσκιο υπήρξεν ο τόπος που προφύλαξε αποτελεσματικά τον Τσόντο Βάρδα από τη μανιώδη καταδίωξη των τουρκικών αποσπασμάτων, αλλά και το βουνό με τις πάμπολλες φυσικές κρύπτες (σπηλιές) (Πηγαδάκια, Σκασμάδα, Καζανάκια, Δρακότρυπα κ.α.) που χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκες όπλων και πυρομαχικών τα οποία στη συνέχεια προωθούνταν στα πεδία των μαχών της Βόρειας Μακεδονίας. Στις πλαγιές του από την Άνοιξη ως το Φθινόπωρο λειτουργούσαν οι στρούγκες των Καταναίων, Παπαναστασαίων, Κορμάδων, Παπαφώτηδων και άλλοι και έσφυζαν από ζωή. Οι στρούγκες αυτές υπήρξαν ασφαλή και φιλόξενα καταφύγια όπου οι πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι άντρες των ανταρτικών σωμάτων εύρισκαν τροφή και ξεκούραση.

   Πρόσφατα (Άνοιξη 2004) στη διάρκεια των εργασιών ανακαίνισης της νεότερης Κούλιας αποκαλύφτηκε τεράστια «κρυψάνα» (κρύπτη) κάτω από την κεντρική είσοδό της που χωρούσε δεκάδες άντρες. Η ύπαρξή της ήταν άγνωστη ως τώρα, δείγμα κι αυτό της απόλυτης μυστικότητας με την οποία εργαζόταν ο ηγούμενος του μοναστηριού και η Επιτροπή της Σέλιτσας. Τέλος στο Μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου ουδέποτε εγκαταστάθηκε μόνιμα τουρκική φρουρά, όπως και πάλι εσφαλμένα έχει γραφεί.

Brogg;ista Kaloneri.you tube Premium.jpg

Βρογγίστα- Καλονέρι

       Γεγονότα του 19907

       Η κατάσταση που επικρατούσε στις αρχάς του 1907

   Το 1907 χαρακτηρίζεται ως κρίσιμο έτος για το βουλγαρικό Κομιτάτο. Οι αποτυχίες του στη Μακεδονία δημιούργησαν σοβαρή κρίση και διχόνοια στις τάξεις των ηγητόρων του και οι προεκτάσεις τους έφταναν ως τη βουλγαρική Κυβέρνηση. Άρχισαν να αναζητούνται ευθύνες και οι μεν κατηγορούσαν τους δε, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί άγριος εσωτερικός αγώνας μεταξύ των διαφόρων παρατάξεων του Κομιτάτου, και να παρουσιαστεί γενική παρακμή στις δραστηριότητές του, παρόλο που στη Δυτική Μακεδονία υπήρχαν δεκαεφτά τσέτες. Οι δραστηριότητες τους όμως ήταν μηδαμινές και περιορίζονταν κυρίως σε επιδρομές εναντίον των χωριών, όπου βιαιοπραγούσαν και εκτελούσαν άοπλους Έλληνες χωρικούς.

   Ο φόβος τους να συγκρουστούν με τα ελληνικά σώματα, πολύ δε περισσότερο με τον τουρκικό στρατό, ήταν ολοφάνερος. Απόδειξη της δειλίας τους αποτελεί το γεγονός ότι κατά την ημέρα οι τσέτες προσποιούνταν τους χωρικούς, εμφανίζονταν σαν αθώοι και φιλήσυχοι γεωργοί και βοσκοί και τη νύχτα συγκροτούσαν συμμορίες και επιδίδονταν σε τρομοκρατικές ενέργειες.

 Για την περιοχή μας πολύ σημαντικό γεγονός θεωρήθηκε ο θάνατος του Μήτρου Βλάχου. Η ανακούφιση που ένιωσαν οι κάτοικοι ήταν μεγάλη γιατί ο διαβόητος λησταντάρτης κομιτατζής ήταν μάστιγα των Ελλήνων. Σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους κοντά στη Ζουπάνιστα (Λεύκη) στις 22 Φεβρουαρίου /5 Μαρτίου 1907.

