ΠΥΛΗ ΚΑΤΑΝΟΥ
Η ΕΡΑΤΥΡΑ ΣΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ.
Πορτραίτο του Παύλου Μελά από το Γεώργιο Ιακωβίδη φιλοτεχνημένο πάνω στη φωτογραφία του Π. Μελά
Χρυσόστομος Καλαφάτης Σ μύρνης, θεολόγος, οργάνωσε σώματα Μακεδονομάχων. Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος βασανίσθηκε, τυφλώθηκε και διαμελίστηκε από τον τουρκικό όχλο βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό θάνατο.
Αρχηγός καπετάν Γεώργιος Τσόντος ή Βάρδας, στρατιωτικός και πολιτικός από την Κρήτη
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα, γινόμαστε μάρτυρες στον χώρο της εκπαίδευσης με τις σαρωτικές ρυθμίσεις και διατάξεις των ταγών του Υπουργείου Παιδείας οι οποίοι ξένης υπαιτιότητας, σβήνουν τη μνήμη, την ιστορία ενός τόπου και ξαναγράφουν την Ιστορία, σύμφωνα με την νέα προδοτική βιοπολιτική εξουσία που σχεδιάζει τη νέα ανακατανομή κυριάρχων και κυριαρχούμενων λαών.
Η εξάλειψη της μνήμης και της ιστορίας είναι η νέα μορφή πνευματικής υποδούλωσης. Αυτό που πολλοί ονομάζουν «γενοκτονία της μνήμης». Οι νέοι, όχι μόνο δεν θα ξέρουν από πού προέρχονται και προς τα πού οδεύουν, αλλά το χειρότερο είναι ότι οι Λαοί χάνονται, όταν χάσουν την ιστορική τους μνήμη. Το απόλυτο κενό ή ενδεχομένως να εγκατασταθεί κάποια μνήμη, εντελώς ξένη από εκείνη που σβήστηκε, οι νέοι θα ψάξουν για κηδεμόνες πνευματικής καλλιέργειας, τότε πρέπει οι γονείς να αποσκοπούν την προώθηση της αληθινής Ιστορίας, ώστε για να μην χειραγωγηθούν μέσω παραπλανητικών ή ύπουλων τακτικών.
Oι νεότεροι, πλέον δεν θα δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα την ιδιαίτερη πατρίδα τους, τα ιστορικά μνημεία του τόπου τους, τους Εθνικούς Αγώνες. Για να αγαπήσει κανείς τον τόπο του, πρέπει να αναζητήσει τις ρίζες του και να παραδειγματιστεί από τους έξοχους προγόνους του αλλά και να μαθαίνει από λάθη του παρελθόντος.
Για την ιδιαίτερη πατρίδα μου η Εράτυρα (Σέλιτσα) ως πηγές χρησιμοποίησα του αείμνηστου Γρηγορίου Βέλκου από την εμπεριστατωμένη μελέτη του Μακεδονικού ζητήματος στο πόνημα-βιβλίο του "Η Σέλιτσα και η περιοχή της στο Μακεδονικό Αγώνα",Θεσ/νίκη 2005, (Ο Γ. Βέλκος χρησιμοποίησε 13 αρχειακές πηγές και 197 δημοσιευμένες πηγές, απομνημονεύματα των Μακεδονομάχους και άλλα βιβλία) και του Αθανασίου Γιομπλάκη «Η Εράτυρα» . Θεσ/νίκη 1985.
Νικόστρατος Καλομελόπουλος. Γεννήθηκε στη Σύρο αξιωματικός και Μακεδονομάχος, που έδρασε κατά τον Μακεδονικό Αγώνα ώς καπετάν Νίδας
Γεώργιος Δικώνυμος-Μακρής. Από τα Σφακιά της Κρήτης. Από τους πρώτους Κρήτες εθελοντές στη Μακεδονία.
Γεώργιος Κατεχάκης. Στρατιωτικός και πολιτικός του 20ού αιώνα, βουλευτής, τρεις φορές Υπουργός Στρατιωτικών.Ήταν αρχηγός του σώματος των Κρητών Εθελοντών και έφερε το ψευδώνυμο «Καπετάν Ρούβας».
Το σκλαβωμένο Μοναστήρι ή Μπίτολια. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της κοιλάδας της Πελαγονίας στη ΠΓΔΜ. Από την Οθωμανική εποχή ήταν γνωστή ως η «πόλη των προξένων», δεδομένου ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν προξενεία στη Μπίτολα. Ο Ι. Δραγούμης διετέλεσε Υποπρόξενος. Φωτ. από το διαδίκτυο.
Ο Μακεδονικός Αγώνας υπήρξε ο πιο άγριος, σκληρός και ανελέητος πόλεμος από το 1904 ως το 1908 ανάμεσα στους Έλληνες και στους Βουλγάρους.
Ο φοβερός αυτός πόλεμος είναι ο πιο περίεργος της Ιστορίας μας, όχι μονάχα γιατί έγινε στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία κάτω από τα βλέμματα του Τούρκου κατακτητή που χαιρόταν αφάνταστα από το αλληλοφάγωμα δυο χριστιανικών λαών, που τελούσαν υπό την κυριαρχία του, αλλά κυρίως διότι προετοιμάστηκε μεθοδικά με σατανικά σχέδια από τους Βούλγαρους με την υποστήριξη των Ρώσων από το 1860.
Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν ξέσπασε έτσι ξαφνικά το 1904 γιαυτό πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Μακ. Αγώνας δεν διήρκησε τέσσερα αλλά σαράντα ή πενήντα χρόνια. (1860 ή 1870 – 1909). Σε όλο αυτό διάστημα η Βουλγαρία ξόδεψε μυθώδη ποσά για να πετύχει τους σκοπούς της. Μόνο για την περίοδο 1904 – 1908 δαπάνησε ένα δισεκατομμύριο χρυσά φράγκα.
Ο ιδιόμορφος αυτός αγώνας, τον οποίο πολλοί παρομοιάζουν με τον αγώνα του 1821, άργησε να γίνει ευρύτερα γνωστός, γιατί από το χαρακτήρα του έπρεπε να μένει κρυφός και να εξασφαλίζει στο μέγιστο βαθμό συνωμοτικότητα, γιατί είχε να αντιμετωπίσει τη δολιότητα των Βουλγάρων που επεδίωκαν τον αφελληνισμό της Μακεδονίας, την αγριότητα των Τούρκων, την ανθελληνική στάση των Ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων και τα προδοτικά των Ρουμάνων.
Την τελευταία τεσσαρακονταετία άρχισε να αποκαλύπτεται ολοένα και περισσότερο η αξία και η σημασία του Μακεδονικού Αγώνα χάρη στην δημοσίευση Προξενικών Αρχείων, Απομνημονευμάτων επιφανών Μακεδονομάχων (Γερμανού Καραβαγγέλη, Τσόντου Βάρδα, Ιωάννη Καραβίτη, Δικόνυμου Μακρή, Γύπαρη, Σταυροπούλου κ.α. ), στη διοργάνωση Επιστημονικών Συνεδρίων με πολύ ανακοινώσεις ιστορικών ερευνητών κ.λ.π.
Την προπαγάνδα και την ένοπλη δράση των κομιτατζήδων το οργάνωνε το βουλγαρικό Κομιτάτο και εξαπέστειλε στη Μακεδονία για τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων της.
. Οι κομιτατζήδες, προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους, προέβαιναν σε δολοφονίες κυρίως ιερέων, δασκάλων, γιατρών και προυχόντων, σε κάθε είδους ωμότητες και βαρβαρότητες και εγκληματικές πράξεις σε βάρος του αμάχου πληθυσμού.
Τα ένοπλα ελληνικά Σώματα τα οποία οργάνωναν οι Έλληνες αξιωματικοί κρυμμένοι πίσω από ψευδώνυμα, αλλά και απλοί Κρητικοί και Μακεδόνες. Κατάφεραν, ύστερα από σκληρούς αγώνες πεντέμισι χρόνων (1904—Καλοκαίρι 1908), πρώτον να ματαιώσουν τα βουλγαρικά σχέδια για τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και δεύτερον να προετοιμάσουν τους Έλληνες Μακεδόνες για τους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912—1913.
Πρέπει να αναφερθούμε εν συντομία σε μερικά γεγονότα μετά το 1850, μόνο και μόνο για να πληροφορηθεί ο αναγνώστης το πώς φτάσαμε στην ένοπλη άμυνα του ελληνισμού το 1904, να σχηματίσει μια σαφή εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στη Δυτική Μακεδονία (άρα και στην Εράτυρα) στις παραμονές του Μακ. Αγώνα (1902—1904) και τέλος να αντιληφθεί το ψυχολογικό κλίμα που είχαν δημιουργήσει στα χωριά μας τα όργια των Βουλγάρων, οι εκφοβισμοί, οι απειλές, τα φοβερά εγκλήματα και οι άγριες δολοφονίες σε βάρος των Ελλήνων Μακεδόνων.
Ρωσοτουρκικός ή Κριμαϊκός Πόλεμος (1853—1856)
Ο τσάρος της Ρωσίας Νικόλαος Α´ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας για να υποστηρίξει τους ορθόδοξους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που καταπιέζονταν. Το 1856 ο σουλτάνος υπόγραψε το «Χατι Χουμαγιούν» (Λαμπρό Διάταγμα) με το οποίο υποσχόταν την πλήρη ισότητα όλων των υπηκόων του χωρίς διάκριση γλώσσας, θρησκείας ή φυλής και τη λήψη μέτρων που θα έκανα την Τουρκία ευνομούμενο Κράτος.
Ενώ όμως μέχρι την εποχή εκείνη η Ρωσία πολεμούσε την Τουρκία για να υπερασπιστεί όλους τους υπόδουλους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής (χερσόνησος Αίμου), ξαφνικά άλλαξε πολιτική με ολοφάνερο ανθελληνικό προσανατολισμό. Δημιούργησε το ανύπαρκτο και εντελώς άγνωστο ως τότε Έθνος των Βουλγάρων και στα κατοπινά χρόνια έστρεψε όλο το ενδιαφέρον της στο πως θα δημιουργήσει ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος.
Ο γεωγραφικός χώρος που καταλαμβάνει σήμερα η Βουλγαρία, σε όλο το διάστημα της τουρκοκρατίας, ως το 1860, ονομαζόταν τόσο από τους Τούρκους, όσο και από τους Ευρωπαίους, Ρωμυλία και οι Βούλγαροι ποτέ ως τότε δεν είχαν δείξει σημεία ότι αποτελούν ξεχωριστό Έθνος με ιδιαίτερα εθνική συνείδηση. Δημιουργός του ανύπαρκτου βουλγαρικού έθνους υπήρξε ο ανθέλληνας πανσλαβιστής Ρώσος, πρεσβευτής της Ρωσίας στην Κων/πολη στρατηγός Νικολάι Ιγνάτιεφ, κύριος υποκινητής στην ίδρυση της Εξαρχίας. Αυτός έγινε η αιτία να ακουστούν μετά το 1860 οι λέξεις «βουλγαρικό Έθνος». Για να ξυπνήσει μάλιστα τη «φτιαχτή» εθνική συνείδηση των Βουλγάρων, η Ρωσία επεδίωξε με κάθε τρόπο να δημιουργήσει βουλγαρικό Κράτος και αυτοκέφαλη Εκκλησία, μακριά από την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Η ρωσική αυτή προσπάθεια καρποφόρησε το 1870. Τη χρονιά αυτή με φιρμάνι του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ ιδρύθηκε η «Βουλγαρική Εξαρχία», δηλ. η Αυτοκέφαλη βουλγαρική Εκκλησία και η δικαιοδοσία του Βούλγαρου Έξαρχου ξαπλωνόταν στη σημερινή Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, τη Θράκη και τη Βόρεια Μακεδονία. Ταυτόχρονα με την έκδοση του φιρμανιού ο ανθέλληνας Ιγνάτιεφ επέτυχε να αποσπάσει από το σουλτάνο και ειδική άδεια για την ίδρυση βουλγαρικών σχολείων σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαμαρτυρήθηκε έντονα για το αδικαιολόγητο αυτό σχίσμα, αλλά δυστυχώς δεν εισακούστηκε από κανένα. Περιορίστηκε στη κήρυξη τη βουλγαρική Εξαρχία ως σχηματική.
Από την εποχή αυτή αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδέα ότι Εξαρχικός σημαίνει Βούλγαρος και Πατριαρχικός σημαίνει Έλληνας. Η βουλγαρική Εξαρχία δεν δημιούργησε προβλήματα μόνο στην Ορθοδοξία και στη θρησκευτική ζωή των Μακεδόνων, αλλά είχε και πολιτικές προεκτάσεις. Ο φανατισμός των Βουλγάρων χώρισε τους Μακεδόνες χριστιανούς σε πατριαρχικούς και εξαρχικούς, δηλαδή σε Έλληνες και Βούλγαρους. Με αποτέλεσμα οι εξαρχικοί να αποδυθούν σε έναν πρωτοφανή αγώνα για να παρασύρουν στην Εξαρχία όλα τα μακεδονικά ελληνικά χωριά και κυρίως τους σλαβόφωνους πληθυσμοί τους οποίους θεωρούσαν εκ προοιμίου Βουλγάρους. Με την προπαγάνδα διακήρυτταν ότι ο σκοπός τους ήταν η εκδίωξη των Τούρκων και διέδιδαν ψεύτικα συνθήματα όπως «Η Μακεδονία ανήκει στους Μακεδόνες», «Ελεύθερη Μακεδονία» κ.ά.. Όταν όμως δεν έβγαζαν μ’ αυτά κέρδος μετέρχονταν τρομοκρατικές μεθόδους και κατέληγαν σε άγρια εγκλήματα.
Το πολύ εντυπωσιακό όμως είναι ότι οι περισσότεροι σλαβόφωνοι Μακεδόνες αντέδρασαν βίαια στην προσπάθεια της υποταγής τους στο βουλγαρισμό και παρέμειναν Πατριαρχικοί γιατί η συνείδηση τους ήταν καθαρά ελληνική. Αυτούς οι Βούλγαροι τους αποκαλούσαν «Γραικομάνους».
Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1878
Στις 12 Απριλίου 1877 η Ρωσία κήρυξε νέο πόλεμο εναντίον της Τουρκίας με τη δικαιολογία ότι η Τουρκία δεν δέχτηκε να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών υπηκόων της.
Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ βλέποντας τις συνεχείς ήττες του στρατού του και μη έχοντας την υποστήριξη καμιάς Μεγάλης Ευρωπαϊκής Δύναμης, δέχτηκε τους όρους της Ρωσίας και υπόγραψε την περίφημη συνθήκη του «Αγίου Στεφάνου», με την οποία το λεγόμενο «Ανατολικό ζήτημα» μπήκε σε πολύ κρίσιμη φάση.
Ο σημαντικότερος όρος της συνθήκης αυτής ήταν η δημιουργία Βουλγαρικού Κράτους, Μεγάλη Βουλγαρία, όπως ονομάστηκε. Στο νέο αυτό κράτος δινόταν όλα τα μέρη της σημερινής Βουλγαρίας, η Ανατολική Ρωμυλία, η Θράκη κι ολόκληρη η Μακεδονία ως τον Αλιάκμονα και τον Όλυμπο.
Για τη συνθήκη αυτή αντέδρασαν αστραπιαία όχι μόνο οι Μεγάλες Δυνάμεις και η ελληνική Κυβέρνηση, αλλά και όλοι οι Μακεδόνες, που ήταν ανέκαθεν Έλληνες με γνήσια και καθαρή ελληνική συνείδηση κι ένιωθαν ότι η πατρίδα τους Μακεδονία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ήδη ελεύθερης Ελλάδος.
Κάτω από την τρομερή αυτή αντίδραση συγκλήθηκε τον Ιούνιο του 1878 το Συμβούλιο του Βερολίνου που αποφάσισε να περιορίσει το βουλγαρικό Κράτος στα σημερινά του όρια.
