ΠΥΛΗ ΚΑΤΑΝΟΥ
ΑΜΦΙΑΡΑΕΙΟΝ ΟΝΕΙΡΟΜΑΝΤΕΙΟΝ - ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΟΝ
Μεταξύ Αττικής και Βοιωτίας προς το μέρος του σημερινού Ωροπού βρίσκεται το μαντείο-θεραπευτήριο του Αμφιαράου, κρυμμένο μέσα σε μια βαθιά ρεματιά χωρίς ορίζοντα, με πλούσια βλάστηση. Το θαυμάσιο τοπίο του ιερού περιβάλλεται με πεύκα, πικροδάφνες, πλατάνια και με ιαματική πηγή.
Η γεωμορφολογία του ιερού χώρου μας παραπέμπει στον αρχέγονο μύθο του ηρώος Αμφιαράου. Ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Επτά επί Θήβας» μας εξιστορεί τα γεγονότα που έγιναν αίτια για την ίδρυση του ιερού. Ο Αμφιάραος ήταν γιός του Οικλέους και εγγονός του μάντη θεραπευτή (κλικ) Μελάμποδος. Ο Αμφιάραος βασίλευσε στο Άργος μαζί με τον Άδραστο, του οποίου την αδελφή Εριφύλη νυμφεύτηκε. Κάποτε ο Πολυνείκης, γιός του Οιδίποδος, εκδιώχτηκε από τον αδελφό του Ετεοκλή, ήρθε στο Άργος και ζήτησε βοήθεια για να καταλάβει την Θήβα. Ο Αμφιάραος ως μάντης που ήταν, αρνήθηκε να πάει επειδή ήξερε πως όσοι έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία αυτή θα εφονεύοντο, εκτός από τον Άδραστο.
Ο Αμφιάραος συμβούλεψε την γυναίκα του Εριφύλη να μη φανερώσει που βρίσκεται ο ίδιος και να μη δεχθεί δώρο από τον Πολυνείκη. Όμως ο Πολυνείκης εξαπάτησε την Εριφύλη χαρίζοντάς της το φημισμένο περιδέραιο της Αρμονίας, της γυναίκας του βασιλέως της Θήβας, Κάδμου. Ο Αμφιάραος αναγκάστηκε να εκστρατεύσει με τους άλλους έξι αρχηγούς. Πριν φύγει όμως για τον πόλεμο παρότρυνε τα παιδιά του, τον Αμφίλοχο και τον Αλκμαίωνα, όταν ενηλικιωθούν να σκοτώσουν την μητέρα τους και να εκστρατεύσουν κατά των Θηβών. Όπως προέβλεψε ο Αμφιάραος εφονεύθησαν οι στρατηγοί εκτός του Αδράστου.
Ο Αμφιαράος μετά την αποτυχία της εκστρατίας των Επτά επί Θηβάς, φεύγοντας από την Αττική, την ώρα που ο διώχτης του ετοιμαζόταν να τον σκοτώσει, άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Αργότερα ο ήρως ξαναβγήκε στην επιφάνεια ως θεός - ιατρός, εκεί οι Ωρωπίοι έχτισαν προς τιμή του, ιερό, μαντείο και θεραπευτήριο. Στο κεντρικό κλίτος του ιερού υπήρχε μαρμάρινο άγαλμα του Αμφιαράου που είχε τον τύπο του όρθιου Ασκληπιού.
Ο Αμφιάραος καθώς υποχωρούσε με το άρμα του προς την Αττική τη στιγμή που ο διώκτης του ο Περικλύμενος ετοιμαζόταν να τον σκοτώσει, ο Ζεύς ρίχνει τον κεραυνό του, άνοιξε η γη και τον κατάπιε μαζί με το άρμα του και τον ηνίοχό του. Ο Αμφιάραος κατέβηκε στον Άδη άτρωτος και τέθριππος. Δεν είχε παρέλθει όμως πολύς χρόνος και ο ήρωας αναδύθηκε από το χάσμα του εδάφους, από τι οποίο ανέβλυζε νερό.