   Από την πλευρά των Ελλήνων στις αρχές, αλλά και σε όλη τη διάρκεια του 1907, ο Αγώνας στο βιλαέτι Μοναστηρίου συνεχιζόταν με την ίδια δραστηριότητα του προηγουμένου έτους. Έλληνες και Σέρβοι συνέχισαν να σφυροκοπούν αμείλικτα τους εξαρχικούς, με αποτέλεσμα πολλά χωριά να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία και στο Πατριαρχείο.

   Ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλήνων και Βουλγάρων απέβαινε σαφώς υπέρ των πρώτων. Τα σώματα Καραβίτη - Βολάνη στην περιοχή Μοριχόβου έδιναν ηρωικούς αγώνες με απαράμιλλη ανδρεία εναντίον των Τούρκων που διέθεταν πολύ υπέρτερες δυνάμεις και προκαλούσαν το φόβο στους κομιτατζήδες και το θαυμασμό στους ελληνόφωνες κατοίκους της περιοχής, παρόλο που δεν έμεναν ευχαριστημένοι από την συμπεριφορά των ντόπιων καπεταναίων. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Μπλατσιώτης Χρήστο Αργυράκο (καπετάν Μπαστή), Ηλία Κούντουρα (καπετάν Φαρμάκη) και το Λάζο Αποστολίδη από τη Ζουπάνιστα. Εναντίον τους οι κάτοικοι της περιοχής μας πολύ συχνά εξέφραζαν παράπονα και τους κατηγορούσαν για εκβιασμούς και ανάρμοστη συμπεριφορά.

 Εντελώς απρόσμενα όμως παρουσιάστηκαν διαταραχές στη διοίκηση του Μακεδονικού Κομιτάτου στην Αθήνα. 

   Ο μέχρι τότε Πρόεδρος του Δημ. Καλαποθάκης, Διευθυντής της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ» από τραγικό και ασυγχώρητο λάθος δημοσίευσε ότι δολοφονήθηκε ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, αντί για το σωστό που ήταν ο Μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος. Και το λάθος αυτό έγινε ακόμη τραγικότερο όταν δημοσίευσε και νεκρολογία του Γερμανού Καραβαγγέλη, όπου εκθείαζε την εθνική του δράση. Η δημόσια αυτή αποκάλυψη των δραστηριοτήτων του Καραβαγγέλη δεν εξέθεσε στις τουρκικές Αρχές μόνο τον ίδιο, που αναγκάστηκε σε παραίτηση, αλλά και το Πατριαρχείο, απ’ το οποίο ο Μέγας Βεζίρης Φερήτ πασάς απαίτησε την άμεση μετάθεσή του από την Καστοριά, πράγμα που τελικά έγινε στα τέλη του ίδιου χρόνου.

   Πρώτα-πρώτα οι Άγγλοι και οι Ρώσοι διπλωμάτες τον απέκλεισαν από το Διοικητικό Συμβούλιο της Καστοριάς, στο οποίο δικαιωματικά συμμετείχε, σύμφωνα με τα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ Πορθητής στην Εκκλησία των Ελλήνων. Στη συνέχεια του απαγόρευσαν εντελώς να βγαίνει από την Καστοριά και να κάνει περιοδείες. Όλα αυτά έγιναν στις αρχές του 1907.

   Ο Πατριάρχης για να περισώσει την αξιοπρέπεια του Καραβαγγέλη δεν τον μετέθεσε αλλά τον κάλεσε στην Κων/πολη με το αιτιολογικό ότι τον διόρισε μέλος της Ιεράς Συνόδου. Στα τέλη Απριλίου 1907 ο Καραβίτης επέστρεψε στην Ελλάδα.