Οι Βούλγαροι μόλις είδαν να χάνεται η μεγάλη ευκαιρία και να σβήνει το όνειρο της δημιουργίας της Μεγάλης Βουλγαρίας άρχισαν να καταστρώνουν και να εφαρμόζουν σατανικά σχέδια για ν’ αποκτήσουν τα εδάφη που τους στέρησε το Συμβούλιο του Βερολίνου και προπαντός τη Μακεδονία. Άρχισε τότε ένα όργιο προπαγάνδας προσηλυτισμού Ορθοδόξων Μακεδόνων στη βουλγαρική Εξαρχία. Στηριζόμενοι μάλιστα στο φιρμάνι του σουλτάνου που έλεγε ότι αν σ’ ένα χωριό είναι τα δύο τρίτα Εξαρχικοί, το χωριό αυτό θεωρείται βουλγαρικό, προσπαθούσαν με δωροδοκίες, ψεύτικα και απατηλά συνθήματα κι απειλές να κάνουν τους κατοίκους των μακεδονικών χωριών και κωμοπόλεων να αποσκιρτήσουν από το Πατριαρχείο και να ασπαστούν τη βουλγαρική σχισματική εκκλησία.. Έτσι ολόκληρη η Μακεδονία πλημμύρισε από Βούλγαρους πράκτορες, διαφωτιστές κι εκβιαστές, οι οποίοι με το πέρασμα των χρόνων γίνονταν ολοένα και πιο προκλητικοί , ολοένα και πιο επικίνδυνοι.
Η κυβέρνηση των Αθηνών δεν προσπάθησε να εμποδίσει καθόλου τη βουλγαρική αυτή δραστηριότητα στη Μακεδονία, γιατί δεν πίστευε στις πληροφορίες ή τις θεωρούσε κακόβουλες που ήθελαν να παρασύρουν την Ελλάδα σε εθνική περιπέτεια και καταστρεπτικό πόλεμο.
Δράση των Βουλγάρων στη Μακεδονία μετά το 1880
Η Βουλγαρία εκμεταλλευόμενη την αδυναμία της Τουρκίας, την αδράνεια της Ελλάδος και την υποστήριξη της Ρωσίας επιδίδονταν ανενόχλητα στο σατανικό της έργο. Ξοδεύοντας άφθονο χρήμα εξαγόρασε συνειδήσεις και κατάφερε να διαβρώσει επικίνδυνα τον πληθυσμό της Μακεδονίας. Μεταξύ του 1995—1890 αρχίζει η θρησκευτική διείσδυση του βουλγαρικού εξαρχάτου στη Μακεδονία, πιστεύοντας πως θα πετύχει να κάνει τη Μεγάλη Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου. Ταυτόχρονα έστειλαν σε πάρα πολλά χωριά της Μακεδονίας Βούλγαρους ιερείς και δασκάλους για καλλιεργήσουν τη βουλγαρική συνείδηση. Δημιούργησαν βουλγαρικά σχολεία και εξαπέστειλαν δεκάδες πράκτορες που παρουσιάζονταν ως έμποροι ή τεχνίτες με κύριο έργο να ασκούν φοβερή προπαγάνδα, να εξαπατούν και να παρασέρνουν αφελείς και εύπιστους και στην ανάγκη να εξαγοράζουν συνειδήσεις με άφθονο χρήμα που τους διέθετε η Σοφία.
Η προπαγάνδα των Βουλγάρων πρακτόρων δεν ήταν εύκολο να επεκταθεί στην καθαρά ελληνόφωνη ζώνη, δηλαδή νοτιότερα από την Καστοριά και τα Καστανοχώρια. Σοφίστηκαν λοιπόν, πήγαιναν στους κατοίκους που ήταν όλοι κολίγοι στα τσιφλίκια των Τούρκων μπέηδων και ζούσαν σε έσχατη ένδεια, αθλιότητα και της καταπίεσης του τούρκου τσιφλικά , και με απατηλά συνθήματα υπόσχονταν ότι θα απαλλοτρίωναν τα τσιφλίκια και θα τα μοίραζαν στους ακτήμονες κολίγους. Στο τέλος έλεγαν ότι όλοι μαζί να επαναστατήσουν και να αγωνιστούν για τη δημιουργία ελεύθερης Μακεδονίας.
Τα επαναστατικά αυτά συνθήματα θορύβησαν τους μπέηδες τσιφλικάδες της περιοχής μας, τους έκαναν να μισήσουν τους κομιτατζήδες και να δείξουν συμπάθεια στους Έλληνες αντάρτες.
Η Βουλγαρική Επαναστατική Οργάνωση και οι σκοποί της
Οι Βούλγαροι δεν έμεναν ευχαριστημένοι και θεωρούσαν ότι η μακροχρόνια προπαγάνδα και το χρήμα που είχαν ξοδέψει δεν είχαν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Σπουδαιότερη αιτία της μειωμένης επιτυχίας τους ήταν ο αγώνας των Ορθόδοξων Μητροπολιτών, ιερέων και δασκάλων, οι οποίοι με κίνδυνο της ζωής τους ξεσκέπαζαν τα βουλγαρικά σχέδια και καλούσαν τους Μακεδόνες να κλείνουν τα αυτιά τους στα απατηλά συνθήματα και να μείνουν πιστοί και ακλόνητα προσηλωμένοι στην Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό.
Η πραγματικότητα αυτή εξόργισε τους Βούλγαρους και αποφάσισαν να αλλάξουν προσωπείο. Εγκατέλειψαν τα ειρηνικά μέσα και θέλησαν να δοκιμάσουν τη βία και το έγκλημα. Έτσι ίδρυσαν το 1890 στη Σόφια και στη 1893 στη Θεσσαλονίκη την ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση), που ευρύτερα έγινε γνωστή με το όνομα Βουλγαρικό Κομιτάτο. Οι ιδρυτές της ήταν οι Ντέλτσεφ, Πέτρωφ, Δημητρώφ κ.α.
Τα νέα συνθήματα της ΕΜΕΟ «αυτονομία στη Μακεδονία», «Μακεδονία ελεύθερη δίχως διακρίσεις φυλής, γλώσσας και Θρησκείας» έδειξαν καθαρά τους σκοπούς της από την πρώτη στιγμή.
Η ΕΜΕΟ ανέλαβε τη στρατολόγηση, την επιλογή, την άσκηση, την καθοδήγηση και τον εφοδιασμό των συμμοριών, που μπήκαν στη Μακεδονία, με ικανούς αρχηγούς, συνήθως δασκάλους ή αξιωματικούς του βουλγαρικού στρατού. Σκοπός των συμμοριών αυτών ήταν η εξόντωση των Ορθοδόξων Ελλήνων που εμπόδιζαν τα σχέδια τους και ο εκβουλγαρισμός όλων των σλαβόφωνων Ελλήνων Μακεδόνων.
Το 1895 οι κομιτατζήδες δοκίμασαν να ξεσηκώσουν τη Μακεδονία σε επανάσταση. Η Τουρκία κατέπνιξε το κίνημα αυτό αμέσως γιατί οι Μακεδόνες αδράνησαν και αδιαφόρησαν. Οι Μακεδόνες δεν επιθυμούσαν την επικράτηση του βουλγαρισμού και προτιμούσαν την τουρκική σκλαβιά απ’ την βουλγαρική τυραννία.
Η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας
Στις 12 Νοεμβρίου 1894 ιδρύθηκε στην Αθήνα η Εθνική Εταιρεία από τον Ανθυπολοχαγό Καλομενόπουλο Νικόστρατο, οποίος έδρασε στη Δυτική Μακεδονία αργότερα στην περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα με το ψευδώνυμο Καπετάν Νίδας και επισκέφθηκε κατ’ επανάληψη την Εράτυρα. Σκοπός της Εταιρείας ήταν να προστατεύσει τους υπόδουλους Μακεδόνες από το βουλγαρικό κίνδυνο και να πείσει την αδιάφορη ελληνική Κυβέρνηση να αλλάξει στάση και τακτική.
Η πατριωτική αυτή Εταιρεία απόχτησε γρήγορα πολλούς υποστηρικτές και οπαδούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Παύλος Μελάς, ο Παν. Δαγκλής και πολλοί άλλοι αξιωματικοί, καθηγητές Πανεπιστημίου και Μητροπολίτες.
Δεν άργησε μάλιστα και η συγκρότηση ανταρτικών σωμάτων από παλιούς καπετάνιους και αρματολούς που είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία και η αποστολή τους στη Μακεδονία. Το πρώτο σώμα που μπήκε στη Μακεδονία στις αρχές Ιουλίου 1896 ήταν του Θανάση Μπρούφα, Παπαδήμου και αργότερα τα σώματα των καπετάν Πλατή, καπετάν Χρίστου Βερβέρα, Παναγιώτη Βερβέρα του Βελέντζα, Λεπενιώτη κ.α. Τόση ήταν η ορμή, το μίσος και η γενναιότητα των παλικαριών των ανταρτικών σωμάτων ώστε οι Βούλγαροι πανικοβλήθηκαν, οι Τούρκοι ανησύχησαν και η ελληνική Κυβέρνηση θορυβήθηκε και καταδίκασε κάθε πράξη των σωμάτων, ενώ ο ελληνικός λαός τα δέχτηκε στη Μακεδονία με έκδηλο ενθουσιασμό και ανακούφιση. Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ των Αθηνών στις 14 Σεπτεμβρίου 1896 έγραφε τα εξής για την αρνητική στάση που έδειξε η κυβέρνηση για την ένοπλη αντίσταση στη Μακεδονία: «…Μετά μεγίστης θλίψεως και αγανακτήσεως ηκούσαμεν ότι αι Αρχαί της Θεσσαλίας προέβησαν, άκαιρον ζήλον επιδείξασαι, εις ποινικήν καταδίωξιν των ετοίμων να εισέλθουν εις Μακεδονίαν Ελλήνων εθελοντών. Ο Στέφανος Δάφνης, ο μόνος αρμόζων εις αυτούς, εις στέφανον ακανθών μετεβλήθη υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως…».
Ύστερα από την αρνητική αυτή στάση των επίσημων ελληνικών Αρχών το Χειμώνα του 1896 διαλύθηκαν τα ανταρτικά σώματα και οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να προβούν σε σκληρά και βάναυσα αντίποινα.
Η Ακρόπολις και πάλι στις 17 Σεπτεμβρίου δημοσίευσε την παρακάτω επιστολή, που έστειλε κάποιος Μακεδόνας απελπισμένος. Δείχνει καθαρά την αγωνία και την απόγνωση στην οποία είχαν περιέλθει οι Μακεδόνες μετά τη διάλυση των ανταρτικών σωμάτων: «…Σας βλέπω φίλε μου να κλαίεται και να θρηνείται δια τας σφαγάς των Αρμενίων και να χαλούν τον κόσμο αι εφημερίδες σας. Βεβαίως είναι αξία θρηνών τοιαύτη θλιβερά τύχη λαού επιδιώκοντας την εθνική του αποκατάστασιν. Λυπούμαι όμως διότι δεν γνωρίζετε την τύχην την ιδικήν μας, ημών των υποδούλων αδελφών σας, δια να κλαύσητε πρεπόντως. Η σφαγή είναι το ολιγώτερον κακόν από τα βάσανα που υποφέρομεν ημείς εδώ. Δεν έχω την δύναμιν να σου περιγράψω τα δεινά μας. Όλα τα είδη ατιμώσεων, όλα τα είδη φρικαλεοτήτων, εφαρμόζονται εις την ράχιν μας. Δεν εξουσιάζομεν τας περιουσίες μας, τα κορίτσια μας, τας εκκλησίας μας, τα σχολεία μας. Είναι όλα εις την διάκρισιν των Τούρκων. Τι θα ειπή προσωπική ελευθερία δεν το γνωρίζομεν. Μπορεί από στιγμής εις στιγμήν να ευρεθείς εις τας φυλακάς. Και χωρίς λόγον, χωρίς καμμίαν αφορμήν. Διότι έτσι το θέλει και ο τελευταίος των αγάδων !...Ευρισκόμεθα εις πλήρη απελπισίαν. Τι θα γίνωμεν κανείς δεν το γνωρίζει. Από τους προξένους μας δεν έχομεν καμμίαν υποστήριξιν…».
Στέφανος Γρηγορίου ή Στέφος ήταν σημαντικός Μακεδονομάχος οπλαρχηγός από το Μοναστήρι Πελαγονίας
Νικόλαος (Λάκης) Πύρζας από τη Φλώρινα που ήταν από τους πρώτους οπλαρχηγούς του Μακεδονικού Αγώνα
Ιωάννης Καραβίτης, Κρητικός οπλαρχηγός του Μακεδονικού Αγώνα
Η Εράτυρα (Σέλιτσα) δεν ξέφυγε βέβαια από την τουρκική θηρωδία. Συχνά περνούσαν απ’ αυτήν τουρκικά αποσπάσματα, Γκέγκηδες και νιζάμηδες και λεηλατούσαν σπίτια, άρπαζαν ζώα κι έδερναν και βασάνιζαν ανθρώπους.
Ο νουνός του συγγραφέα Γρηγορίου Βέλκου ο Ζήκος Μουχτάρης και ο Αντώνης Παπαναστάσης που τότε ήταν 10—12 χρονών, μας διηγήθηκαν το εξής περιστατικό: «Τη χρονιά εκείνη του 1896 είχε καθυστερήσει ο θερισμός και ο αλωνισμός γιατί είχαν αργήσει να ωριμάσουν τα σιτάρια. Γύρω στις 20 Αυγούστου όλα τα αλώνια ήταν γεμάτα. Μια μέρα γύρω στις 4—5 το απόγευμα ήρθα από το Μπλάτσι ένα τουρκικό απόσπασμα, επίταξε καμιά τριανταριά μουλάρια και άλογα, τα φόρτωσε σιτάρι απ’ τα αλώνια και όσα δεν μπόρεσε να το πάρει, το έβαλε φωτιά και το έκαψε. Τότε έδειραν και τους Γιάννη Παπαναστάση, Παναγιώτη Ζιάμο, Δήμο Κορμά και Θανάση Χρόνη επειδή διαμαρτυρήθηκαν για το άρπαγμα του σιταριού. Τους είχαν μελανιάσει από το ξύλο και για να συνέλθουν τους τύλιξαν γυμνούς μέσα σε γοδοτόμαρα κι έκαναν ένα μήνα να συνέλθουν. Την ίδια χρονιά από τα αμπέλια στην «Ξυνήθρα» δεν τρυγήσαμε γιατί τα σταφύλια τα είχαν φάει οι περαστικοί Γκέκηδες».
Ανατριχιαστικά και φρικιαστικότερα γεγονότα μας τα διηγήθηκαν οι παππούδες μας, αλλά μας το επιβεβαιώνει και η παρακάτω γραπτή διαμαρτυρία των κατοίκων της Σέλιτσας (Εράτυρα) προς το Ελληνικό Προξενείο Μοναστηρίου και τις τουρκικές Αρχές και το έγγραφο γράφει:
«Προς
Τους Σεβαστούς και εξοχωτάτους: α) Σαντζάκμπεην Μπιτωλίων (Μοναστήρι), εκπροσώπου του μεγάλου και ενδόξου Βασιλέως και Βεζύρου. β) Πρόξενον Ελλάδος.
Εις Μπιτώλια
Σεβαστοί μας άρχοντες.
Οι κάτοικοι του χωρίου Σελίτσης του καζά Ανασελίτσης, άνδρες και γυναίκες, μικροί τε και μεγάλοι είναι πενθοφερούμενοι από το τραγικόν γεγονός. Την 11ην π.μ. της 2ας τρέχοντος μηνός και έτος ομάς εκ 15 περίπου γκέκηδων Αλβανών ερχομένη εις το χωρίον μας από Βρογγίσταν, διήλθεν εκ της τοποθεσίας «Μπούφος» του χωριού μας. Εκεί συνήντησεν εργαζομένους εις τους αγρούς των τον Κώτσιον Ζιάμον, Χρήστον Τζώνην, Γούλιαν Κόλιαν, και Γούλιαν Χρόνην, πατέρα της Ελένης, 16 ετών και του Αλεξάνδρου 12 ετών.