Από την ιερή πηγή ξεκίνησε η λατρεία του Αμφιαράου. Σ’ αυτήν τίποτε δεν θυσίαζαν, ούτε χρησιμοποιούσαν το νερό της για καθαρμούς. Όταν όμως κάποιος θεραπευόταν κατόπιν μαντείας που του δόθηκε, υπάρχει η συνήθεια να ρίχνει ασημένια ή χρυσά νομίσματα στην πηγή. Με την προσφορά ο θεραπευόμενος αντάμειβε τον θεό για την ευεργεσία. Σήμερα όταν κάνουμε μία ευχή ρίχνουμε νομίσματα σε κρήνες. Το νερό της ιερής πηγής του Αμφιαράου αναβλύζει κατά καιρούς σε μια μακρόστενη δεξαμενή κοντά στο βωμό.
Από ήρωας ο Αμφιάραος, τώρα έγινε θεός, με την ειδικότητα του μάντη και του θεραπευτή. Στο μυθικό παρελθόν υπήρχαν περιπτώσεις ηρώων που τιμήθηκαν ως θεοί, όπως ο Τροφώνιος της Λειβαδιάς (κλικ ).
Εκεί λοιπόν όπου εξεβράσθηκε ο Αμφιάραος, ιδρύθηκε μεγαλοπρεπής ναός με ονειρομαντείο και θεραπευτήριο φέροντας το όνομά του. Από τον Ηρόδοτο και τον Στράβωνα μαθαίνουμε ότι ο Αμφιάραος αρχικά λατρεύτηκε στη Θήβα. Το θηβαϊκό Αμφιαράειον έχασε την φήμη του από τον 5ο αι. π.Χ. Κάποιος ευλαβής Ορώπιος πήρε χρησμό να ιδρύσει νέο ιερό στην τοποθεσία όπου θύμιζε την εξαφάνιση του ήρωος βαθιά στη γη. Στα τέλη του 5ου π.Χ. αι. ιδρύθηκε το Αμφιαράειον του Ωρωπού. Δίπλα στην ιερή πηγή κτίστηκε επιβλητικός βωμός μνημειακής όψης (4,60 Χ 8,90 μ.), που μόνο σώζεται μόνο το κάτω μέρος. Στο χώρο υπάρχουν και δύο βωμοί παλαιότερης εποχής.
Στο υπερκείμενο χώρο του βωμού υπάρχουν ίχνη λαξευμένων ειδωλίων τα οποία προοριζόταν για τους θεατές της θυσίας. Ο βωμός ήταν αφιερωμένος σε διάφορες θεότητες, ήρωες και συζύγους ηρώων, όπως στους Ηρακλή, Δία, Απόλλωνα, Ερμή, Αφροδίτη, Αθηνά, Πανάκεια, Ιασώ, Υγεία, Αμφίλοχο και τα παιδιά του, ενώ ο Αλκμαίων δεν τιμάται επειδή διέπραξε το σχετικό έγκλημα με την Εριφύλη. Τέλος υπάρχει αφιέρωση για τις Νύμφες, τον Πάνα καθώς και για τους ποταμούς Αχελώο και Κηφισό.
Η συστηματική ανασκαφή που άρχισε το 188 από την Αρχαιολογική Εταιρεία με την εποπτεία του αρχαιοδίφη και εφόρου Βασιλείου Λεονάρδου, κράτησε ως το 1929 αποκαλύπτοντας πολλά μνημεία και επιγραφές και μας έδωσε σπουδαίες πληροφορίες σχετικά με την λατρεία του Αμφιαράου και την ακτινοβολία του στον αρχαίο κόσμο. Οι επιγραφές και τα ανάγλυφα που ανακαλύφθηκαν επιβεβαιώνουν την ακριβέστατη περιγραφή του Παυσανία για την λειτουργία του Αμφιαράειου.
Σε μικρή απόσταση δυτικά από τον μεγάλο βωμό βρίσκονται τα ερείπια του μεγάλου ναού του Αμφιαράου του 4ου αι. π.Χ. Η θεμελίωση του ναού έχει διαστάσεις 29 Χ 14 μ. Στην πλευρά της εισόδου υπήρχε πρόναος με έξι δωρικούς κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Πίσω από την κιονοστοιχία της πρόσοψης υπήρχε ο πρόδρομος με μαρμάρινους πάγκους στους τοίχους για να αναπαύονται οι επισκέπτες και κατόπιν ο σηκός ο οποίος ήταν χωρισμένος σε τρία κλίτη, με δύο σειρές από ραβδωτούς ιωνικούς κίονες τοποθετημένους σ’ όλο το μήκος του σηκού. Στο κεντρικό κλίτος υπήρχε μαρμάρινο άγαλμα του Αμφιαράου που είχε τον τύπο του όρθιου Ασκληπιού.