   Στις 10 Απριλίου 1907 πέρασε τα σύνορα στο Βελεμίστι το νέο σώμα του καπετάν Φούφα με 35 άντρες. Ο Φούφας θυμίζουμε ότι ερχόταν στη Δυτική Μακεδονία για δεύτερη φορά. Ένας από τους οπλαρχηγούς του ήταν ο Νικόλαος Ανδριανάκης. Από το γνωστό πλέον δρομολόγιο πέρασε από τη Σέλιτσα στις 12-13 Απριλίου με προορισμό, αυτή τη φορά, να αναλάβει την αρχηγία των σωμάτων της περιοχής Βιτσίου.

   Για αρκετές μέρες περιπλανήθηκε στην περιοχή Κλεισούρας-Λεχόβου-Στρεμπένου, αλλά εξαιτίας της παρουσίας πολλών τουρκικών αποσπασμάτων υποχρεωτικά κινήθηκε προς το Μπλάτσι. Εκεί πήρε εντολή από το Κέντρο να προσβάλει το χωριό Εμπόριο Πτολεμαΐδας στο οποίο κρύβονταν κομιτατζήδες.

   Η επιχείρηση έγινε στα τέλη Απριλίου και στέφθηκε από επιτυχία. Σκοτώθηκαν περίπου 15 κομιτατζήδες και κανένας από τους Έλληνες αντάρτες του Φούφα. Μετά την επιτυχία αυτή το ελληνικό σώμα κατέφυγε στα λημέρια του Συνάσκιου, της Πιπιλίστας, του Λεχόβου και του Μουρικιού.

DSC08233.JPG

Από αριστερά: Οι οπλαρχηγοί Καραβίτης, Μπολάνης και Μακρής

     Η μάχη στο Παλαιοχώρι. Ο θάνατος του Φούφα.

  Ο Αρχηγός Ζιάκας μόλις πληροφορήθηκε την παρουσία του Φούφα στην περιοχή της Σέλιτσας, ανέθεσε την επιτήρηση των Καστανοχωρίων στην ομάδα του Ηλία Δεληγιαννάκη και ο ίδιος με 25 άντρες έσπευσε να συναντηθεί μαζί του. Η συνάντηση των δύο αρχηγών έγινε έξω από το Λέχοβο στα υψώματα του Μουρικιού. Αποφάσισαν να επιτεθούν μαζί κατά του χωριού Παλαιοχώρι, όπου κρύβονταν κομιτατζήδες, αλλά υπήρχαν και επικίνδυνοι πράκτορες.

  Η επιχείρηση αυτή πράγματι έγινε τη νύχτα της 7ης προς την 8η Μαΐου 1907. Μέσα στο χωριό έγινε σκληρή αναμέτρηση από σπίτι σε σπίτι όπου ήταν οχυρωμένοι οι κομιτατζήδες. Οι απώλειες ήταν σοβαρές κι από τις δύο μεριές. Επτά Έλληνες έχασαν τη ζωή τους και πολλοί τραυματίστηκαν. Μεταξύ των νεκρών ήταν και ο καπετάν Φούφας, ενώ μεταξύ των τραυματιών ο οπλαρχηγός Νικόλαος Ανδριανάκης. Είχε σοβαρό τραύμα στο πόδι και μεταφέρθηκε στη Σέλιτσα για θεραπεία από το χειρούργο γιατρό Λουκά Χατζηϊωαννίδη.

  Ο Ζιάκας όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα περιμάζεψε τα υπολείμματα του σώματος του αδικοσκοτωμένου Φούφα και κατευθύνθηκε προς τα Καστανοχώρια. Ο θάνατος του Φούφα διαδόθηκε αμέσως και λύπησε ιδιαίτερα αυτούς που τον είχαν γνωρίσει, γιατί ήταν από τα λίγα παλικάρια που είχαν πάνω τους και γενναιότητα μεγάλη και πατριωτισμό άφταστο. Αργότερα το Παλαιοχώρι μετονομάστηκε σε «Φούφας» προς τιμή του λαμπρού καπετάνιου.