Ως θηρία ορμήσαντες κατά της άτυχης Ελένης εβίασαν αυτήν ομαδικώς και εγκατέλειψαν αιμόφυρτον, τους δε λοιπούς κατακρεούργησαν επί τόπου επειδή ηθέλησαν να αποτρέψουν αυτούς εκ του ανοσιουργήματος τούτου.
Τι θα γίνει με το χάλι μας δεν ηξεύρομεν. Ποίος θα μας προστατεύση από τα δεινά τα οποία υποφέρομεν δεν γνωρίζομεν.
Σεις είστε οι προστάται μας και από υμάς περιμένομεν και την προστασίαν εκ των θηριομόρφων γκέκηδων.
Σέλιτσα 6 Σεπτεμβρίου 1896
Γεώργιος Πατσιάς Μουχτάρης
Και οι λοιποί κάτοικοι Σελίτσης
Την ίδια περίπου εποχή άλλη ομάδα γκέκηδων συνέλαβε στην τοποθεσία « Κτίσματα» της Σέλιτσα τον κτηνοτρόφο Μουτσέλη και τον έσφαξε και τον πέταξε σε γκρεμό επειδή αθέτησε υπόσχεση και δεν τους έδωσε τα είδη ή τα λύτρα που ζητούσαν. Ο γκρεμός αυτός από τότε μέχρι σήμερα γνωστός με το όνομα «τα’Μουτσέλ’ του σκάλουμα»
Τα δραματικά αυτά γεγονότα αναστάτωσαν, όπως ήταν φυσικό, τους κατοίκους και η ανασφάλεια που ένιωθαν τους έκανε να αναζητήσουν τρόπους αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας. Την πρωτοβουλία ανέλαβε ο Γεώργιος Δαφίνης (Δάφνης), που στο μεταξύ είχε χειροτονηθεί ιερέας και ο λαός του κόλλησε το παρατσούκλι «Παπαχαντζιάρας». Ο θρυλικός αυτός παπάς ήταν παλιός αντάρτης και έτρεφε από μικρό παιδί άσπονδο μισός εναντίον των Τούρκων επειδή οι Κονιάροι από τα Καραγιάννα (Ξερολίμνη Κοζάνης), είχε δολοφονήσει τον παπά πατέρα του. Για να εκδικηθεί το θάνατό του, από αρκετά χρόνια πριν είχε οργανώσει ομάδα από τους Σελιτσιώτες συνομηλίκους του Ι. Χασιώτη, Γ. Λιανάρη, Αθ. Φάκα, Παύλο Καζαντζή, Γ, Νταβανζή, Νικ. Χρόνη, Δημ. Χολέβα κ.α. και είχε συνεργαστεί με γνωστούς καπεταναίους όπως ήταν ο Αλαμάνης, ο Λεπενιώτης, ο Λεωνίδας Χατζημπύρος, ο Μπρούφας και προπάντων ο Γιώργος Νταβέλης. Όλα αυτά όμως πριν από το 1889 που χειροτονήθηκε παπάς. Μετά την χειροτονία που παρέμεινε μόνιμα στη Σέλιτσα, αλλά δεν έπαψε να μισεί θανάσιμα τους Τούρκους. Γι αυτό μετά τα παραπάνω τραγικά γεγονότα ανέλαβε την πρωτοβουλία να προστατέψει τη Σέλιτσα από τις αυθαιρεσίες και τρις εγκληματικές ενέργειες των γκέκηδων. Συγκρότησε αυτή τη φορά μυστική ομάδα
ενόπλων Σελιτσιωτών από τους Νικόλα Κόλια, Γιάννη Κόλια, Βασίλειο Χειμάρα, Γιαννή Κορμά, Δημ. Καραμήτσιο και Γιάννη Χασιώτη, με την οποία προστάτεψε αποτελεσματικά την Εράτυρα, δεδομένου ότι από τότε (1896) δεν σημειώθηκε άλλο δυσάρεστο περιστατικό.
Κρίνοντας κανείς με αντικειμενικότητα ολόκληρη τη φάση του ένοπλου αγώνα 1904—1908, μπορεί ανεπιφύλακτα να διατυπώσει τα παρακάτω συμπεράσματα:
Παρόλο που η συνολική δύναμη των ελληνικών σωμάτων σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία δεν ξεπέρασε ποτέ τους 2.000 άντρες, οι επιτυχίες υπήρξαν σημαντικές. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στην ικανότητα των Αρχηγών, στην ενθουσιώδη εθελοντική προσφορά των ντόπιων πληθυσμών της Μακεδονίας καθώς και στην άριστη οργάνωση των κατοίκων σε πόλεις και χωριά, που εκτός των άλλων είχε πετύχει να εξασφαλίσει, ένα πολύ καλό δίκτυο πληροφοριών σε όλη τη Μακεδονία.
Στην αρχή του Αγώνα υπήρξαν μαζικές καταστροφές σωμάτων, αλλά γρήγορα οι Έλληνες Αρχηγοί προσαρμόστηκαν στην ιδιομορφία της αναμέτρησης. Ο απολογισμός υπήρξεν σκληρός. Στις συγκρούσεις με τους κομιτατζήδες και κυρίως με τους Τούρκους έχασαν τη ζωή τους για τη σωτηρία της Μακεδονίας
12 Μόνιμοι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού ως Αρχηγοί σωμάτων με πρώτο τον Παύλο Μελά.
3 Ιδιώτες Αρχηγοί σωμάτων
23 Οπλαρχηγοί
313 Ομαδάρχες
600 Οπλίτες αντάρτες. Και
1200 Πρόκριτοι, ιερείς, δάσκαλοι, υπάλληλοι κ.λπ. που δολοφονήθηκαν από τους Βουλγάρους.
Η μεγάλη σημασία του Μακεδονικού Αγώνα για τον ελληνισμό είναι αναμφισβήτητη. Στην επιτυχία του έπαιξε κύριο και καθοριστικό ρόλο για τον ελληνισμό είναι αναμφισβήτητη. Στην επιτυχία του έπαιξε κύριο και καθοριστικό ρόλο η προσωπικότητα και οι ικανότητες των Αρχηγών των ενόπλων σωμάτων καθώς και η εθελοντική συμμετοχή αντρών από όλη την Ελλάδα, κυρίως όμως από την Κρήτη. Τα περισσότερα σώματα που ήρθαν και αγωνίστηκαν στη Μακεδονία είχαν αρχηγό και οπλίτες Κρητικούς. Όλους αυτούς η Μακεδονία θα τους ευγνωμονεί αιώνια.
Το σώμα των Καπεταναίων Μπαστή και Φαρμάκη.
Διακρίνονται: (α) Κωνσταντίνος Σιαπέρας (β) Δημήτριος Καραμπντής (γ) Θωμάς Καρπουζάς.
Χρυσόστομος Χρυσομαλλίδης ή Παπαδράκος
Ο Γεώργιος-Τσόντος Βάρδας, εν μέσω συναγωνιστών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα
Αποχαιρετισμός Παπαδράκου Μακεδονομάχου. Η σύζηγός του δίνει το όπλο του με το διαχρονικό Σπαρτιατικό "η ταν η επί τας"
Φωτογραφία του 1908. Διακρίνονται οι Σελιτσιώτες (Εράτυρα): Πρώτος πάνω αριστερά ο Ιωάννης Κόλιας (1) και δεξιά ο Χατζηνεράντζης ή Μπιτζιανές (2). Δεύτερη σειρά: Νικόλαος Κόλιας (3), Ευάγγελος Βελούκας (4) καθιστός ο Γεώργιος Κόλιας (5) και ξαπλωμένος ο Μήτσιος Λαδάς ή Καρακήτσιος (6).
Αναστάσιος Παπούλας. 18357-1935. Έλαβε μέρος στο Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στον Μακεδονικό Αγώνα, σους Βαλκανικούς πολέμους και στη Μικρασιατική Εκστρατεία όπου διετέλεσε αρχιστρατηγός του ελληνικού στρατού
Άσκιον (Σινιάτσικο) όρος. Φωτ. Eratyra.gr
Ο Παύλος Μελάς (στη μέση κάτω με παντελόνι) με την ανταρτοομάδα του, λίγο πριν περάσει τα σύνορα για την τρίτη και τελευταία επίσκεψή του στη Μακεδονία. Από τους Σελιτσιώτες διακρίνονται ο Βασίλειος Χειμάρας, στη μέση ο Δημήτριος Καραμήτσιος και δεξιά ο Χρήστος Ζωίδης. (Η φωτ. από το αρχείο του Θανάση Παπαχρήστου, παππούς Χ. Ζωϊδης δώθηκε στον ξάδελφό του Αντώνη Κάτανο).
Ο Λάμπρος Κορομηλάς, υπήρξε οικονομολόγος, πολιτικός και διπλωμάτης, που η δράση του έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο Μ,ακεδονικό Ζήτημα.
H Περίοδος 1897 – 1903
Η Οργάνωση των Βουλγάρων
Το 1897 χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς σαν απαρχή της απαρχή της συστηματικής εξοντωτικής πολιτικής της Βουλγαρίας σε βάρος του πληθυσμού της Μακεδονίας. Από το 1897 ως το 1899 μόνο στην περιοχή του Μοναστηρίου δολοφονήθηκαν από το βουλγαρικό Κομιτάτο 175 Έλληνες πρόκριτοι, δάσκαλοι, ιερείς και άλλων επιφανών προσωπικοτήτων, οι οποίοι αποτελούσαν τους κύριους μοχλούς της ελληνικής αντίστασης.
Πρώτη ενέργεια των Βουλγάρων ήταν η οργάνωση καινούριων συμμοριών κομιτατζήδων (τσέτες), των οποίων βασικά ηγετικά στελέχη ήταν οπαδοί της ΕΜΕΟ (Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης). Κάθε τσέτα είχε δέκα περίπου κομιτατζήδες και ο αρχηγός της ονομαζόταν βοεβόδας.
Το Κομιτάτο με τις τσέτες και τη βοήθεια των βουλγάρων εμπορικών πρακτόρων άρχισε τη συστηματική οργάνωση σε κάθε χωριό. Ο βοεβόδας της περιοχής όριζε σε κάθε χωριό μια επαναστατική επιτροπή, παρακολουθούσε τους αντιδραστικούς και συγκεντρούσε εφόδια και χρήματα. Οι απειλές, οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, οι συνωμοτικές προδοσίες Ελλήνων στις τουρκικές Αρχές, οι εμπρησμοί, τα βασανιστήρια, οι βιασμοί και οι φόνοι άρχισαν να γίνονται συνηθισμένα και καθημερινά φαινόμενα. Πολύ συχνά θύματα της σλαβικής θηριωδίας έπεφταν και σλαβόφωνοι Έλληνες που δεν προσχωρούσαν στην Εξαρχία. Έχει υπολογιστεί ότι στην περίοδο 1899 – 1902 σκοτώθηκαν περισσότεροι από 200 Πατριαρχικοί στη Μακεδονία και πολλοί άλλοι καταδιώχτηκαν από τις τσέτες και αναγκάστηκαν να εκπατριστούν.
Ειδικά στην περιφέρεια της Καστοριάς (όπου υπαγόταν και η Εράτυρα), σύμφωνα με τις γραπτές ομολογίες αρχικομιτατζήδων, η βουλγαρική οργάνωση είχε σημειώσει ελάχιστες επιτυχίες επειδή συνάντησε σφοδρή αντίσταση από μέρους των συμπαγών ελληνικών πληθυσμών των χωρών.
Οι τουρκικές Αρχές απ’ τη μεριά τους εφάρμοζαν την τακτική του «διαίρει και βασίλευε» και τηρούσαν μετριοπαθή στάση για να μην κατηγορηθούν ότι αδιαφορούσαν εντελώς και δεν έδειχναν καμιά διάθεση να ανακόψουν αποτελεσματικά τις βιαιοπραγίες των Βουλγάρων. Ο Σουλτάνος εξαιτίας της αποδιοργάνωσης και της αποσύνθεσης του τουρκικού Κράτους, ζήτησε επανειλημμένες προτάσεις προς την ελληνική κυβέρνηση για σύναψη συμμαχίας με την Τουρκία προς αντιμετώπιση του βουλγαρικού, του σερβικού αλλά και του ρουμανικού κινδύνου, αλλά η ελληνική κυβέρνηση δυσπιστούσε.
Τελικά ο ορατός κίνδυνος εκσλαβισμού των Μακεδόνων ανάγκασε την ελληνική κυβέρνηση να ξεπεράσει τη δυσπιστία της και να ζητήσει από την Υψηλή Πύλη συνεργασία με τον ελληνισμό ενάντια στην κοινή απειλή.
Όμως το περίφημο δόγμα της ελληνοτουρκικής σύμπραξης, βασισμένο στην «άψογη» στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, το οποίο είχε υπαγορευτεί από τις αλλεπάλληλες δυσμενείς συγκυρίες, όχι μόνο δεν ωφέλησε το μακεδονικό ελληνισμό, αλλά αντίθετα τον έβλαψε σημαντικά εξαιτίας της φυσικής ανεπάρκειας της τουρκικής διοίκησης, της διαφθοράς των τουρκικών Αρχών, που εξαγοράζονταν με μεγάλα χρηματικά ποσά από τους Βούλγαρους και τέλος εξαιτίας των παρεμβάσεων των ξένων Προξένων ή Πρεσβευτών υπέρ των Βουλγάρων.
Την παραπάνω αδυναμία της τουρκικής κρατικής μηχανής και τη γενική ανωμαλία, το βουλγαρικό Κομιτάτο την εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο. Δημιούργησε τέλεια οργάνωση στη Μακεδονία σαν να επρόκειτο για πειθαρχημένο τακτικό στρατό. Υπήρχαν βαθμοφόροι, ταχυδρόμοι, κατάσκοποι, οδηγοί, πράκτορες, τροφοδότες και εκτελεστές. Λειτούργησε επίσης τέλειο φορολογικό σύστημα που στηριζόταν σε φορολογικό Νόμο του Κομιτάτου.
Το παρακάτω απόσπασμα της επιστολής που έστειλε η Μακεδόνισσα ηρωίδα Μελπομένη Αυγερινού προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό στις 25 Ιουλίου 1903 είναι πολύ χαρακτηριστικό για την όλη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί: «…Τι την θέλετε την φιλίαν σας μετά των Οθωμανών; Δια μόνον τον λόγον όπως διατηρήσωμεν τα μέρη μας; Αλλ’ όταν τα μέρη μας τα αρπάσωσιν οι Βούλγαροι, τον κόσμον μας κατακρεουργήσωσιν, η φιλία μας μετά της Τουρκίας εις τι απομένει:»
Η ωμότητες των Βουλγάρων κομιτατζήδων έφταναν στα αυτιά των Ερατυρέων. Άλλωστε, έλεγαν πολλοί, πως στην Εράτυρα δε θα φτάσουν οι Βουλγαρικές τσέτες, ούτε η σλαβική προπαγάνδα γιατί είναι μακριά από τη σλαβόφωνη ζώνη. Γιατί δεν υπάρχει στο χωριό ούτε ένας σλαβόφωνος, αλλά και γιατί έχει τουρκική στρατιωτική φρουρά.
Με το πέρασμα όμως του χρόνου, στην Εράτυρα άρχισε να δημιουργείται ένα πάγωμα και μια αβεβαιότητα, που δεν άργησε να μετατραπεί σε φόβο και αγωνία που ολοένα μεγάλωναν καθώς, από το Νοέμβριο του 1898 οι βουλγαρικές συμμορίες κατέβαιναν νοτιότερα και πλησίαζαν στην περιοχή της Εράτυρας.
Συγκεκριμένα το 1898 ο Παβέλ Χριστώφ, από το Ζέλοβο (Ανταρτικό) της Φλώρινας, που ήταν ο αρχηγός και ο καθοδηγητής του Βουλγαρικού Κομιτάτου, στάλθηκε από την Σόφια ως διευθυντής τάχα του Βουλγαρικού Σχολείου Ντύμπενης (Δασοχωρίου) Καστοριάς. Βοηθό του και προπαγανδιστή στα χωριά είχε τον Λαζάρ Παπατράϊκωφ. Την ίδια εποχή στην περιοχή του Άργους Ορεστικό – Νεστορίου δρούσε προπαγανδιστής ο Κούζο Παπαστεφώφ.