Το άγαλμα σήμερα είναι ακρωτηριασμένο. Μπροστά από το άγαλμα βρισκόταν η μαρμάρινη τράπεζα προσφορών με την χρυσή φιάλη, όπου έκανε σπονδές ο ιερέας. Στο βάθος του σηκού υπήρχε το άδυτο για την φύλαξη λατρευτικών σκευών. Ο ναός ήταν κατασκευασμένος από ντόπιο ασβεστόλιθο. Στην αρχαιότητα ο ναός ήταν γεμάτος από αφιερώματα των πιστών, μικρά ομοιώματα μελών του ανθρώπινου σώματος που έχουν θεραπευτεί και νομίσματα κολλημένα με κερί όπως συμβαίνει και σήμερα στις εκκλησίες με τα τάματα. Σώζεται μόνο το βορειοδυτικό τμήμα του ναού γιατί το υπόλοιπο τμήμα του παρασύρθηκε από τον χείμαρρο Μαυροδήλεσι στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Το ποτάμι παρέσυρε τα ανάλημμα που συγκρατούσε τα χώματα πάνω στα οποία ήταν θεμελιωμένος ο ναός. Πριν χριστεί ο μεγάλος ναός υπήρχε ένας μικρός βορειότερα που συνυπήρχε με τον μεγάλο επί ένα τουλάχιστον αιώνα.
Ο μεγάλος βωμός μαζί με τους δύο μικρότερους ήταν αφιερωμένος σε πολλές θεότητες.
Από τα σημαντικότερα κτίσματα του Αμφιαράου είναι η Μεγάλη Στοά που χρησίμευε για την εγκοίμηση των αρρώστων. Το μήκος της ήταν 110 μ. με πλάτος 10,78 μ. Στην πρόσοψη είχε 41 πώρινες δωρικές κολόνες. Εκτός από την θεραπεία παρείχε και διαμονή των χρηστηριαζόμενων.
Το ρυάκι - χείμαρρος Μαυροδήλεσι διασχίζει τον αρχαιολογικό χώρο του Αμφιαραείου
Από τα σημαντικότερα μνημεία του Αμφιαραείου θεωρείται η Μεγάλη Στοά που
χρησίμευε για την εγκοίμηση των προσκυνητών. Όσοι έπασχαν από κάποια αρρώστια και ήθελαν να βρουν ίαση ή ήθελαν τη συμβουλή του Θεού για να λύσουν κάποιο πρόβλημα, ελάμβαναν χρησμό κατά την κοίμησή τους πάνω στην προβιά του κριού που θυσίαζαν αφού προηγουμένως είχαν κάνει αποχή από οινοποσία και μια ημέρα νηστεία. Μέσα στον ύπνο ο προσκυνητής δεχόταν σε όνειρο την συμβουλή του Θεού ή ακόμα και θεραπευόταν. Τα όνειρα τα ερμήνευαν οι ιερείς.
Η Μεγάλη Στοά χτίστηκε γύρω στα 350 π.Χ. Είχε μήκος 110,15 μ. και πλάτος 10,78 μ. Στην πρόσοψη είχε 41 πώρινους δωρικούς κίονες και στο εσωτερικό είχε 17 κίονες Ιωνικού ρυθμού, οι οποίοι χώριζαν το κτήριο στο μήκος σε δύο κλίτη. Στα δύο πέρατα της στοάς κατασκευάστηκαν δωμάτια διαστάσεων περίπου 10 Χ 5,5 μ. το κάθε ένα για την κοίμηση των αρρώστων και των χρηστηριαζομένων.