  Μετά το θάνατο του Φούφα κανένα αξιόλογο ελληνικό σώμα δεν υπήρχε στα Κορέστια. Έτσι ο Ζιάκας παρέμεινε ο μόνος υπερασπιστής της περιοχής μας. Ευτυχώς σε λίγο (αρχές Ιουνίου) κατέφτασαν τα σώματα Παπαβιέρου (Καπετάν Γκούρα) και Θειάφη (καπετάν Φλάμπουρα), με 40 άντρες το καθένα και συνάντηθαν με το Ζιάκα στις «Πόρτες» του Συνάσκιου.

   Ο θάνατος του Αμπντουλά 

  Ο τραυματίας οπλαρχηγός Νικόλαος Ανδριανάκης παρέμεινε στη Σέλιτσα για τη θεραπεία του σοβαρού τραύματός του τουλάχιστον ως τα τέλη Ιουνίου 1907. Εκτός από τον Ανδριανάκη και τον Μιχάλη Κοκκινάκη, στη Σέλιτσα νοσηλεύτηκαν και 2-3 άλλοι τραυματίες της μάχης του Παλαιοχωρίου, οι οποίοι επέστρεψαν στην Ελλάδα. Σημειώνουμε επίσης ότι: Ο Δημήτριος Ανδριανάκης, που σκοτώθηκε στη Βρογγίστα στις 24 Νοεμβρίου 1904, ήταν ο πρώτος ξάδερφος του οπλαρχηγού Νικ. Ανδριανάκη. Ο καπετάν Ανδριανάκης έτρεφε άσπονδο μίσος κατά των κατοίκων της Βρογγίστας, αλλά και γενικότερα των Τούρκων, τους οποίους έσφαζε παντού με μεγάλη ευκολία.

   Στη διάρκεια της θεραπείας του ο Ανδριανάκης φιλοξενήθηκε διαδοχικά σε αρκετά σπίτια, στου Βασίλη Σιαπέρα, του Χρηστού Τζάρου, Του Νικόλα Πήτα, του Παπανώτα, του Στρέμπα, του Θόδωρου Τζήκα και του Παπαδαφίνη.

Ο Αμπντουλάς ήταν βαλαάς, αγροφύλακας στη Βρογγίστα, 45 περίπου ετών. Η καταγωγή του ήταν από το Κρύφτσι (Κιβωτός Γρεβενών). Ήταν παντρεμένος στη Βρογγίστα με την κόρη του Τσιουμπέρη. Ήταν καλοκάγαθος, απονήρευτος και αφελής αρκετά. Ερχόταν συχνά στη Σέλιτσα και είχε φιλικές σχέσεις με πολλές οικογένειες.