Η δυάδα Χριστώφ-Παπατράϊκωφ, πίστευε ότι θα έπαιρναν με το μέρος τους πρώτα τους «Γραικομάνους» κι έπειτα τα χωριά που ήταν καθαρά ελληνικά-πατριαρχικά. Για το σκοπό αυτό, παράλληλα με την προπαγάνδα προέβαιναν και σε αγορά όπλων, με τα οποία αρχικά κατάρτισαν τρομοκρατική ομάδα με αρχηγό τον ίδιο τον Παπατράϊκωφ και αργότερα στρατολόγησαν και άλλους τρομοκράτες ντόπιους φυγόδικους, που αποτέλεσαν τις πρώτες ένοπλες συμμορίες που είχαν σκοπό τη θανάτωση όσων αρνούνταν να προσχωρήσουν στη βουλγαρική Εξαρχία.
Επιπλέον το Κομιτάτο για να μπορέσει να επεκτείνει τις αξιώσεις της Βουλγαρίας και σε περιοχές της Μακεδονίας όπου δεν υπήρχαν σλαβόφωνοι (όπως ήταν η Εράτυρα), αλλά και για να δημιουργήσει σταθερό και έμπιστο δίκτυο από πράκτορες, πληροφοριοδότες, φρόντισε και εγκατέστησε, με το πρόσχημα της εύρεσης εργασίας μόνιμης ή εποχικής, σε όλα τα ελληνόφωνα χωριά Βούλγαρους, φανατισμένα όργανα. Αλλού δούλευαν ως υλοτόμοι, αλλού ως καρβουνιάρηδες, αλλού ως εργάτες γης, τσομπάνηδες, μυλωνάδες, κτίστες, αγωγιάτες κλπ. Έτσι ως το νοτιότερο άκρο της Μακεδονίας και σ’ όλη την έκταση της υπήρχαν πράκτορες και στελέχη του Κομιτάτου έτοιμα να δώσουν κάθε δυνατή βοήθεια στις τσέτες.
Ευτυχώς η δραστηριότητα της φανατισμένης τριάδας Χριστώφ-Παπατράϊκωφ-Παπαστεφώφ, διακόπηκε το 1900, γιατί και οι τρεις συνελήφθησαν από τους Τούρκους για την προπαγανδιστική τους δραστηριότητα και φυλακίστηκαν.
Από διασταυρωμένες πληροφορίες από αξιόπιστα πρόσωπα, ο μετέπειτα διαβόητος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος για μεγάλο διάστημα το 1899 και το 1900 ήταν παραμπάζιος (βοηθός τυροκόμου) στη στρούγκα του Παπαφώτη στην Παλιοκοζάνη και ένας Κόλες ήταν τσομπάνος στους Πιπιλιαγκαίους, τυροκόμος του Παπαφώτη (Γεώργιος Μπάτζιος). Επίσης στο μύλο του Τσιάπρα και στο κεραμοποιείο στο Ντοβαμίστι δούλευαν ένας Ιβάν, ένας Μιχάλης και έναν Γιάγκος από τη Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα Καστοριάς).
Κάποια μέρα όμως το 1900 έφυγαν όλοι ξαφνικά χωρίς να δώσουν καμιά εξήγηση. O Μήτρος Βλαχος μάλιστα άφησε ανοιχτό λογαριασμό στο αφεντικό του και τα υπόλοιπα χρήματα από τη δουλειά του τα ζήτησε αργότερα, όπως θα αναφέρουμε πιο κάτω. Δεν αποκλείεται η ξαφνική φυγή τους να έγινε από φόβο μετά τη διάλυση και τη σύλληψη των προστατών τους Χριστώφ-Παπατράϊκωφ-και Παπαστεφώφ.
Ειδικά για το Μήτρο Βλάχο, που ήταν Αρβανιτόβλαχος από την Πλιάσα της Αλβανίας, τα γεγονότα δείχνουν ότι η εσπευσμένη φυγή του από τη Σέλιτσα οφειλόταν σε διαταγή του Κομιτάτου, γιατί το 1901 τον συναντούμε πρώτα να είναι απλό μέρος της συμμορίας Πετρώφ και λίγο αργότερα αρχηγό με δική του τσέτα που την αποτελούσαν αρχικά ο πατέρας του και τα δύο αδερφιά του. Η συμμορία αυτή έγινε πασίγνωστη στη Δυτική Μακεδονία για τα αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξε σε βάρος των Ελλήνων.
Από τις αρχές του 1901 οι φανατισμένοι κομιτατζήδες δολοφόνησαν πάρα πολλούς προκρίτους, ιερείς, δάσκαλους, αλλά και απλούς πολίτες στην περιοχή της Καστοριάς επειδή είχαν αρνηθεί ν’ ασπαστούν τα κηρύγματα του Κομιτάτου.
Την ίδια εποχή στην περιοχή της Καστοριάς δρούσε και ένα άλλο σώμα με επικεφαλής το θρυλικό Κώτα και πέντε άντρες που όμως υπερασπιζόταν τους Έλληνες Μακεδόνες. Άρχισε τη δράση του από το 1897 αφού πρώτα είχε σκοτώσει μερικούς Τούρκους που δυνάστευαν την περιοχή. Τη δολοφονία του γενναίου αυτού υπερασπιστή των Ελλήνων Ορθοδόξων είχε αναθέσει το Κομιτάτο στο Μήτρο Βλάχο.
Το Φθινόπωρο του 1901 στη συμμορία του Μήτρου Βλάχου εντάχθηκε και ο πασίγνωστος Βασίλ Τσακαλάρωφ. Το νέο αυτό στέλεχος του βουλγαρισμού, που καταγόταν από το Σμάρδεσι (Κρυσταλλοπηγή) Καστοριάς, είχε φοιτήσει αρχικά σε ελληνικό σχολείο και γνώριζε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Για το λόγο αυτό πριν το 1901 χρησιμοποιήθηκε ως προμηθευτής όπλων για λογαριασμό του βουλγαρικού Κομιτάτου. Το τραγικό στην υπόθεση αυτή είναι ότι ο Τσακαλάρωφ αγόραζε ελεύθερα τα όπλα στην Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, με χρήματα που έστελνε η Σόφια και τα μετέφερε στη Μακεδονία με ανυποψίαστους Έλληνες αγωγιάτες δίχως να τον ενοχλεί κανείς.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της άγνοιας και της ευπιστίας των απλοϊκών κατοίκων των χωριών της Μακεδονίας αναφέρουμε το εξής χαρακτηριστικό περιστατικό, που περιγράφει ο Παύλος Μελάς σε επιστολή του από το Παλιόκαστρο της Σιάτηστας στις 11 Μαρτίου 1904: «… Εις το Σαραντοπόρον ήλθεν ο εκ Παλαιοκάστρου οδηγός με το άλογό του, όπου εφορώσαμεν όλα μας σχεδόν τα πράγματα . Ο οδηγός αυτός, Γιώργης, είναι ευφυέστατος και προθυμότατος, αλλά αυτός φοβείται πολύ. Εκ τούτου, όπως μας ολολόγησεν ο ίδιος εμπιστευτικώς, προ ολίγων ημερών επέρασεν ως το Βογατζικόν αρκετά όπλα Βουλγάρων. Δεν νομίζει ότι έκαμε τίποτε το κακόν, διότι ως λέγει, οι Βούλγαροι αγωνίζονται δια την ελευθερίαν και καθώς οι ίδιοι λέγουν ημείς πολεμούμε και οι Έλληνες θα τα χαρούν. Βλέπεις ότι και εδώ ακόμη αυτοί οι αχρείοι έχουν εργασθή…»
Από την άλλη μεριά οι πράκτορες του Κομιτάτου εξαγόραζαν εύκολα τις τουρκικές και πολιτικές Αρχές λόγω της γνωστής ηθικής κατάπτωσης και διαφθοράς του σουλτανικού καθεστώτος. Έτσι τον Οκτώβριο 1901 το Κομιτάτο ορίστηκε τον Μοσκώφ με τον Τσακαλάρωφ, με περιοχή ευθύνης τα Κορέστια και τα Καστανοχώρια και ο Κλιάσεφ με τον Κούζο Στεφώφ την περιφέρεια της Ζαγορίτσανης (Βασιλειάδας) μέσα στην οποία συμπεριλαμβανόταν και η Εράτυρα (Σέλιτσα).
Για το λόγο αυτό ολόκληρο το Χειμώνα του 1901-1902 με τη συνδρομή του Παπατράϊκωφ, που μόλις είχε αποφυλακιστεί, περιόδευαν στα χωριά σχεδόν ανενόχλητοι μια και οι Τούρκοι είχαν χαλαρώσει τα μέτρα ασφαλείας εξαιτίας του Χειμώνα. Μαζί με όλα αυτά είχε αρχίσει και η μαζική εισαγωγή των όπλων που είχε αγοράσει ο Τσακαλάρωφ στην Αθήνα και τα είχε αποθηκεύσει σε διάφορες αποθήκες της ελληνοτουρκικής μεθορίου. Οι ενέργειες σε βάρος των Δυτικομακεδόνων θα ήταν πολύ μεγαλύτερες και εντονότερες αν την εποχή αυτή δεν υπήρχαν στη Δυτική Μακεδονία οι πρόδρομοι του Παύλου Μελά ντόπιοι αρχηγοί Κων. Ντόγρας, καπετάν Στέφος, καπετάν Κώτας κ.α.
Την εποχή αυτή συνέβησαν στη Σέλιτσα δύο απροσδόκητα γεγονότα. Το ένα ήταν η προσπάθεια διάδοσης του σλαβικού μικροβίου στο χωριό. Τη μεταφέρουμε όπως ακριβώς μας τη διηγήθηκε ο μπάρμπα-Γιάννης Βιλιανώτης (Λάμπρου) που ήταν παρών και έζησε από κοντά το γεγονός.
Περί τα μέσα Μαΐου 1902 παρουσιάστηκε μια ομάδα 8 ανταρτών στο τυροκομείο του Παπαφώτη στην Παλιοκόζιανη. Απ’ αυτούς οι δύο ομιλούσαν τέλεια τα ελληνικά. Ο ένας (προφανώς ο αρχηγός) ζήτησε το Γούλια το Μπάτζιο, ο οποίος όπως αναφέραμε και πιο πάνω ήταν ο επικεφαλής του τυροκομείου και του είπε: «Με στέλνει ο Μήτρος Βλάχος, ο βοηθός σου (παραμπάτζιος) να σου δώσω αυτό το γράμμα για να το δώσεις στο αφεντικό σου για να μου παραδώσει τα υπόλοιπα χρήματα που του χρωστάει». Του χρεωστούσε πράγματι μιάμιση λίρα. Ο Μπάτζιος απάντησε ότι το αφεντικό ήταν στο χωριό και δεν ήξερε πότε θα γυρίσει.
«Ταμάμ» απάντησε τότε ο αρχικομιτατζής, «θα πας στο χωριό για να βρεις το αφεντικό σου και θα ειδοποιήσεις τον παπά, τον μουχτάρη σας και το δάσκαλο ότι θα τους καρτερούμε στο μοναστήρι σας (εννοούσε τον Άγιο Αθανάσιο). Τους θέλουμε να έρθουν το δίχως άλλο». Πράγματι ο Γούλιας κατέβηκε στο χωριό, βρήκε το αφεντικό του και του διηγήθηκε τα καθέκαστα. Ειδοποίησαν και το μουχτάρη Γεώργιο Τσιατσιάνη το γιατρό Χαράλαμπο Αναστασιάδη και τον παπα-Γιώργη Δαφίνη (Παπαχαντζιάρα). Ο Μπάτζιος βρήκε στο δρόμο τυχαία το Γιάννη Βιλιανώτη και παιδικοί φίλοι καθώς ήταν του είπε το σκοπό του ερχομού του στο χωριό. Έτσι ο Βιλιανώτης έφτασε πρώτος στον Άγιο Αθανάσιο. Κοντά στον Άγιο Νικόλαο βρήκε τα πρόβατα του μοναστηρίου με τους τσοπάνηδες Κων/νο Κορμά του Δημητρίου και Μηλιόκα (Σέντη) Μήλιο του Νικολάου, τους ενημέρωσε σχετικά και παριστάνοντας κι αυτός το τσομπάνο οδήγησαν τα πρόβατα δίπλα στην Κουρμάλινα, κοντά στο μοναστήρι, για να βοηθήσουν κι αυτοί αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Σημειώνουμε ότι την εποχή αυτή οι τσοπάνηδες οπλοφορούσαν νόμιμα. Επίσης είναι γνωστό ότι ο Παπαχαντζιάρας ήταν παλιός αγωνιστής από το 1870 και από το 1899 διατηρούσε υπό την αρχηγία του στην Εράτυρα μυστική ένοπλη ομάδα από τους Νικόλα Κόλια, Γιάννη Κόλια, Βασίλειο Χειμάρα, Γιάννη Κορμά, Δημ. Καραμήτσιο και Γιάννη Χασιώτη, οι οποίοι στα κατοπινά χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα πολέμησαν στο πλευρό άλλων καπεταναίων. Τα όπλα και τα πυρομαχικά τους τα προμήθευαν οι Βαγγέλης Βελούκας, Χρ. Καλαϊτζής και Δημ. Καρακίτσιος (Λαδάς, οι οποίοι νωρίτερα από το 1898 έκαναν το ζωέμπορο και τον κυρατζή. Πήγαιναν στη Λάρισα και από εκεί έφερναν λάδι σε δερμάτινα ασκιά και άλλα εμπορεύματα μέσα στα οποία έκρυβαν και όπλα (γκράδες που ήταν κοντοί) και φυσίγγια. Όλες όμως αυτές οι εμπορικές τους δραστηριότητες στην πραγματικότητα ήταν πάρεργο. Στην ουσία ήταν πράκτορες του ελληνικού Κομιτάτου και στη Λάρισα συνεργάζονταν με τον επίσης Σελιτσιώτη αρχιπράκτορα Ιωάννη Χολέβα τραπεζίτη, ο οποίος ήταν όργανο της Εθνικής Εταιρίας, που έδρευε στη Λάρισα και είχε Πρόεδρο το μεγάλο πατριώτη Μιχάλη Σιάπκα. Απ’ αυτόν έπαιρναν εντολές και οδηγίες, που στη συνέχεια τις μετέφεραν είτε στον μετέπειτα εθνομάρτυρα Δεσπότη των Γρεβενών Αιμιλιανό Λαζαρίδη, είτε στο Εθνικό Κέντρο Κοζάνης.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο επεισόδιο. Η παρέα των Σελιτσιωτών έφτασε στον Άγιο Αθανάσιο το απόγευμα. Βρήκε πράγματι τρεις από τους οκτώ κομιτατζήδες στην παλιά Κούλια που τους περιποιούνταν ο γέροντας ηγούμενος. Οι άλλοι πέντε είχαν πάρει θέσεις κρυφά γύρω από το μοναστήρι και παραφύλαγαν. Οι δύο μάλιστα που ήταν από την πλευρά της Κουρμάλινας παρακολουθούσαν τους τσοπάνηδες του κοπαδιού. Στους τρεις κομιτατζήδες παρουσιάστηκαν μόνον οι πέντε Σελιτσιώτες (Γ. Τσιατσιάνης, Χ. Αναστασιάδης, Ζήκος Παπαφώτης), ιδιοκτήτης της στρούγκας, Γούλιος Μπάτζιος και Παπαχαντζιάρας, ο οποίος κάτω από το ράσο του είχε πάντοτε κρυμμένη μια χαντζάρα γι αυτό και του κόλλησαν το παρατσούκλι αυτό. Η ένοπλη ομάδα του χωρίς να γίνει αντιληπτή ακόμα και από τα σκυλιά του κοπαδιού, κρύφτηκε στα κελιά και στις αποθήκες του μοναστηρίου περιμένοντας το σύνθημα του Παπαχαντζιάρα.