Η στοά είναι το πιο χαρακτηριστικό κτήριο της αρχαίας Ελλάδος. Εκτός από την ονειρομαντεία, η στοά χρησίμευε για την διαμονή των επισκεπτών, για την ανάπαυση και την συζήτηση. Ας μη λησμονούμε ότι η στοά ήταν συνδεδεμένη με τις κοινωνικές και πνευματικές συνήθειες των Ελλήνων. Στοές υπήρχαν και στις αγορές. Ο Πλάτων συζητούσε στη στοά, ο δε φιλόσοφος Ζήνων και οι διάδοχοί του χρησιμοποιούσαν την Ποικίλη Στοά για την διδασκαλία τους (Στωϊκοί Φιλόσοφοι).
Απαραίτητο θεραπευτικό στοιχείο του Αμφιαραείου ήταν τα λουτρά, για σωματικό καθαρμό και ψυχική εξυγίανση. Οι εγκαταστάσεις των λουτρών αποτελούνταν από το ανδρείο και το γυναικείο λουτρό. Το δάπεδο των λουτρών ήταν στρωμένο με λίθινες πλάκες και χαραγμένο για να μη γλιστράνε οι λουόμενοι. Υπήρχε υπόκαυστο δηλαδή κάτω από το δάπεδο κυκλοφορούσε ζεστός ατμός που διοχετευόταν από πολλές τρύπες μέσα στους λουτήρες. Το σύστημα αυτό (θέρμες) πέρασε στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς και αργότερα στους Οθωμανούς με τα λεγόμενα χαμάμ. Οι πάσχοντες πριν υποστούν θεραπεία, έπρεπε να κάνουν χρήση θερμού ή ψυχρού λουτρού, ανάλογα με την περίσταση. Σήμερα από τα λουτρά σώζεται μία δεξαμενή και δύο μεγάλες λεκάνες.
Λείψανα του θεάτρου. Διατηρήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της σκηνικής κατασκευής, μέρος του κοίλου καθώς και πέντε θρόνοι. Φαίνεται και το αναστηλωμένο προσκήνιο του θεάτρου. Κάθε ιερό και θεραπευτήριο είχε και το θέατρό του για θεατρικές, μουσικές και λογοτεχνικές εκδηλώσεις.
Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού το Αμφιαράειο εγκαταλήφθηκε. Μόνο ο χώρος των λουτρικών εγκαταστάσεων στα παλαιοχριστιανικά χρόνια ξαναχρησιμοποιήθηκε. Πάνω στα ερείπια των αρχαίων λουτρών χτίστηκε μια νέα λουτρική εγκατάσταση με επτά συνολικά δωμάτια σε σχήμα του γράμματος L. Δύο από τα δωμάτια είχαν χτιστούς πάγκους για να κάθονται εκείνοι που περίμεναν να λουστούν, άλλο είχε δεξαμενή νερού, και τα δύο είχαν υπόκαυστο (θέρμες).
Κάθε μαντείο και θεραπευτήριο είχε κατά γενικό κανόνα και το θέατρό του για μουσικές και λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Το θέατρο του Αμφιαραείου διαμορφώθηκε γύρω στα 190 π.Χ. και βρίσκεται ψηλότερα από τη Μεγάλη Στοά. Το κοίλον λαξεύτηκε στην πλαγιά του λόφου του οποίου σώζονται τα πώρινα εδώλια. Η στρογγυλή ορχήστρα έχει διάμετρο 12,36 μ. Στην ορχήστρα ο ιερεύς Νίκων τον 1ο αι. π.Χ. αφιέρωσε πέντε πλουσιοστολισμένους μαρμάρινους θρόνους. Όλοι τους έχουν την επιγραφή «Νίκων Νίκωνος ιερεύς γενόμενος Αμφιαράωι».
Η Κλεψύδρα : Μεγάλο υδραυλικό ρολόϊ
Δυτικά της Μεγάλης Στοάς υπάρχει μια σειρά από μνημειώδεις βάσεις αγαλμάτων. Τα αγάλματα όλα καταστράφηκαν, σώζονται μόνο οι βάσεις, τα βάθρα με χαραγμένες επιγραφές.