   Ο Αμπντουλάς, λοιπόν, όπως συνήθιζε ήρθε στη Σέλιτσα μια Πέμπτη πρωί με τον ανήλικο γιο του Αλή-Ρετζέπ (Ρέσο). Ήταν τέλη Μαΐου ή αρχές Ιουνίου του 1907. Πήγαν πρώτα στο σπίτι του Διαμαντή Βαρού (Μπαρού) όπου ο Αμπντουλάς ήπιε καφέ και ρακή. Έπειτα σηκώθηκε και είπε ότι βιάζεται για να πάει στου Νικόλα του Πήτα το σπίτι για να ζητήσει μερικά φυτά από ζαρζαβατικά. Όταν έφτασε η Νικόλαινα (Κατερίνα, κόρη του Διαμαντή Βαρού) είχε φουρνίσει ψωμί και επειδή ήταν έγκυος στον Αντώνη, που γεννήθηκε λίγο αργότερα, τη βοηθούσε η αδερφή της (Ματή τ΄Κουτσιουβίν), μικρό κορίτσι τότε. Ο Αμπντουλάς κάθισε στο χαγιάτι και άρχισε να μιλάει δυνατά, όπως συνήθιζε, και να εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής του. Την ώρα που πήγε η Νικόλαινα να βγάλει από τα σπορεία τα φυτά, μπήκε στην αυλή ο Μπλατσιώτης Θανάσης Πιπιλιάγκας, που την εποχή εκείνη έμενε στη Σέλιτσα στου Γιάννη του Γκουτζιούλα το σπίτι. Είδε τον Αμπντουλά και μπήκε μέσα για να δώσει στον Ανδριανάκη κάποιες αλοιφές και γιατρικά για το τραύμα του που είχε ετοιμάσει ο γιατρός Χαράλαμπος Αναστασιάδης. Ο Ανδριανάκης που φοβήθηκε από προδοσία και είχε ανησυχήσει, ρώτησε να μάθει ποιος είναι στην αυλή και μιλάει τόσο δυνατά. Όταν άκουσε ότι ήταν Τούρκοι βαλαάδες από τη Βρογγίστα, όπου σκότωσαν τον ξάδερφό του, αγρίεψε και αποφάσισε να τους σφάξει οπωσδήποτε. Παρακάλεσε μάλιστα να τον βοηθήσουν ο καπετάν Στέφος, που έτυχε να είναι παρών εκείνη την ημέρα, ο Πιπιλάγκας και ο Παπαχαντζιάρας που είχε πάει να τον επισκεφθεί μαζί τους   Βασίλη και Νικολάο Κορμά και Μιχαλή Κέπα.

   Δίχως να το καλοσκεφτούν κατέβηκαν όλοι μαζί στην αυλή (ο Ανδριανάκης κουτσαίνοντας), όρμησαν επάνω στους σαστισμένους βαλαάδες πατέρα και γιό, τους έδεσαν στο στόμα και τους οδήγησαν στον «μπαχτσέ», όπου ο Ανδριανάκης μόνος του τους έσφαξε με το κρητικό μαχαίρι που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του. Την οικογένεια Πήτα την είχε κλείσει μέσα στο σπίτι για να μην ιδεί τη σκηνή του φόνου. Μόνο η Ματή παρακολούθησε τη σφαγή κρυμμένη πίσω από το φούρνο. Από εκεί έτρεξε στο μέρος όπου η έγκυος αδερφή της έβγαζε τα φυτά. Την πρόλαβε την ώρα που είχε τελειώσει και ήταν έτοιμη να γυρίσει στο σπίτι. Για να μη τρομάξει την οδήγησε στου Νικόλα του Τσουτσούλα το σπίτι, όπου έμεινε και τις δύο επόμενες μέρες. 

   Στο μεταξύ ο Ανδριανάκης και η παρέα του, ό,τι δεν είχε σκεφτεί πριν από τη σφαγή, άρχισε να το σκέφτεται μετά απ’ αυτή. Συγκεκριμένα δεν είχαν προβλέψει ποιος θα σήκωνε τα πτώματα, που θα τα εξαφάνιζαν και πως θα δικαιολογούσαν την απουσία των βαλαάδων στους συγγενείς τους, που σίγουρα θα έρχονταν να τους αναζητήσουν. Έπρεπε συνεπώς να ενεργήσουν αστραπιαία και όλα έπρεπε να γίνουν το πολύ στη διάρκεια της ερχόμενης νύχτας. Φανερά θορυβημένοι έστειλαν και κάλεσαν τους Γιάννη Λάμπρου, Θωμά Καρπούζα, Θόδωρο τς Κατιρίνους (Τζήκα) και Θανάση Φάκα για να συζητήσουν το επείγον θέμα.