Όταν βρέθηκαν όλοι μαζί ο αρχηγός της τσέτας είπε το λόγο της επίσκεψής του, έδωσε το σημείωμα στον Παπαφώτη κι έπειτα με τρόπο που έδειχνε καλά δασκαλεμένο άνθρωπο, γύρισε την κουβέντα στο συμφέρον που έχουν όλοι οι Μακεδόνες να επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων για να απελευθερωθούν και συνεπώς όλοι οι σκλαβωμένοι Μακεδόνες είναι αδέλφια και πρέπει να αγωνιστούν εναντίον του κοινού εχθρού. Έπειτα γυρίζοντας στον Παπαχαντζιάρα είπε ότι αν δεχτεί Εξαρχικό ιερέα στο χωριό θα εισπράττει από την Εξαρχία 30 λίρες το μήνα (ποσό αρκετό μεγάλο). Επίσης είπε ότι η Σέλιτσα είναι το χωριό απ’ όπου υποχρεωτικά πρέπει να περάσουν οι αγωγιάτες, η επαναστατική οργάνωσή του, δηλ. το βουλγαρικό Κομιτάτο ήταν πρόθυμη να πληρώσει όχι μόνο τους Σελιτσιώτες αγωγιάτες αλλά και όλους τους άλλους κατοίκους του χωριού που θα βοηθούσαν στη μεταφορά και την απόκρυψη των όπλων και των πολεμοφοδίων.
Στην αρχή, σύμφωνα με τα λεγόμενα του μπάρμπα-Γιάννη, η παρέα των Σελιτσιωτών προβληματίστηκε έντονα. Τα ψευτοκηρύγματα περί επαναστάσεως και ελευθερία της Μακεδονίας τους άρεσαν γιατί άγγιζαν τους πόθους και τα οράματά τους. Από τη στιγμή όμως που ο αρχικομιτατζής άρχισε να εκτοξεύει φοβέρες λέγοντας ότι όποιος δεν ακολουθήσει τον αγώνα με το καλό θα μετανιώσει πικρά, ότι πίσω απ’ αυτούς βρίσκονται χιλιάδες άλλοι που έχουν την υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Ρωσίας και πολλά άλλα, ο Παπαχαντζιάρας πρώτος με νόημα έδωσε να καταλάβουν οι άλλοι ότι πήρε την απόφαση να τους εξοντώσει. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να σουρουπώνει κι έτσι βρήκαν την ευκαιρία να τρυπώσουν κρυφά στην Κούλια ο Νικ. Κόλιας και ο Βασ. Χειμάρας. Αυτό προέβλεπε το σχέδιο που είχαν κάνει καθώς ξεκινούσαν από το χωριό.
. Ο Παπαχαντζιάρας σε μια στιγμή σηκώθηκε και προφασίστηκε ότι θέλει να πάει στην τουαλέτα. Κατέβηκε κάτω κι όταν βεβαιώθηκε ότι σύμφωνα με το σχέδιο ήταν στη θέση τους τα δυο παλικάρια του, ανέβηκε ξανά επάνω και είπε προς τον αρχηγό « Καπετάνιε συμφωνώ με όσα είπες αλλά θέλω να κουβεντιάσουμε κάτι οι δύο μας ιδιαίτερα, πριν σου πω την τελική μου απάντηση». Και πριν καλά-καλά βγουν από την Κούλια, ο Παπαχαντζιάρας, που ήταν, κατά πως μολογούσαν όλοι οι παππούδες μας, πολύ ψηλός και πολύ χειροδύναμος και ευκίνητος, άρπαξε από το λαιμό τον αρχικομιτατζή και πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει έπεσε νεκρός με μια μαχαιριά του Κόλια. Ύστερα ανέβηκε ατάραχος πάλι στο δωμάτιο που ήταν οι άλλοι και είπε στον υπαρχηγό να κατεβεί κάτω γιατί τον θέλει ο αρχηγός του. Εκείνος σηκώθηκε ανυποψίαστος και μόλις βγήκε από την πόρτα αιφνιδιάστηκε από το Χειμάρα που με το ένα χέρι του έκλεισε το στόμα και με το άλλο του κάρφωσε το μαχαίρι. Σχεδόν ταυτόχρονα οι άλλοι με πρωτοστάτη τον Παπαφώτη έκαναν το ίδιο στον τρίτο κομιτατζή-φύλακα, που καθόταν δίπλα τους και είχε το όπλο στα σκέλη του. Όλα έγιναν με τέτοιο τρόπο ώστε οι έξω από την Κούλια δεν αντιλήφτηκαν το παραμικρό. Είχε σχεδόν νυχτώσει όταν ο Γούλιας ο Μπάτζιος βγήκε και φώναξε τους Σελιτσιώτες τσοπάνους να πάνε για φαγητό. Στους κομιτατζήδες είπε ότι ο αρχηγός τους έδωσε εντολή να πάνε πρώτα οι τρεις να φάνε κι έπειτα οι άλλοι δυο για να μη μείνει το μοναστήρι δίχως σκοπούς. Μόλις οι τρεις μπήκαν στην Κούλια αιφνιδιάστηκαν από τους Σελιτσιώτες και πριν προλάβουν να αντιδράσουν βρέθηκαν νεκροί. Την ίδια τύχη είχαν και οι άλλοι δυο που πήγαν κατόπι.
Τέλος αφού έπλυναν τα αίματα και έριξαν ασβεστόνερο, έβαλαν τα πτώματα σε «κουσιόργια» (μεγάλα κοφίνια πλεγμένα με βέργες ιτιάς), τα φόρτωσαν σε τέσσερα μουλάρια και τα έριξαν στη «Σκασμάδα» (μεγάλη σχισμή μεγάλου βάθους στις πλαγιές του Συνάσκιου (Σινιάτσικο). Τη μεταφορά τους ανέλαβαν ο Λάζος και ο Δημήτριος Τσιόρκας, Κων/νος Γ. Τζημόκας, Ιωάννης Χαρίσης (Νάκας), Ευθύμιος Καρανίτσιος, και Αθανάσιος Φασούλας (Αλβανός). Τον οπλισμό των Βουλγάρων τον μοιράστηκαν οι Ερατυρείς που ήταν στο επεισόδιο, οι οποίοι μάλιστα πήραν βαρύ όρκο ότι ΠΟΤΕ δε θα μαρτυρήσουν ΤΙΠΟΤΕ και σε ΚΑΝΕΝΑ επειδή φοβούνταν την εκδίκηση. Και πράγματι ακόμα και στα κατοπινά χρόνια όταν συναντιούνταν δεν άνοιγαν κουβέντα για το θέμα αυτό, με αποτέλεσμα να μη μαθευτεί μέχρι σήμερα η αλήθεια και το πραγματικό γεγονός. Ακόμα και αυτοί που υπήρξαν ενεργά μέλη στο Μακεδονικό Αγώνα δεν γνώριζαν την αλήθεια. Άλλοι απ’ αυτούς αγνοούσαν εντελώς το γεγονός κι άλλοι έλεγαν ότι κάτι είχαν ακούσει, αλλά δεν ήξεραν ακριβώς ονόματα και λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα να πλαστεί ένας μύθος γύρω από το θέμα αυτό με πολλές παραλλαγές. Ίσως για το λόγο αυτό ο μακαρίτης μπάρμπα-Γιάννης που μ’ αγαπούσε ιδιαίτερα, όταν μου το διηγήθηκε και το κατέγραψα, το Καλοκαίρι του 1958, στο τέλος πρόσθεσε προβληματισμένα: «Δεν ξέρω αν έκανα καλά που στα είπα όλα αυτά, αλλά στα είπα για να μη χαθεί η αλήθεια μαζί με μένα τώρα που μόνο εγώ ζω απ’ όλους που σ’ ανάφερα. Όσο ζω όμως κι εγώ να μη τα γράψεις πουθενά».
Κούλια (Ξενώνας) Εράτυρα. Το ιστορικό κτίσμα όπου φιλοξενήθηκαν τα σώματα των Μακεδονομάχων σήμερα καταστρέφεται λόγω αδιαφορίας
Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Εράτυρας. Φωτ. Eratyra.gr
Η Εράτυρα κατά το Μακεδονικό Αγώνα
Ο αδίστακτος και πανούργος Τσακαλάρωφ το 1901 φορτωμένος με χρήματα από τη Βουλγαρία, εμφανίστηκε στη Δυτική Μακεδονία, άρχισε να επισκέπτεται τα χωριά και να επιδιώκει να πετύχει με κάθε τρόπο (ακόμα και με τη βία) τη συγχώνευση των ελληνικών και των εξαρχικών κοινοτήτων. Σε πολλά χωριά μάλιστα υποχρέωνε τους Έλληνες μεν ιερείς να τελούν τη λειτουργία στα βουλγάρικα, τους δε χωρικούς υποχρέωνε να αγοράσουν όπλο προς 16 δραχμές ή 210 γρόσια το ένα, με σκοπό την εκδήλωση επαναστατικού κινήματος τους επόμενους μήνες του 1902.
Περί τα μέσα Ιουλίου του 1902 στα πλαίσια της οργάνωσης των χωριών, έγινε η δεύτερη προσπάθεια σποράς σλαβικού σπόρου και δημιουργίας σλαβικού πυρήνα στη Σέλιτσα (Εράτυρα).
Για την προσπάθεια αυτή των Βουλγάρων ο Θεμιστοκλής Φυτάκης μας διηγήθηκε τα εξής:
«Εκείνη την ημέρα, θυμόταν ο μπάρμπα-Θεμιστοκλής, είχαμε μαζέψει λίγο περισσότερο καπνό και όλη η οικογένεια (μικροί-μεγάλοι) ήταν στρωμένη στο ραμάτιασμα. Κατά τις 10-11 η ώρα το πρωί είδαμε να φτάνει στην πόρτα μας ένας καβαλάρης με ρούχα εμπόρου ή αγωγιάτη. Ο πατέρας μου έδειξε αμέσως ότι τον γνώριζε γιατί σηκώθηκε, τον καλωσόρισε με χειραψία και τον οδήγησε στην παρέα μας. Μας τον σύστησε ότι τον λένε Βασίλη, ότι είναι από το Σμαρδέσι (σημερινή Κρυσταλλοπηγή Καστοριάς), ότι ήταν γνωστοί από χρόνια κι ότι είναι γνωστός έμπορος της περιοχής και πολλές φορές μετέφερε εμπορεύματά του από την Κορυτσά, αλλά και από το «ελληνικό» (Τρίκαλα-Λάρισα) στην Καστοριά και στη Φλώρινα.
Αφού κάθισε και τον κεράσαμε γλυκό, καφέ και ρακή, γύρισε στον πατέρα μου και του είπε: «Αργύρη θέλω να μου βρεις και άλλους Σελιτσιώτες κυρατζήδες με καμιά δεκάρια πράματα (ζώα) για να πάμε στα σύνορα στα Τρίκαλα να φέρουμε το σιτάρι που αγόρασα. Θα σας πληρώσω καλά. Είναι ανάγκη όμως το σιτάρι να μεταφερθεί σε λίγες μέρες. Ειδοποίησε λοιπόν το Μπιτζιανέ, το Ζντρίνη, το Μπαλόϊαννο, το Νταβατζή (όλοι τους τρανοί και πασίγνωστοι αγωγιάτες) ή όποιον άλλον ευκαιρεί και θέλει. Ταχιά το πρωί θα περάσω να σας πάρω…». Ύστερα από λίγη σιωπή γύρισε την κουβέντα και ζήτησε να μάθει πως πάνε τα πράγματα στη Σέλιτσα, τι λένε οι χωρικοί για τον πόλεμο που πρόκειται να κάνουν οι Μακεδόνες για να ελευθερωθούν, ποια στάση κρατούν οι παπάδες, οι δάσκαλοι και οι προύχοντες, αν υπάρχουν οπλισμένοι στο χωριό κι αν υπάρχουν πρόσωπα που θα μπορούσαν να αναλάβουν να κηρύξουν και να μεταφέρουν τις επαναστατικές ιδέες στους απλούς πολίτες, οι οποίοι πρέπει να πιστέψουν ότι η Μακεδονία ανήκει στους Μακεδόνες. Ο μπάρμπα-Θεμιστοκλής μας διαβεβαίωσε ότι οι τελευταίες αυτές λέξεις καρφώθηκαν κυριολεκτικά από τότε στο μυαλό του και ήταν σαν να τις είχε ακούσει μόλις χθες.
Και ο κύριος Βασίλης (που δεν ήταν άλλος από το Βασίλ Τσακαλάρωφ) έκλεισε την κουβέντα λέγοντας ότι όποιος Σελιτσιώτης δάσκαλος ή παπάς ή έμπορος δεχτεί να βοηθήσει τον αγώνα θα κερδίσει πολλά. «Εσύ Αργύρη κάνε μια προσπάθεια στους Μηλαίους και στους Στρεμπαίους (πολύ γνωστούς εμπόρους Σελιτσιώτες) που τους γνωρίζεις καλά και δε βγεις ζημιωμένος».
Πριν ο πατέρας μου απαντήσει, συνέχισε ο μπάρμπα-Θεμιστοκλής, η μάνα μου που ήταν πολύ θαρραλέα και έξυπνη πετάχτηκε και του είπε: «Να με συμπαθάς κυρ Βασίλη, με το λίγο γυναικείο μυαλό που έχω θα σου πω μια κουβέντα, αν και δε μου πέφτει λόγος. Αυτά όλα που είπες μπορεί να είναι καλά και άγια, αλλά να σου πω την αλήθεια δεν τα πολυκατάλαβα, ούτε εγώ, ούτε ο Αργύρης, γιατί ούτε γράμματα ξέρουμε, ούτε με τέτοια πράγματα καταπιαστήκαμε καμιά φορά. Αυτά που είπες σε μας έπρεπε να βρεις τρόπο να τα πεις σε κανένα παπά, δάσκαλο ή γραμματισμένο. Εμείς και να πούμε κάτι θα μας κοροϊδέψουν…».
Ύστερα από τα λόγια αυτά, δε μίλησε κανένας και ο Τσακαλάρωφ έμεινε για λίγο σκεπτικός. Έβγαλε τη ταμπακέρα του, έστριψε τσιγάρο και άρχισε να καπνίζει αμήχανα. Όταν τέλειωσε το τσιγάρο, ήπιε και την υπόλοιπη ρακή που είχε το ποτήρι του, πήρε τη γκλίτσα του, μας χαιρέτησε κι έφυγε καβάλα, όπως είχε έρθει. Από εκείνη τη στιγμή ο πατέρας μου ακόμα περιμένει τον κυρ-Βασίλη να έρθει για να πάνε στα Τρίκαλα.
Ο Βασίλ Χρήστου Τσακαλάρωφ (1874-1913) γεννήθηκε στη Κρυσταλλοπηγή της Φλώρινας. Ήταν βουλγαρόφρων (κομιτατζής), επικεφαλής της δεξιάς αόρατης τότε πτέρυγας της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) στην περιοχή της Καστοριάς και Φλώρινας. Υπήρξε ο κύριος αντίπαλος του Ελληνικού Μακεδονικού Αγώνα στη Δυτική Μακεδονία.
Ο Νικολάι Παύλοβιτς Ιγνάτιεφ. Ρώσος στρατηγός, διπλωμάτης, πολιτικός και υπήρξε ο κυριότερος υποστηρικτής του ρωσικού πανσλαβισμού.
Βασίλ Τσακαλάρωφ και Πάντο Κλιάσεφ μαζί με συντρόφους (τσέτα).
Βούλγαροι κομητατζήδες,ΕΜΕΟ βοεβόδα Μήτρο Βλάχο με την τσέτα
Η Επανάσταση του Προφήτη Ηλία (Ήλιντεν) το 1903
Κατά το 1903 στο βιλαέτι Μοναστηρίου εμφανίστηκαν σε ελάχιστο χρόνο 30 συμμορίες, με δύναμη 700 κομιτατζήδες, οι οποίοι επανέλαβαν πιο άγρια και πιο συστηματικά αυτή τη φορά τις εγκληματικές ενέργειες κατά του ελληνισμού.