Απέναντι από την ορχήστρα υψώνεται η αναστηλωμένη κιονοστοιχία του προσκηνίου του θεάτρου με οκτώ δωρικές κολόνες. Ανάμεσα στους κίονες τοποθετούσαν πίνακες, οι οποίοι παρουσίαζαν ζωγραφισμένες τις παραστάσεις σχετικά με τα έργα που παίζονταν στο θέατρο. Πάνω από το προσκήνιο υπήρχε ένας εξώστης. Στα παλαιότερα χρόνια τα έργα παίζονταν στην ορχήστρα από τον χορό και τους ηθοποιούς. Από τον 2ο π.Χ. αι. ο χορός σχεδόν εξαφανίσθηκε, οι ηθοποιοί έπαιζαν τα έργα στον εξώστη της σκηνής.
Συνεχίζοντας την περιπλάνηση στον αρχαιολογικό χώρο του Αμφιαράειου δυτικά της Μεγάλης Στοάς υπάρχει μία σειρά από μνημειώδεις βάσεις αγαλμάτων. Τα αγάλματα όλα καταστράφηκαν, σώζονται μόνο οι βάσεις, τα βάθρα με χαραγμένες επιγραφές και μικρά γράμματα . Πρόκειται για αφιερώματα σημαντικών προσώπων και κατάλογοι νικητών αγώνων (Αμφιάρεια). Υπάρχουν επίσης στήλες με επιγραφές που αφορούσαν ψηφίσματα για την επισκευή του ιερού και τον Ιερό Νόμο που καθόριζε τον τρόπο διοίκησης του ιερού.
Εδώ πρέπει α εξηγηθεί πως στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας της Ελλάδος, οι Έλληνες, όπως είναι φυσικό, να φτιάξουν πολυέξοδα αγάλματα κάθε φορά που ήταν ανάγκη, για να τιμήσουν κάποιο πρόσωπο. Η συνηθέστερη λύση ήταν τούτη: διάλεγαν το βάθρο με το άγαλμα ενός προσώπου που δεν υπάρχει πια, έσβηναν την αφιερωματική επιγραφή και χάραζαν νέα με το όνομα του ανθρώπου που ήθελαν να τιμήσουν αφήνοντας απείραχτο το άγαλμα. Καμιά φορά προχωρούσαν περισσότερο. Αν το άγαλμα ήταν μαρμάρινο, κατάστρεφαν τα χαρακτηριστικά του και λάξευαν καινούρια ή ακόμα άλλαζαν εντελώς το κεφάλι. Έτσι λοιπόν όπου γίνεται λόγος για σβήσιμο αφιερωματικής επιγραφής και χάραξη στη θέση της νέας, πρέπει να έχουμε υπόψη μας αυτή η συνήθεια των αρχαίων, που οι ίδιοι την ονόμαζαν μετεπιγραφή. Από την τακτική αυτή δεν γλύτωσαν ούτε τα ενδοξότερα πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας. Ο Παυσανίας διηγείται πως στο πρυτανείο της Αθήνας είχε δει τις εικόνες του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους να έχουν χαραγμένα επάνω τους τα ονόματα ενός Ρωμαίου και ενός Θράκα, το ίδιο δε διηγείται ο Πλούταρχος για τα κολοσσιαία αγάλματα των βασιλέων Ευμένους και Αττάλου, τα οποία οι Αθηναίοι μετεπέγραψαν σε αγάλματα του Μάρκου Αντωνίου, του αντιπάλου του Οκταβιανού Αυγούστου.
Το μεγαλύτερο βάθρο του Ιερού ήταν εκείνο πάνω στο οποίο οι Ωρώπιοι είχαν στήσει τα αγάλματα των βασιλέων της Αιγύπτου Πτολεμαίου Δ´ του Φιλοπάτορος (221-204 π.Χ.) και της γυναίκας του Αρσινόης, από το οποίο μας σώθηκε ένα μέρος του μόνο η λειψή την αναθηματική επιγραφή: Βασίλισσαν Αρ[σινόην----]. Ο Πτολεμαίος, όπως ξέρουμε και από ψήφισμα που είναι χαραγμένο στο βάθρο τούτο, είχε δείξει κάποια εύνοια προς τον Ωρωπό, έτσι οι άρχοντες του δεν έχασαν καιρό για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους.