   Παρενθετικά και πάλι θεωρούμε απαραίτητο να σημειώσουμε ότι όλοι σχεδόν οι Σελιτσιώτες που κατατάσσονταν ω; οπλίτες στα διάφορα σώματα (Βάρδα, Ντόγρα, Στέφου, Αργυράκου, Κούντουρα, Τσιαχστήρα, Ανδριανάκη, Ζιάκα κ.λ.π.) δεν παρέμεναν μόνιμα, αλλά εποχιακά και περιοδικά, δηλαδή υπηρετούσαν για ένα-δύο ή περισσότερους μήνες και κατόπιν επέστρεφαν στο χωριό, κυρίως τους θερινούς μήνες για τις γεωργικές εργασίες και πάλι ξανάβγαιναν αντάρτες. Μόνον οι Νικ. Κόλιας, Βασ. Χειμάρας, Δημ. Καραμήτσιος, Χρήστος Ζωϊδης και Νικ. Δερβένης υπηρετούσαν σχεδόν αδιάκοπα από την αρχή του Μακεδονικού Αγώνα ως το 1908 κάτω από τις διαταγές διαφόρων οπλαρχηγών και κυρίως του Ντόγρα, του Αποστολίδη, του Μπαστή, του Κούντουρα και του Στέφου.

   Ύστερα από ανταλλαγή γνωμών αποφάσισαν να τους τυλίξουν σε κιλίμια και να τους μεταφέρουν μέσα σε «κουσιόργια» (πλεχτά μεγάλα κοφίνια από βέργες ιτιάς) με κοπριά για να συγκρατεί τις σταγόνες από το αίμα που είχε απομείνει. Χωρίς να χάσουν χρόνο τους φόρτωσαν σ’ ένα μουλάρι του Διαμαντή Ζιάμου. Τη μεταφορά την ανέλαβαν οι Θανάσης Φάκας και Βασίλειος Κορμάς. Αρχικά αποφάσισαν να τους θάψουν στα αμπέλια στην «Ξυνήθρα», αλλά φοβήθηκαν μη τυχόν ξεθάψουν τα πτώματα τα τσοπανόσκυλα. Τελικά πήρε το μουλάρι μόνος του ο Φάκας και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι, που στο μεταξύ είχε πέσει πυκνό. Που ακριβώς τους πήγε και πως τους εξαφάνισε δεν έγινε ευρύτερα γνωστό. Πολλοί είπαν ότι τους πήγε και τους έριξε στη «Σκασμάδα».

   Την άλλη μέρα χαράματα ήρθαν οι συγγενείς του Αμπντουλά στου Διαμαντή του Βαρού το σπίτι και ζήτησαν να μάθουν τι απέγινε ο Αμπντουλάς, γιατί όταν είχε φύγει από τη Βρογγίστα τους είχε πει ότι θα ερχόταν σ’ αυτόν. Ο Διαμαντής τους είπε ότι πράγματι πέρασε από το σπίτι του, του ζήτησε ψωμί και τυρί και έφυγε. Δεν του είπε όμως που θα πήγαινε.

   Οι συγγενείς έφυγαν ανήσυχοι και στενοχωρημένοι και πήγαν στο Λιαψίστι όπου κατάγγειλαν την εξαφάνιση. Την επόμενη κιόλας ημέρα ‘έφτασε στην Σέλιτσα κ κατής (ειρηνοδίκης) με ένα τουρκικό απόσπασμα με επικεφαλής έναν Τουρκαλβανό, τον Αλμάζ, ο οποίος ήξερε πολύ καλά τα ελληνικά, αλλά σκόπιμα έλεγε ότι μιλούσε μόνο τουρκικά για να ακούει στη διάρκεια της ανάκρισης τι θα έλεγαν γύρω του οι Σελιτσιώτες.

   Μόλις το έμαθαν όσοι είχαν αναμιχτεί στην υπόθεση Αμπμντουλά εξαφανίστηκαν για κάμποσες μέρες στο Συνάσκιο και στην Πιπιλίστα μέχρις όπου ηρέμησαν τα πράγματα.