Από τη Λοσνίτσα και πάνω σε ολόκληρη τη Μακεδονία οι Βούλγαροι εκμεταλλευόμενοι την ανοχή της Τουρκίας που την πίεζαν οι φιλοβούλγαροι Ευρωπαίοι, που έδειχναν καθαρά ότι προετοίμαζαν γενικό κίνημα για να προκαλέσουν την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Μόνο στο βιλαέτι του Μοναστηρίου είχαν διανεμηθεί στα χωριά 40.000 όπλα σε νέους που είχαν πιστέψει στα απατηλά συνθήματα ή είχαν στρατολογηθεί με τη βία. Στο γειτονικό μας Μπλάτσι, για παράδειγμα, δολοφόνησαν κάποιον Γιοβάνη επειδή είχε αρνηθεί να επιτρέψει στο γιό του να ενταχθεί σε τσέτα κομιτατζήδων. Πολλά χωριά τότε, από τη φοβερή αυτή πίεση, ασπάστηκαν τη βουλγαρική Εξαρχία.
Παράλληλα και ταυτόχρονα η Βουλγαρία το Μάρτιο του 1903 οργάνωσε εντυπωσιακές γιορτές για να τιμήσει την επέτειο των 25 χρόνων από τη συνθήκη Αγίου Στεφάνου. Όλα έδειχναν πλέον ότι η Βουλγαρία ετοιμάζει κάποιο κίνημα. Παντού τα ηγετικά της στελέχη στις ομιλίες τους μιλούσαν για την επικειμένη εξέγερση. Η ψευτοεπανάσταση εγκαινιάστηκε στη Θεσσαλονίκη στα τέλη Μαρτίου-αρχές Απριλίου 1903, με αναρχικές, δυναμιτιστικές ενέργειες που διαπράχτηκαν από κομιτατζήδες που είχε στείλει η Βουλγαρία ειδικά για την εκτέλεση αυτού του προγράμματος.
Ο τουρκικός στρατός αντέδρασε αστραπιαία. Στράφηκε και πάλι κατά των συμμοριών και από το Φεβρουάριο ως τις αρχές Ιουλίου 1903 κατάφερε να εξοντώσει αρκετά ηγετικά στελέχη (Ντέλτσεφ, Δημήτρωφ, Πάντσεφ, κ.α.) και 631 κομιτατζήδες. Από τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης η Βουλγαρία δεν έμεινε ευχαριστημένη γιατί οι επιδιωκόμενοι σκοποί της δεν είχαν επιτευχτεί ούτε στο ελάχιστο. Το ανώτατο επιτελείο καθόρισε την ημερομηνία της εξέγερσης στις 20 Ιουλίου, ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία, που στα βουλγαρικά λέγεται «Ήλι-Ντεν».
Και πράγματι ξέσπασε «η γενική επανάστασις», παντού άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες και οι οπλισμένοι χωρικοί άρχισαν να επιτίθενται κατά μεμονωμένων ανίσχυρων τουρκικών τμημάτων, βάζοντας φωτιά στους τουρκικούς κουλάδες (πύργους) των μπέηδων με τις αποθήκες και τις εγκαταστάσεις τους. Με τον τρόπο αυτό οι Βούλγαροι προσπάθησαν από την πρώτη στιγμή να δώσουν και κοινωνικό περιεχόμενο στον αγώνα τους, χτυπώντας, τα τσιφλίκια και τα περιουσιακά στοιχεία των μπέηδων. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Βούλγαροι επιχείρησαν να παρουσιάσουν ότι στην εξέγερση του Ίλιντεν έλαβαν μέρος και Πατριαρχικές Κοινότητες (άσχετα αν στην ενέργειά τους αυτή οδηγήθηκαν οικειοθελώς ή με τη βία), όπως συνέβη με τις ανθούσες ελληνικότατες κωμοπόλεις της Δυτικής Μακεδονίας Κρούσοβο, Νυμφαίο (Νέβεσκα), Μηλόβιστα και Κλεισούρα. Στα προπύργια αυτά του ελληνισμού οι τσέτες προσέβαλλαν τις ανίσχυρες τουρκικές φρουρές και θέλησαν να τα παρουσιάσουν ως εστίες της επανάστασης. Με την ενέργειά τους αυτή επεδίωκαν πρώτον να εμφανίσουν στην κοινή γνώμη και κυρίως στις φιλοβουλγαρικές Μεγάλες Δυνάμεις την εξέγερση ως καθολική δραστηριότητα όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχαν απολύτως καμιά σχέση με την ψευτοεπανάσταση οι Έλληνες κάτοικοι των τεσσάρων αυτών κωμοπόλεων, όπως και το μέγιστο μέρος του πληθυσμού της Μακεδονίας και δεύτερον να εκθέσουν το ελληνικό στοιχείο στον Τούρκο κατακτητή και να προκαλέσουν τη μήνη του κατά των κέντρων του ελληνισμού.
Η κατάληψη της γειτονικής μας Νυμφαίου και Κλεισούρας, στις 23 Ιουλίου, όπου δεν υπήρχε Σλάβος ούτε για δείγμα, η καταλήστευση των Κλεισουριωτών από τον Τσακαλάρωφ, οι εκβιασμοί, οι λεηλασίες και προπάντων οι αναίτιες συλλήψεις και εκτελέσεις κατοίκων, σκόρπισαν στη Σέλιτσα και στα περίχωρα, όπου υπήρχαν πολλοί συγγενείς τους, τον τρόμο και τον πανικό.
Ο Μήτρος Βλάχος ήταν έναν από τους κυριότερους αντιπάλους των ελληνικών σωμάτων στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας
Αποκορύφωμα της θηριωδίας των Τούρκων θεωρείται η καταστροφή του Κρουσόβου που υπήρξε και το τέλος της «επανάστασης» της 20ης Ιουλίου 1903 (Ήλιντεν). Οι κομιτατζήδες εισήλθαν στην πόλη τη νύχτα της 19ης προς την 20ης Ιουλίου 1903 και την κράτησαν για δέκα μέρες με το γνωστό ψεύτικο σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες», υπονοώντας ότι οι Μακεδόνες αποτελούσαν ξεχωριστή Εθνότητα. Το τι όμως έκρυβαν οι Βούλγαροι πίσω από το σύνθημα αυτό το είχαν καταλάβει οι Μεγάλες Δυνάμεις. Και πράγματι φάνηκε στην περίπτωση του Κρουσόβου. Στην πόλη ελάχιστοι ήταν οι σλαβόφωνοι κάτοικοι συγκεντρωμένοι σε μια μικρή συνοικία. Αυτήν προκατέλαβαν οι κομιτατζήδες επαναστάτες και τις επόμενες μέρες βάλθηκαν να ξεριζώσουν και να αφανίσουν καθετί ελληνικό. Υποχρέωσαν τους κατοίκους να καταβάλουν εισφορά σε καθαρό χρυσάφι, αναπέτασαν τη βουλγαρική σημαία, απαγόρευσαν την ελληνική γλώσσα και περιφέρονταν στους δρόμους τραγουδώντας το «Μακεδονία παλιά Βουλγαρία…». Ο τουρκικός στρατός αντέδρασε αμέσως, αλλά οι επικεφαλής του δωροδοκημένοι από τους Βούλγαρους, αντί να τον στρέψουν κατά της βουλγαρικής συνοικίας, όπου βρισκόταν η εστία της εξέγερσης, άφησαν τους κομιτατζήδες να φύγουν ανενόχλητοι (δίχως να πειράξουν τη βουλγαρική συνοικία) και τον οδήγησαν κατά των ελληνικών συνοικιών, όπου διέπραξε εγκλήματα πρωτοφανούς αγριότητας, έσφαξε αμάχους, έκανε βιασμούς, λεηλάτησε τα πάντα και τέλος πυρπόλησε 366 σπίτια και 203 καταστήματα.
Το κίνημα έσβησε σαν πυροτέχνημα ως τα τέλη Αυγούστου και άφησε πίσω του άφησε ερείπια. Ο απολογισμός ήταν τρομακτικός. Πάνω από 22 χωριά είχαν τελείως καταστραφεί και 40.000 Μακεδόνες είχαν μείνει άστεγοι. Άλλα χωριά είχαν πάθει σοβαρές ζημιές και 8.000 σπίτια είχαν γίνει ερείπια. Η μισή σοδειά είχε καεί και τα περισσότερα ζώα είχαν αρπαγή ή θανατωθεί. Τέλος οι ανθρώπινες ζωές που χάθηκαν υπολογίζονται σε 2.000.
Από όλη όμως αυτή αναταραχή οι Βούλγαροι πέτυχαν τη διαφήμιση που επεδίωκαν. Το Κομιτάτο αποκρύπτοντας με επιμέλεια τις δικές του υπονομευτικές ενέργειες, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις τουρκικές αγριότητες (κυρίως την καταστροφή του Κρουσόβου).
Τις χρησιμοποίησε σαν επιχείρημα με το οποίο κατάφερε να πείσει την ευρωπαϊκή διπλωματία ότι η μόνη αιτία των ταραχών ήταν η τουρκική κακοδιοίκηση και η μη ειλικρινής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Φεβρουαρίου του 1903 από μέρους της Τουρκίας. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1903 στην αυστριακή πόλη Μύρστεγκ συνέταξαν καινούριο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, το οποίο αποσκοπούσε σε ένα είδος αυτονόμησης της Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι πριν τελειώσει το 1903 άρχισαν ένα νέο αγώνα εξόντωσης του Ελληνισμού της Μακεδονίας, δίχως προσχήματα. Το περιβόητο και απατηλό «η Μακεδονία για τους Μακεδόνες» μετατράπηκε σε «η Μακεδονία στους Βουλγάρους».
Ειδικά πρέπει να προσθέσουμε ότι οι Τούρκοι πίεζαν τους προκρίτους να μη φέρνουν αντιρρήσεις στα ‘όργανα των κομιτατζήδων και να υπογράφουν δηλώσεις ότι προσχωρούν στη Βουλγαρική Εξαρχία. Αυτό προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών.
Από αριστερά Ανδρέας Καρατάσος, Οπλαρχηγός Νικόλαος Κόλιας, Διμοιρίτης, Ζαχαρίας Διάφας, Οπλίτης και Σωτήριος Κρικόρης, Οπλίτης
Χριστιανοί εκ του Οθωμανικού στρατιωτικού σώματος 47 ου συντάγματος 1ου και 3ου τάγματος υπηρετούντες εν Κοτσάνη.
Η αφύπνιση και η αντίδραση του ελληνισμού
Το πνεύμα της ηττοπάθειας, της αδράνειας και του φόβου που είχε κυριεύσει τους υπεύθυνους πολιτικούς της Ελλάδος μετά τον πόλεμο του 1897 ως το 1903. Πάγια θέση τους ήταν να αποφεύγεται οιαδήποτε προστριβή προς οιονδήποτε η οποία θα μπορούσε να εκθέσει την «καλή διαγωγή»της Ελλάδος ενώπιον των Μεγάλων Δυνάμεων και να θεωρηθεί ως πρόσκληση ή απειλή. Οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1897 δεν έδειχναν ούτε διάθεση να αναμιχθούν στα δραματικά γεγονότα. Αντίθετα επικρατούσε η περίεργη άποψη ότι έπρεπε να ενισχυθεί ο τουρκικός στρατός για να επιβάλλει την τάξη.
Το πιο σκανδαλώδες , το πιο προκλητικό, απαράδεκτο, ή της αδυναμίας των ελληνικών Κυβερνήσεων, ήταν η στάση και η συμπεριφορά απέναντι στους Βούλγαρους. Τους επέτρεπαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην Αθήνα και σε όλες πόλεις της ελεύθερης Ελλάδος, να οργανώνουν στο ελληνικό έδαφος συμμορίες, να αγοράζουν όπλα, να οργανώνουν πράκτορες του Κομιτάτου και να μπαινοβγαίνουν ελεύθερα στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Αλλά και όταν η καταδίωξη των συμμοριών τους εντεινόταν στο έδαφος της Μακεδονίας, τα μέρη του ελληνικού Κράτους (Τρίκαλα-Λάρισα) αποτελούσαν άσυλο και ασφαλές καταφύγιο. Από τα πάμπολλα περιστατικά που δείχνουν τη μακαριότητα που επικρατούσε στην ελεύθερη Ελλάδα θα αναφέρουμε τη σκανδαλώδη φυγή του Τσακαλάρωφ και του Κλιάσεφ. Όταν είχε σβήσει η επανάσταση του Ίλιντεν, ο Τσακαλάρωφ, η αδελφή του ο Κλιάσεφ και είκοσι περίπου οπαδοί τους, μπήκαν στο ελληνικό έδαφος δεν ενοχλήθηκαν σαν να ήταν γνήσιοι Έλληνες πολίτες από τα Τρίκαλα στην Άρτα, από εκεί στην Κέρκυρα, μέσω Τεργέστης-Βελιγραδίου έφθασαν στη Σόφια. Τέλος τα ελληνικά Προξενεία στη Μακεδονία δεν εκτιμούσαν ορθά την κατάσταση. Η περίοδος ανάμεσα στη ήττα του 1897 και τη βουλγαρική εξέγερση του 1903 στη Μακεδονία, χαρακτηρίστηκε από τις χειρότερες της ελληνικής ιστορίας.
Εκείνος που συνήλθε πρώτος από το λήθαργο, συνειδητοποίησε το μέγεθος της απειλής της Ορθοδοξίας στη Μακεδονία και αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα κατά του πανσλαβισμού ήταν ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Ιωακείμ ο Γ, ο οποίος άρχισε να τοποθετεί στις μακεδονικές Μητροπόλεις νέους, μορφωμένους, δραστήριους και ικανούς Ιεράρχες όπως ο Χρυσόστομος στη Δράμα, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι, ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά.
Γερμανός Καραβαγγέλης (1866-- 1935) ήταν Μητροπολίτης Καστοριάς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού αργότερα, οργανώνοντας ανταρτικά σώματα με ντόπιους οπλαρχηγούς με συνέπεια να αναδειχθεί μία από τις σημαντικότερες μορφές των Αγώνων εκείνων. Οι υπηρεσίες του τόσο προς το Έθνος όσο και προς την Ελλαδική Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξαν ανεκτίμητες.
Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ανάμεσα σε Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες
Ο Δημήτριος Καλαποθάκης του Οικονόμου (1865-1921), ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και συγγραφεύς, ιδρυτής της εφημερίδας "Εμπρός". Υπήρξε ένας από τους κύριους διοργανωτές του Μακεδονικού Κομιτάτου το 1904, προκειμένου ν΄ ανακοπεί ο εκβουλγαρισμός της Μακεδονίας και να βοηθήσει με όπλα, χρήματα και εφόδια τους Έλληνες Μακεδονομάχους. Του Κομιτάτου αυτού υπήρξε πρόεδρος μέχρι τη διάλυσή του.
Η τοποθέτηση του νεαρού (34 ετών) Καραβαγγέλη στην Καστοριά στα τέλη 1900 αποτέλεσε ακτίνα ελπίδας μέσα στο πνιγηρό σκοτάδι της βουλγαρικής τρομοκρατίας. Η μορφή του υπήρξε το σύμβολο της αντίστασης και του αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Η πρώτη ενέργεια του γενναίου Καραβαγγέλη ήταν να επισκεφθεί την επισκοπή του περιφέρεια και για να καταστεί απόλυτα ενήμερος και να σχηματίσει προσωπική αντίληψη των πραγμάτων.