Οι αφιερωματικές επιγραφές των περισσοτέρων βάθρων, είναι χαραγμένοι στη θέση άλλων παλιότερων, οι οποίες σβήστηκαν. Ευθύς κατόπιν βλέπουμε ένα μακρόστενο πάλι βάθρο πάνω στο οποίο ήταν στημένο το έφιππο άγαλμα, κάποιου προσώπου που έζησε στον 3ο αι. π.Χ. Άλλο ένα δείγμα υποτελείας και παρακμής ήταν γύρο στο 42 π.Χ. όμως οι Ωρώπιοι έσβησαν την αφιερωματική επιγραφή και χάραξαν αυτήν που βλέπουμε: [ ο δήμος Ωρωπίων Κόϊντον Καιπίωνα Κοΐντου υιόν Βρούτον τον εατού σωτήρα και ευεργέτην Αμφιαράωι]. Ο Βρούτος που αναφέρεται εδώ είναι ένα από τα γνωστότερα πρόσωπα της ρωμαϊκής ιστορίας, ο δολοφόνος του Ιουλίου Καίσαρος, ο οποίος για τον φόνο αυτό τιμήθηκε ως τυραννοκτόνος. Η Αθήνα μάλιστα τίμησε αυτόν και τον συνεργάτη του Κάσσιο με αγάλματα που στήθηκαν, τιμή μοναδική και ανήκουστη, στην Αγορά, πλάι στα αγάλματα του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Ο Βρούτος τιμήθηκε κι αυτός ανένδοξα, όπως τόσοι άλλοι˙ από την αρχική αφιερωματική επιγραφή, η οποία χρονολογείται γύρω στο 240 π.Χ., σώζεται μόνο το όνομα του γλύπτη: Θοινίας Τεισικράτου Σικυώνιος εποίησεν.
Σύγχρονο με το βάθρο του Βρούτου (την πρώτη του χρήση) είναι αυτό που ακολουθεί και που έφερε το άγαλμα του Ηρακλείτου από την Αλικαρνασσό, ο οποίος, ποιητής ο ίδιος, υπήρξε φίλος του ποιητή Καλλιμάχου κατά τη μαρτυρία του Στράβωνος και του Διογένους Λαερτίου. Η επιγραφή του βάθρου είναι τούτη: Διογένης Ασκληπιάδου Αλικαρνασσεύς Ηράκλειτον τον αδελφόν Αμφιαράωι ανέθηκεν. Θοινίας Τεισικράτους Σικυώνιος εποίησεν.
Μετά το βάθρο του αγάλματος του Ηράκλειτου, στο πρώτο που σώζεται αφιερωματική επιγραφή είχε στηθεί το έφιππο χάλκινο, άγαλμα κάποιου σπουδαίου Έλληνα του 3ου αι. π.Χ., όμως οι Ωρώπιοι έσβησαν την αναθηματική επιγραφή και χάραξαν αυτήν που σώζεται σήμερα, με την οποία τιμούσαν τον Γαΐον Σκριβωνίον Κουρίωνο συνεργάτη του καταστροφέα Σύλλα. Η επιγραφή ως δείγμα υποτελείας λέει: Γαίον Σκριβώνιο Γαῒου υιόν Κουρίωνα τον εατών πάτρωνα. Ωρώπιοι Αμφιαράωι. Σώζεται επίσης το όνομα του γλύπτη από την πρώτη χρήση του βάθρου, του ίδιου που κατασκεύασε το άγαλμα του Τροιζήνιου Διομήδους: Ξενοφάνης εποίησε.
Οι Ωρώπιοι τιμούσαν τον Αμφιάραο κάθε πέμπτο χρόνο με μουσικούς, ποιητικούς, αθλητικούς και ιππικούς αγώνες (Μεγάλα Αμφιάρεια). Οι αγώνες ήταν πανελλήνιοι και έπαιρναν μέρος από όλη την Ελλάδα, Μικρά Ασία και την Κάτω Ιταλία. Οι αθλητικοί αγώνες διεξάγονταν στο στάδιο που πιθανότατα βρισκόταν μπροστά από την Μεγάλη Στοά. Ως ιππόδρομο χρησιμοποιούσαν την μικρή πεδιάδα βόρεια του Ιερού, το αυλοτόπι όπως το ονομάζουν οι ντόπιοι σήμερα, γεμάτη με καλλιέργειες κι αμπέλια.