   Ο κατής μόλις μπήκε στο χωριό διέταξε να κλείσουν αμέσως όλα τα μαγαζιά και κάλεσε τον Αντώνιο Καραμήτσιο, που τότε ήταν Πρόεδρος της Κοινότητας, τον Αριστείδη Σιαφάρα, (γνωστός με το παρατσούκλι Φουρλάτος), τον Πρωτοσύγκελο και το Διευθυντή του Σχολείου Δημ. Κίτσιο και τους ανακοίνωσε ότι είχε διαταγή να κάψει τη Σέλιτσα και να σκοτώσει τους Διαμαντή Βαρό, Παναγιώτη Ζιάμο, Δημήτριο (Μήτρο) Ζιάμο, Νικόλα Πήτα, Γούλα Μπαλόγιαννο (Γεώργιο Βαγιάτη), Θωμά Βαγιάτη, Γιώργο Τσιάμη και Θανάση Κουτσονικόλα. Τα ονόματα αυτά είχαν αναφέρει οι συγγενείς του Αμπντουλά ότι είχαν αναμιχτεί στην εξαφάνιση.

    Σημειώνουμε ότι ο Μήτρος Ζιάμος και ο Γούλας Μπαλόγιαννος ήταν πρόσωπα με τα οποία ο Αμπντουλάς είχε πολύ καλές φιλικές σχέσεις γι’ αυτό και ο Νικόλας Γκέκας τους ορμήνεψε εγκαίρως να πουν (αν ο κάτης τους καλούσε για μάρτυρες) ότι τον Αμπντουλά τον συνάντησαν έξω από τη Σέλιτσα με ένα γεμάτο τορβά στον ώμο να τραβάει κατά το ποτάμι και απόρησαν που δεν πήγαινε προς τη Βρόγγιστα. Για να γίνουν μάλιστα πιο πιστευτοί τους καθόρισε και το σημείο που υποτίθεται ότι έγινε η συνάντηση ώστε να συμφωνούν απόλυτα οι καταθέσεις τους.

   Ο Καραμήτσιος που δεν ήξερε καλά τα τουρκικά σε κάθε ερώτηση του κατή απαντούσε «ναι». Οι άλλοι που άκουγαν αντιλαμβάνονταν ότι τα πολλά «ναι» ήταν σε βάρος του χωριού και ο Τούρκος ανακριτής ήταν έτοιμος να διατάξει τη σύλληψή και ίσως την εκτέλεση των Σελιτσιωτών που προαναφέραμε.

   Τότε φάνηκε η ευστροφία και η γενναιότητα πρώτα του Νικόλα Γκέκα και κατόπιν  του Αριστείδη Σιαφάρα και του Κίτσιου, που μιλούσαν άπταιστα τα τουρκικά. Μέσα στην αναταραχή ο Γκέκας φώναξε «Κατή αφέντη, ο Πρόεδρος μας δεν καταλαβαίνει τα τουρκικά και πολλές φορές απαντάει κουτουρού «ναι», ενώ κανονικά πρέπει να πει «όχι». Ο Τούρκος δικαστής που το είχε καταλάβει αυτό διέταξε να έρθει μπροστά του αυτός που φώναξε. Ο Γκέκας ψύχραιμος παρουσιάστηκε και με θάρρος λέει στον κατή: "Γιατί ρωτάς αφέντη αυτόν που δεν ξέρει τίποτα και δεν ρωτάς εμένα που είμαι ντραγάτης και μέρα νύχτα γυρίζω έξω από το χωριό καθώς και τους καρδιακούς φίλους του Μήτρο Ζιάμο και Γούλα Μπαλόγιαννο; Εγώ είδα τον Αμπντουλά και την Αλή πριν κάνα δύο βράδια να τραβούν κατά του Ντράνουβου, κι όταν τους ρώτησα που πάνε, μ΄είπαν ότι θέλουν να παν στο Μπογατσκό, αλλά δεν ήξεραν αν το ποτάμι είχε πολύ νερό. Εγώ πάντως τους είπα να παν από το γιοφύρι της Σμίξης».