Κατόπιν πήγε στο Μοναστήρι, στον τότε ‘Έλληνα Πρόξενο Πεζά, ο οποίος του υποσχέθηκε αμέριστη συμπαράσταση, αλλά δυστυχώς η Κυβέρνηση Δεληγιάννη κώφευσε σε όλες τις εκκλησίες του Καραβαγγέλη. Εκείνος όμως δεν έχασε το θάρρος του. Εξακολούθησε να γυρίζει με το άσπρο άλογό του οπλισμένος σε όλα τα χωριά και να εμψυχώνει τους κατοίκους, αδιαφορώντας για τις απειλές του Κομιτάτου ότι θα τον δολοφονήσει. Έχοντας μόνο ένα καβάση (ακόλουθο) οπλισμένο, τον Εμίν, έσπαζε τις αλυσίδες που είχαν τοποθετήσει οι Βούλγαροι στις ελληνικές εκκλησίες και με πιστόλι γεμάτο επάνω στην Αγία Τράπεζα λειτουργούσε ελληνικά και με πύρινους λόγους εξηγούσε στους κατατρομαγμένους χωρικούς τα απατηλά συνθήματα των Βουλγάρων και τους καλούσε να μείνουν πιστοί στην Ορθοδοξία και τον ελληνισμό.
Οι σλαβόφωνοι Έλληνες αναθάρρησαν τον πίστεψαν και έγινε ο εθνικός αρχηγός των Δυτικομακεδόνων. Όλα σχεδόν τα χωριά που είχαν συρθεί με τη βία και είχαν δεθεί στο άρμα της βουλγαρικής Εξαρχίας, πριν από το τέλος του 1903 επέστρεψαν στην Ορθοδοξία και λάτρευαν τον Καραβαγγέλη. Οι Βούλγαροι πραγματικά εντυπωσιάζονταν από το πρωτοφανές θάρρος του Έλληνα Ιεράρχη και φοβούνταν να τον πλησιάσουν. Το πρώτο μέρος του σχεδίου του ο Καραβαγγέλης το είχε πετύχει και με το παραπάνω. Σειρά το δεύτερο και σπουδαιότερο μέρος του ήταν να επαναφέρει στην ελληνική ιδεολογία τους σλαβόφωνοι καπετάνιους και τα σώματά τους που είχαν παρασυρθεί στην Ε.Μ.Ε.Ο. και είχαν πιστέψει στα απατηλά συνθήματα της προπαγάνδας της. Η αρχή έγινε από τον πασίγνωστο σλαβόφωνο καπετάν Κώτα από τη Ρούλια (ορεινό χωριό στην Καστοριά), ο οποίος αγωνιζόταν με το σώμα του εναντίον των Τούρκων από το 1897. Ο Καραβαγγέλης τον συνάντησε το 1902 και του φανέρωσε την αλήθεια της σλαβικής προπαγάνδας και από τότε ο Κώτας άρχισε με πείσμα το διπλό αγώνα κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων.
Στη συνέχεια στράφηκε στον επίσης σλαβόφωνο Έλληνα καπετάν Βαγγέλη Στρεμπενιώτη από το Στρέμπενο Φλωρίνης. Τον έπεισε να λύσει τον όρκο του προς την Ε.Μ.Ε.Ο., που είχε δώσει αυτός και τα παλικάρια του με πλανερό τρόπο και να αρχίσει τον αγώνα για την Ελλάδα. Ο πανέξυπνος Μητροπολίτης έβαλε όλη τη διπλωματικότητά του και την ευφυΐα του και κατάφερε να συναντηθεί με το διαβόητο Γκέλεφ, να συνομιλήσει μαζί του και να τον κάνει στο τέλος να κλάψει γονατιστός, να ορκιστεί στο Σταυρό που κρατούσε στο χέρι ο Καραβαγγέλης και να φιλήσει το χέρι του. Μετά τον όρκο του Ο Γκέλεφ υπόγραψε αναφορά προς την ελληνική Κυβέρνηση ότι θα πολεμήσει στο εξής μαζί με τους άντρες του στο πλευρό του Καραβαγγέλη για την ελληνική Μακεδονία, τονίζοντας ότι έχει μετατραπεί σε άσπονδο εχθρό του Τσακαλάρωφ.
Ο Καραβαγγέλης όταν έχασε κάθε ελπίδα βοήθειας από το επίσημο ελληνικό Κράτος κι όταν πείστηκε ότι η ελληνική Κυβέρνηση δεν τολμούσε να ξεπεράσει τους φόβους της, άρχισε να αλληλογραφεί με προσωπικότητες της Αθήνας, μεταξύ των οποίων ήταν ο Στέφανος Δραγούμης, ο γιός του Ίωνας Δραγούμης και ο Παύλος Μελάς, γαμπρός στη θυγατέρα του Στεφάνου Δραγούμη, νεαρός τότε Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού. Από το τελευταίο ο Καραβαγγέλης ζήτησε το 1903, να του στείλει μερικά πεπειραμένα παλικάρια από την Κρήτη για να πλαισιώσει τα ντόπια μακεδονικά ένοπλα σώματα. Ο Μελάς πράγματι του έστειλε 10 Κρητικούς οπλισμένους που πολέμησαν κάτω από τις διαταγές των Μακεδόνων οπλαρχηγών. Επικεφαλής ήταν ο Θύμιος Καούδης.
Δίκαια συνεπώς ο Καραβαγγέλης θεωρείται ο δημιουργός των πρώτων πυρήνων των ανταρτικών σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία (Παύλου Κύρου, Δημ. Νταλίπη, Κώστα Ντόγρα κ.α.). Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι ο Καραβαγγέλης κατόρθωσε να διώξει τους Βούλγαρους από την Καστοριά, όπου είχαν ριζώσει για τα καλά και πριν είκοσι χρόνια είχαν αρχίσει να λειτουργούν ακόμη και βουλγαρικό Γυμνάσιο. Το έκλεισε και κατέστρεψε όλο το προπαγανδιστικό και ανθελληνικό υλικό που είχε συγκεντρωθεί μέσα σ’ αυτό.
Από το 1904 η δράση του Καραβαγγέλη εντάθηκε, όλοι πλέον τον θεωρούσαν ιθύνοντα νου των ελληνικών ανταρτικών ομάδων και ψυχή του Μακεδονικού Αγώνα στη Δυτική Μακεδονία. Αλλά και με τους Τούρκους κατόρθωσε να δημιουργήσει καλές σχέσεις και οι μπέηδες της περιοχής τον σεβόταν και τον βοηθούσαν αρκετά, κυρίως ο Ρουστέμ μπέης. Αυτή όμως η φαινομενική συμμαχία με τους Τούρκους καθώς και όλη η δραστηριότητά του είχαν προκαλέσει ανησυχίες στη Αθήνα. Όμως έπρεπε να χτυπηθεί με κάθε τρόπο η βουλγαρική διείσδυση και η φιλία με τους Τούρκους ήταν ένας τρόπος που βοηθούσε σημαντικά στο να κερδηθεί το έδαφος που είχαν χάσει ως τότε οι Έλληνες.
Στη Βουλγαρία, τέλος δημιουργήθηκε τρανή ανησυχία γι αυτό και η Σόφια ζήτησε από τη Μόσχα να επέμβει. Ο ρώσος Πρεσβευτής στην Κων/πολη πίεσε, πράγματι, το μεγάλο Βεζύρη Φερήτ να απαιτήσει από τον Πατριάρχη την απέλαση του Καραβαγγέλη, διαφορετικά ο ίδιος θα τον μετέφερε με τη βία στην Κων/πολη.
Ο Πατριάρχης τελικά αναγκάστηκε το 1907 να ανακαλέσει τον Καραβαγγέλη στην Κων/πολη και να τον τοποθετήσει Μητροπολίτη Αμασείας του Πόντου με έδρα Σαμψούντα. Η λύπη που ένιωσε εγκαταλείποντας τη Δυτική Μακεδονία σίγουρα ήταν πολύ πικρή, αλλά όμως ευτύχησε να ιδεί το σπόρο που είχε σπείρει, όχι μόνο να είχε φυτρώσει, αλλά και είχε δώσει και καρπούς σε όλη τη Μακεδονία, όπως είχαν αφανιστεί ουσιαστικά από τα ηρωικά ελληνικά ανταρτικά σώματα.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Γερμανός και εκεί στον Πόντο ανέπτυξε έντονη δράση δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο, αλλά και ένοπλες ομάδες κατά των Τούρκων άτακτων που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913 ως μητροπολίτης Αμάσειας διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αντιστάθηκε σθεναρά στις διώξεις των Νεότουρκων αφιερώνοντας τις δυνάμεις του στην υπεράσπιση των δικαίων των Ελλήνων και Αρμενίων. Για τις ενέργειές του αυτές συνελήφθη και στάλθηκε δέσμιος στη Κωνσταντινούπολη, όπου και φυλακίστηκε το 1917 για κάποιο χρονικό διάστημα. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο Γερμανός πρότεινε στον υπουργό εξωτερικών της Ελλάδας, Μπαλτατζή, συνεργασία με Κούρδους και Αρμένιους εναντίον του εθνικιστικού κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Η ποντοαρμενική συνεργασία αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας αυτόνομης χριστιανικής δημοκρατίας (κράτους) στην περιοχή του Πόντου. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία. Αργότερα το 1924
ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη.
Πέθανε πάμπτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη. Τα απομνημονεύματα που έγραψε ειδικά για τον Μακεδονικό Αγώνα, εκδόθηκαν από την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών το 1959. Το ίδιο έτος το «Ίδρυμα Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου» από κοινού με την «Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών» επιχορήγησαν τη μεταφορά των οστών του με τιμητική συνοδεία αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στην Καστοριά, όπου και τοποθετήθηκαν σε κρύπτη κάτω από τον ανδριάντα του.
Το Δεσπότη Γερμανό Καραβαγγέλη ο ελληνισμός τον ευγνωμονεί και επάξια τον έχει κατατάξει στη χορεία των Εθνικών του Ηρώων.
Ο Ίωνας Δραγούμης ορκίζει την πρώτη «Επιτροπή Αμύνης» στη Σέλιτσα (Εράτυρα)
Ιων Δραγούμης. 1878-31 Ιουλίου 1920. ήταν διπλωμάτης, πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε βασικός οργανωτής των ελληνικών κοινοτήτων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Στα Ιουλιανά επεισόδια ο Δραγούμης δολοφονήθηκε από τους Βενιζελικούς
Μετά την παρουσία του Δεσπότη Καραβαγγέλη, εμφανίστηκε ένας δεύτερος τρανός Μακεδονομάχος ο Ίωνας Δραγούμης. Υπήρξεν ο πρώτος «αντάρτης» πολιτικός άνδρας, που αδιαφόρησε για το πολιτικό του μέλλον και εργάστηκε με όλες τις δυνάμεις για τη διάσωση του ελληνισμού από τον κίνδυνο του πανσλαβισμού, παρά τις ζωηρές αντιρρήσεις των Προϊσταμένων του και τις απαγορευτικές εντολές που υπήρχαν από το επίσημο ελληνικό Κράτος.
Είναι γνωστό ότι το Νοέμβριο 1902 διορίστηκε Υποπρόξενος στο Προξενείο Μοναστηρίου (Μπιτωλίων). Επίσης είναι γνωστό ότι ο Ίωνας Δραγούμης ήταν γυναικάδελφος του Παύλου Μελά και ήταν γόνος της ιστορικής οικογένειας Δραγούμη από το Βογατσικό (Μπογατσκό). Μόλις εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι οργάνωσε χωρίς την έγκριση των Προϊσταμένων του ένα μυστικό σωματείο την «ΑΜΥΝΑ», που σιγά-σιγά διακλαδώθηκε σ’ όλη τη Δυτική Μακεδονία σε κάθε πόλη και σε κάθε κωμόπολη που ήταν κέντρο των γύρω χωριών. Σκοπός του σωματείου αυτού ήταν, όπως έλεγε ο κανονισμός του, η άμυνα των ελληνικών Κοινοτήτων εναντίον οιουδήποτε εχθρού και ειδικότερα η περιφρούρηση του ελληνισμού, ο εξοπλισμός του ελληνικού στοιχείου και η συλλογή πληροφοριών σχετικά με τη δράση των βουλγαρικών συμμοριών. Για το λόγο αυτό άρχισε να κάνει γνωριμίες με καλούς Έλληνες πατριώτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς που γνώρισε στα Μπιτώλια ήταν και ο Ερατυρεύς μεγαλέμπορος Ιωάννης Στρέμπας, που υπήρξε μέλος της πρώτης Επιτροπής «ΑΜΥΝΗΣ» στο Μοναστήρι. . Κατόπιν απ’ αυτόν ο γιατρός Φεραίος που είχε κάνει γιατρός στη (Εράτυρα) Σέλιτσα για πολλά χρόνια και πληροφορήθηκε ο Δραγούμης τα ονόματα των Σελιτσιωτών, στα οποία μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη, είναι καλοί
πατριώτες, έχουν καλό όνομα στο χωριό και έχουν κάποια οικονομική άνεση, συνεπώς μπορούν να βοηθήσουν τον αγώνα. Τα πρόσωπα αυτά που μπορούσε μελλοντικά να ενοχλήσει με απόλυτη μυστικότητα και εμπιστοσύνη ήταν οι Δημητράκης Οικονομίδης, Παπα-Γιώργης Δαφίνης (γνωστός με το παρατσούκλι Παπαχαντζιάρας) και Δημ. Τσιάρας.
Ο Παπαχαντζιάρας, μετά το 15 Αυγούστου του 1903, έλαβε ένα εμπιστευτικό γράμμα από τον καλό φίλο του Κων/νο Κυριαζή ή Τσικρίκη από το Μπλάτσι με τον οποίο τον παρακαλούσε να πάρει μαζί του τον Οικονομίδη και τον Τσιάρα και να κατεβούν στην Αγία Παρασκευή στο Ντοβαμίστι, σε ορισμένη ημέρα και ώρα, για να συναντηθούν και να κουβεντιάσουν για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Τον παρακαλούσε όμως ότι όλα θα πρέπει να γίνουν με άκρα μυστικότητα και μεγάλη προφύλαξη.
Οι τρείς τους με την πρόφαση ότι θέλουν να πάμε να αλέσουν σιτάρι στο μύλο του Τσιάπρα που ήταν στο Δοβαμίστι, φόρτωσαν ένα μουλάρι και πήγαν στο μύλο. Κατά το μεσημέρι κατηφορίζει από το Μπλάτσι μια παρέα. Ανάμεσά τους ήταν ο Ίων Δραγούμης και οι Μπλατσιώτες Κ. Τσικρίκης, και Κων. Κούντουρας, μηχανικός στα Μπιτώλια και στενός φίλος και συνεργάτης του Ίωνα Δραγούμη. Τους καλωσόρισαν, τους φίλεψαν ντομάτα, τυρί, ελιές και φρέσκο ζυμωτό ψωμί . Ο Ίωνας, θερμός πατριώτης καθώς ήταν, άρχισε αμέσως να τους φανερώνει το σκοπό της επίσκεψής του, τα σχέδια και τα όνειρά του. Στο τέλος τους είπε: Βιάζομαι να φτάσω στην Καστοριά όπου συμβαίνουν σπουδαία γεγονότα. Δυστυχώς δεν μπορώ να μείνω για πολύ ακόμα μαζί σας. Αν όμως συμφωνείται με τα λεγόμενά μου να μου το δηλώσετε τώρα». Και οι τρείς Ερατυρείς, δίχως δισταγμό απάντησαν και ο Παπαχαντζιάρας αφού φόρεσε το πετραχήλι όρκισε στο Ευαγγέλιο και τους δύο άλλους με τον όρκο που τους υπαγόρευε ο Ίωνας. Ήταν σύντομος και απλός. Ζητούσε άκρα μυστικότητα για την «ΑΜΥΝΑ», πιστή εφαρμογή των οδηγιών που θα λάβαιναν μελλοντικά και προσπάθεια μύησης όσο το δυνατό περισσοτέρων Σελιτσιωτών στο κοινό αγώνα κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Ύστερα ο Δραγούμης έβγαλε ένα τεφτέρι και έβαλε σταυρό μπροστά από τα ονόματα των τριών Σελιτσιωτών που είχε γραμμένα. Δίχως χρονοτριβή τους αγκάλιασε, τους φίλησε, ανέβηκε στο άλογο και έφυγε με την παρέα του προς την Καστοριά.