Για να περάσει κανείς στη δεξιά όχθη του ποταμού υπήρχε μια γέφυρα, η οποία αργότερα καταστράφηκε. Στη μία άκρη της ήταν τα ανδρικά λουτρά, στην άλλη υπάρχει μία κλεψύδρα. Η Κλεψύδρα ήταν ένα μεγάλο υδραυλικό ωρολόϊ, υπόγειο κτίσμα με χτιστή τετράφωνη λεκάνη με νερό, επέπλεε ένα κομμάτι ξύλου. Στον πυθμένα της λεκάνης υπήρχε στενή τρύπα από την οποία άδειαζε με πολύ αργό ρυθμό το νερό από ένα κρουνό και προκαλούσε την πτώση της στάθμης του νερού παρασύροντας προς τον πυθμένα το κομμάτι του ξύλου με τον προσαρμοσμένο σ’ αυτό δείχτη, ο οποίος κατέβαινε κι’ αυτός σε αριθμημένη κλίμακα κι έδειχνε την ώρα πάνω στην κλίμακα. Παρόμοια κλεψύδρα υπήρχε και στην αρχαία Αγορά της Αθήνας.
Στην δεξιά όχθη που ήταν κατοικήσιμη περιοχή υπήρχαν ξενώνες, αγορά, αγορανόμιο, κατώγια δηλαδή ξενοδοχεία, για όσους ήθελαν να μείνουν περισσότερο καιρό. Από τις επιγραφές πληροφορούμεθα ότι υπήρχαν καπηλεία, μαγαζιά που εξυπηρετούσαν τους ξένους. Υπήρχαν ακόμη και εργαστήρια για να επισκευάσει κανείς τα υποδήματά τους. Ιδιαίτερη ζωντάνια αποκτούσε η δεξιά όχθη, όταν τελούσαν τα Μεγάλα Αμφιάρεια. Ο τόπος γέμιζε με ετερόκλητο πλήθος, με σκηνές, πάγκους και παραπήγματα. Κάτι σαν τα σήμερα πανηγύρια της Τεγέας και του Μυστρά.
Το παρθένο δάσος που περιβάλλει τον ιερό χώρο, στο παρελθόν δοκιμάστηκε πολλές φορές από τις πυρκαγιές των νεοβαρβάρων εμπρηστών. Όμως το Αμφιαράειον ως εκ θαύματος έμεινε άθικτο. Ο φανατισμός των πρωτοχριστιανικών αιώνων κι οι βαρβαρικές επιδρομές, αν και ερήμωσαν το Αμφιάρειον, εν τούτοις δεν μπόρεσαν να σβήσουν την ανάμνηση και τον μαγνητισμό του ιερού. Ως πότε όμως οι θεοί και οι νύμφες θα προστατεύουν τα δάση και τα διασωθέντα μνημεία του πολιτισμικής μας κληρονομιάς
Μαρμάρινος θρόνος του θεάτρου. Υπάρχουν πέντε και όλοι έχουν την ίδια αναθηματική επιγραφή "Νίκων Νίκωνος ιερεύς γενόμενος Αμφιαράωι".
Σ' αυτό το βάθρο η επιγραφή είναι ξαναχαραγμένη πάνω σε μία αρχαιότερη και τιμά τον Γναίο Κορνήλιο Λέντλο, Ρωμαίο ύπατο το 72 π.Χ. Ο Δήμος Ωρωπίου Γναίον Κορνήλιον Γναίον υιόν, Λευκίου οιωνόν Λέντλον, τον εαυτού Πάτρωνα και ευεργέτην Αμφιαράων και Υγίειαι.
Αναθηματικό ανάγλυφο του 4ου π.Χ. αι., μοναδικό για την παράσταση θεραπείας από τον Αμφιάραο ασθενούς που κοιμάται. Εθνικό Μουσείο Αθηνών
Το παρών άρθρο εκδόθηκε από το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ Τεύχος 32, 2003
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
«Το Αμφιάρειο του Ωρωπού», Βασιλείου Πετράκου, Εκδ. Κλειώ
«Αττικά «, Παυσανία, Νικολάου Παπαχατζή, Εκδοτική Αθηνών
«Ασκληπιός και Ασκληπιεία». Α Αραβαντινού, Λειψία 1907