   «Κι εγώ τους είδα προχτές το βράδυ πέρα από το Ντράνουβου καθώς έρχουμαν από το παζάρι της Χρούπιστας» συμπλήρωσε ο Σιαφάρας στα τουρκικά.

   Ο Τούρκος δικαστής ρώτησε στη συνέχεια τους συγγενείς του Αμπντουλά αν πράγματι ο Ζιάμος και ο Μπαλόγιαννος ήταν καλοί φίλοι του μακαρίτη. Εκείνοι το επιβεβαίωσαν και ο κατής πήρε τον καθένα χωριστά και τον ανέκρινε. Όταν είδε ότι συμπίπτουν οι καταθέσεις τους έμεινε σκεπτικός.

   Η ανάκριση έκλεισε με την επέμβαση του Σιαφάρα (Φουρλάτου), ο οποίος τράβηξε απόμερα τον κατή του έχωσε στη τσέπη 15 λίρες κι έπειτα είπε φωναχτά σε άπταιστα τουρκικά: «Αφού έχουμε δυο αξιόπιστους μάρτυρες που ήταν καρδιακοί φίλοι του και βεβαιώνουν ότι πατέρα και γιο τους είδαν κατά του Ντράνουβου, το χωριό μας είναι αθώο. Πρέπει να εξετάσετε και το ενδεχόμενο να πνίγηκαν καθώς περνούσαν το Λιαψιανό ποτάμι» (έτσι ήταν γνωστός ο Αλιάκμονας).

   Κάτι μουρμούρισε ο κατής κι έφυγε με το απόσπασμά του δίχως να πειράξει κανένα.

   Όλη αυτή η ανέλπιστη εξέλιξη που πήραν τα πράγματα μετά το φόνο του Αμπντουλά και κυρίως οι απειλές του συγγενικού του περιβάλλοντος ότι θα πάρουν εκδίκηση, δημιούργησαν ένα κλίμα φοβίας στους Σελιτσιώτες και κυρίως στην οικογένεια Πήτα, που λέγεται ότι είχε πάρει την απόφαση να μετακομίσει στη Λάρισα. Οι συγγενείς όμως του Αμπντουλά διαβεβαίωσαν το Νικόλα και τους συγγενείς του ότι δε μνησικακούν εναντίον τους κι ότι η δική τους οικογένεια είναι έτοιμη να μετακομίσει στη Βέροια, όπως και έγινε.

   Ωστόσο όμως η εκδικητική μανία και το μίσος παρέμεινε σε πολλούς συγγενείς, φίλους και συγχωριανούς του Αμπντουλά.

     Ο Σελιτσιώτης κασσιτερωτής μπάρμπα-Γιάννης Τάχος μονολογούσε ότι το 1913, (μικρό παιδί τότε) όταν πήγε με το αφεντικό του να γανώσουν στο τουρκοχώρι Πυλαρί, μπήκε σ’ ένα σπίτι για να ζητήσει σκεύη για γάνωμα. Όταν όμως η χανούμισσα σπιτονοικοκυρά άκουσε ότι είναι από τη Σέλιτσα τον έδιωξε με βρισιές και απειλές: Φύγε από μπροστά μου παλιογκιαούρη. Όταν ακούω το όνομα του χωριού σου θυμάμαι το θάνατο του αδερφού μου Αμπντουλά…Αν δώσει ο Αλλάχ και ξανάρθει το τουρκικό για 24 μόνο ώρες θα πάω στο χωριό σου και θα βάλω φωτιά απ’ όλες τις τις μεριές…». Ο καημένος ο μπάρμπα-Γιάννης έφυγε κατατρομαγμένος. Είχε πέσει επάνω στη παθιασμένη αδερφή του Αμπντουλά.

 

 

 

 

 

bottom of page