Η μυημένη τριάδα, γύρισε στο χωριό χωρίς να ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Και οι τρεις ένιωθαν ένα ανάκατο και ακαθόριστο συναίσθημα φόβου και χαράς. Έκριναν καλό και έπραξα να μυήσουν τον αδελφικό φίλο του Οικονομίδη δάσκαλο Παναγιώτη Στρέμπα και τον Χρήστο Τζάρο, που η γυναίκα του ήταν Μπλατισώτισσα συγγενής του Τσικρίκη, με το σκεπτικό ότι ήταν σε θέση να βοηθήσουν μελλοντικά τον αγώνα. Και πραγματικά και οι δύο αργότερα πρόσφεραν αρκετά. Ειδικά ο Στρέμπας αναδείχτηκε κορυφαίο στέλεχος της τοπικής Επιτροπής Σελίτσης και αγωνίστηκε με αυτοθυσία, θάρρος, σύνεση και μετριοπάθεια.
Από την ανέκδοτη όμως έκθεση του Μπλατσιώτη Κ. Τσικρίκη, Προέδρου της Βλάστης μαθαίνουμε ότι ο Ίων Δραγούμης, πριν κάνει την επίσκεψή του στο Μπλάτσι και στα χώρια που αναφέραμε πιο πάνω, ήταν στην Κλεισούρα. Απ’ εκεί έστειλε τον Σιατιστινό γιατρό Κούγια για να οργανώσει και να ορκίσει Επιτροπές στη Σέλιτσα, Σιάτιστα κ.λπ., αλλά ο Κούγιας φοβήθηκε και δεν προέβη σε καμιά ενέργεια. Ο Σιατιστινός γιατρός με την ατολμία του αυτή γλίτωσε (άθελά του φυσικά) από βέβαιο αφανισμό 300 Βουλγάρους που κρυβόταν εκείνες τις ημέρες κοντά στο Μπλάτσι. Ο Τσικρίκης ισχυρίζεται ότι αν ο Κούγιας είχε κάνει γνωστές τις εντολές του Δραγούμη, οι Μπλατσιώτες θα είχαν προδώσει τους Βουλγάρους στον τουρκικό στρατό που βρισκόταν μέσα στο χωριό.
Όταν ο Δραγούμης έμαθε τα καθέκαστα, μετά από 15 ημέρες έστειλε τον Κλεισουριώτη γιατρό Αργυρόπουλο για να πράξει ό,τι δεν είχε πράξει ο Κούγιας. Ο Αργυρόπουλος πράγματι οργάνωσε το Μπλάτσι και τα γύρω χωριά προς την πλευρά της Πτολεμαῒδας. Ο Κων. Κούντουρας με την άδεια του Δραγούμη, ήρθε στην περιοχή και άρχισε να επισκέπτεται πάλι τα χωριά, να εμψυχώνει τους τρομοκρατημένους κατοίκους και να ενθαρρύνει τα μέλη των Επιτροπών.
Η οργάνωση αυτή των χωριών και των πόλεων από τον Ίωνα Δραγούμη δεν είχε δυστυχώς στέρεες βάσεις αλλά ήταν επιφανειακή. Πολύς ο ενθουσιασμός, αλλά λίγα τα μέσα και λιγότερα τα αποτελέσματα. Έλειπαν τα όπλα, τα χρήματα, η πειθαρχία, η επιβολή, η κεντρική διεύθυνση, ο σαφής προσανατολισμός και η κατευθυντήρια γραμμή, η αποφασιστικότητα, η πνοή, τα κύρια δηλαδή χαρακτηριστικά στοιχεία μιας μυστικής επαναστατικής οργάνωσης. Η προσπάθεια αυτή ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, πρώτον γιατί ο Ίωνας Δραγούμης μετατέθηκε από το Μοναστήρι στα μέσα του 1904, δηλαδή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και δεύτερον γιατί το επίσημο ελεύθερο ελληνικό Κράτος δεν ήξερε ακόμη ποιον δρόμο να ακολουθήσει στο πολύ μπερδεμένο και ακανθώδες Μακεδονικό ζήτημα, όπου διασταυρώνονταν όλες οι βλέψεις και οι επιρροές των Κρατών της Βαλκανικής και της Ευρώπης. Έτσι το βουλγαρικό Κράτος ανενόχλητο είχε πέσει με τα μούτρα και με τα μέσα στον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας. κι αυτό ήταν παντού γνωστό και είχε γίνει από όλους αντιληπτό.
Ωστόσο κανένας ιστορικός δεν αρνείται ότι υπήρξε και η θετική πλευρά, δεδομένου ότι ο Ίωνας Δραγούμης με τα ταξίδι του αυτό κατάφερε να διαλύσει την απογοήτευση, τους φόβους και τους ενδοιασμούς, έστω και από τους λιγοστούς τρομοκρατημένους και απελπισμένους κατοίκους των χωριών και να τους τονώσει το ηθικό και το παραλυμένο θάρρος τους. Απ’ την άλλη μεριά η δημιουργία της «ΑΜΥΝΑΣ» αποτέλεσε το θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο στηρίχτηκε όλη η μετέπεια ένοπλη αντίσταση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, η οποία άρχισε από τον Παύλο Μελά το Φθινόπωρο του 1904 και τέλειωσε το Καλοκαίρι του 1908.
1904: Έτος του Παύλου Μελά
Στέφανος Δραγούμης, νομικός και πολιτικός που διετέλεσε πρωθυπουργός της Ελλάδος το 1910. Υπήρξε επίσης ένας από τους κύριους οργανωτές του Μακεδονικού Αγώνα μαζί με τον γιο του, Ίωνα Δραγούμη και τον γαμπρό του Παύλο Μελά
Πηνελόπη Δέλτα, Παύλος Μελάς
ΟΠαύλος Μελάς με τα αδέλφια του
Παρόλη τη μακαριότητα που διέκρινε τους Έλληνες πολιτικούς όλα αυτά τα χρόνια, υπήρχαν ευτυχώς και αρκετοί απλοί πολίτες που δεν περίμεναν τις φλόγες του Κρουσόβου για να αφυπνιστούν. Μεταξύ αυτών ήταν και πολλοί νεαροί αξιωματικοί, μέλη της διαλυμένης Εθνικής Εταιρείας, όπως οι Ανθυπολοχαγοί Πυροβολικού Παύλος Μελάς, Κων/νος Μαζαράκης, Γεώργιος Τσόντος, ο Ανθυπολοχαγός Πεζικού Γιώργιος Κατεχάκης, ο Λοχαγός Αλέξανδρος Κοντούλης κ.α. Όλοι αυτοί είχαν αντιληφθεί από πολύ νωρίς την τραγικότητα της κατάστασης στη Μακεδονία και πίστευαν ότι είχαν χρέος να αγωνιστούν για τον ελληνισμό, ανεξάρτητα από την πολιτική που εφάρμοζε η Κυβέρνηση. Κατέληξαν λοιπόν στην απόφαση πως έπρεπε να οργανωθεί μια ελληνική εξωτερική οργάνωση στη Μακεδονία και κατόπιν να επιχειρηθεί κάποια σοβαρή προσπάθεια με όπλα. Γι αυτό και ο Γερμανός Καραβαγγέλης συνεργάστηκε μαζί τους και ζήτησε από τον Παύλο Μελά την αποστολή Κρητικού ενόπλου σώματος. Στην Αθήνα είχαν συγκροτηθεί μερικές οργανώσεις όπως ήταν ο «Κεντρικός Μακεδονικός Σύλλογος», με ιδρυτή τον Θεοχάρη Γερογιάννη, η Εταιρεία «Ελληνισμός» του καθηγητή Νεοκλή Καζάζη, «Ο Μακεδονικός Όμιλος» του Στεφάνου Δραγούμη και του Αθανασίου Αργυρού κ.α.
Πρώτο αξιόλογο γεγονός ήταν η σύσταση και η οργάνωση στην Αθήνα του Μακεδονικού Κομιτάτου, με Πρόεδρο το Διευθυντή της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτρη Καλαποθάκη και μέλη αξιωματικούς και άλλους προσωπικότητες. Το Μακεδονικό Κομιτάτο έμελλε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Από την πρώτη στιγμή ήρθε σε συνεργασία με τους πρωτοπόρους Μακεδονομάχους Στέφανο Δραγούμη και Παύλο Μελά, προκειμένου να συντονιστούν οι ενέργειες για την ενίσχυση των Μακεδόνων με ένοπλα σώματα από την ελεύθερη Πατρίδα. Το δεύτερο και ίσως και το πιο σοβαρό γεγονός ήταν η στροφή της ελληνικής πολιτικής στα τέλη του 1903. Οι σαφείς ενδείξεις σύμφωνα με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της Μυρστέγης, ότι οι Ευρωπαίοι μελετούσαν ήδη τη δημιουργία αυτόνομης Μακεδονίας πάνω σε ασαφείς εθνολογικές βάσεις, οδήγησε στην άρση των επιφυλάξεων και στην αλλαγή της στάσης των κυβερνητικών παραγόντων στην Αθήνα. Η Κυβέρνηση Θεοτόκη αποφάσισε επιτέλους να δράσει. Πραγματοποίησε ριζική αναδιοργάνωση στα ελληνικά Προξενεία της Μακεδονίας, ώστε να είναι σε θέση να διευθύνουν τον πιθανό ένοπλο αγώνα του μακεδονικού ελληνισμού.
Στα πλαίσια αυτής της αναδιοργάνωσης η Μακεδονία είχε χωριστεί σε Περιφέρειες. Σε κάθε μια είχε καθοριστεί ανάλογα και η δράση του κάθε σώματος. Κάθε Περιφέρεια είχε μια μυστική διοίκηση, το Ανώτατο Κέντρο. Η δική μας Περιφέρεια του Μοναστηρίου (Μπιτωλίων) είχε μυστικό Κέντρο το Ελληνικό Προξενείο, που είχε τον κωδικό αριθμό Α.Κ.20. Όλες οι μυστικές Διευθύνσεις υπάγονταν στο Ανώτερο Κέντρο Θεσσαλονίκης, το οποίο διηύθυνε τον αγώνα σ’ ολόκληρη τη Μακεδονία και από εκεί μέσω του Υπουργείου των Εξωτερικών γινόταν η σύνδεση με την Ελληνική Κυβέρνηση. Οι Τούρκοι είχαν βάσιμες υποψίες για το ρόλο που έπαιζαν τα Προξενεία και κυρίως του Μοναστηρίου, αλλά επειδή το όλο σύστημα δρούσε με πολύ μεγάλη προσοχή και απόρρητους μηχανισμούς, δεν αντέδρασε επίσημα από έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων.
Στη Θεσσαλονίκη τοποθετήθηκε ο Λάμπρος Κορομηλάς, που αναδείχτηκε η ψυχή και η καρδιά του Μακεδονικού Αγώνα και με τον οποίο συνεργάστηκε στενά ο Σελιτσιώτης Ευάγελλος Βελούκας. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, όπου ο κίνδυνος είχε εμφανιστεί αμεσότερος κατά τα γεγονότα του Ίλιντεν. Η Κυβέρνηση αποφάσισε στις αρχές Φεβρουαρίου 1903 την αποστολή στη Δυτική Μακεδονία μιας επιτροπής από τέσσερις αξιωματικούς που θα μελετούσαν την κατάσταση «επί τόπου» και θα υπέβαλαν σχετική αναφορά με ανάλογες εισηγήσεις για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν.
Οι τέσσερις αυτοί αξιωματικοί ήταν οι Λοχαγοί Αλέξανδρος Κοντούλης (αρχηγός) και Αναστάσιος Παπούλιας, ο Υπολοχαγός Πεζικού Γεώργιος Κολοκοτρώνης και ο Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Παύλος Μελάς. Ο καθένας του είχε τη δυνατότητα να πάρει μαζί του και ένα συνοδό . Ο Κοντούλης πήρε το γνωστό Κρητικό Ευθύμιο Καούδη, ο Παπούλιας τον Απόστολο Τράγα, ο Κολοκοτρώνης τον επίσης Κρητικό Γεώργιο Δικόνυμο-Μακρή και ο Μελάς το Γεώργιο Περάκη ή Πέρο. Εφοδιάστηκαν με διαβατήρια με ψεύτικα ονόματα και ως επάγγελμα αναγραφόταν «ζωέμπορος». Όλοι τους ασχολήθηκαν με οργανωτικά θέματα και από τη δίμηνη παραμονή τους ανακλήθηκαν στην Αθήνα κομίζοντας ο καθένας τους τις εντυπώσεις. Η Κυβέρνηση συμφώνησε με τη γνώμη Κοντούλη-Μελά και πρότεινε πέντε αντάρτικες ομάδες.
Ο Αλέξανδρος Κοντούλης (10 Ιανουαρίου 1859 – 22 Αυγούστου 1933) ήταν Έλληνας αντιστράτηγος με πλούσια δράση, καθώς και διπλωμάτης.
Οι οδηγοί των παραπάνω «ζωεμπόρων» ήταν οι Μακεδόνες Βακατάρης από το Μπλάτσι, καπετάν Κώττας από τη Ρούλια (Κώτας Φλωρίνης), ο Νικόλαος Πύρζας από τη Φλώρινα και ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο. (Ανταρτικό Φλωρίνας) πολύ καλός φίλος των αγωγιατών της Σέλιτσας Γιώργου Κόλια του Δημητρίου και Βασίλη Κωνστάντους του Ζήση. Μετά την εγγύηση του Κύρου και του Μπλατσιώτη Βακατάρη οι δύο Σελιτσιώτες οπλίστηκαν και προστέθηκαν στη ομάδα στο Βελεμίσι.
Ειδικά για τον Κύρου γνωρίζουμε ότι γνώριζε όλα τα μονοπάτια της Δυτικής Μακεδονίας και είχε πολύ καλούς φίλους σε όλα τα χωριά της και είχε γνωστούς γαιοκτήμονες. Είχε επίσης την επιδεξιότητα να μαζεύει από τα τουρκοχώρια κυνηγετικά σκυλιά (γκέκικα) τα οποία στη συνέχεια τα δώριζε σε Δημάρχους, αστυνόμους, εργολάβους κ.λπ., με αποτέλεσμα όλες οι πόρτες γι αυτόν να είναι ανοιχτές.
Η ομάδα των «ζωεμπόρων» με τους ακολούθους και τους οδηγούς τους πέρασαν τα ελληνοτουρκικά σύνορα από το Βελεμίστι (Αγιόφυλλο Τρικάλων) στις 1 Μαρτίου του 1904. Πριν αναχωρήσουν από την Αθήνα ο Ίωνας Δραγούμης είχε παραδώσει στον Αρχηγό της αποστολής Αλ. Κοντούλη κατάσταση με τα ονόματα των χωριών της Δυτικής Μακεδονίας και των Ελλήνων πατριωτών (μελών της «ΑΜΥΝΗΣ») με τους οποίους θα μπορούσαν να έρθουν σε επαφή.
Καθώς όμως βάδιζαν τη νύχτα της 1ης Μαρτίου 1904 από το Βελεμίστι προς την Ασπροκκλησιά μέσα σε τόσο πυκνό σκοτάδι που δεν έβλεπαν που πατούσαν, ο Κοντούλης έπεσε από ένα μικρό γκρεμό και χτύπησε σοβαρά στο πόδι (εξάρθρωση στον αστράγαλο). Από τη στιγμή εκείνη ο Σελιτσιώτης Βασίλης Κωνστάντους έγινε ο οδηγός και ο σύντροφος του Κοντούλη και τον κουβαλούσε καβάλα στο μουλάρι του.
Τα χαράματα της Πέμπτης 11 Μαρτίου ο Κοντούλης έφυγε από το Παλαιόκαστρο και είπε στο Σελιτσιώτη αγωγιάτη του ότι ήθελε να περάσει από τη Σέλιτσα για να «καπαρώσει» καμπόσια ζώα, γιατί είχε ακουστά ότι το χωριό κρατούσε πολλά και καλά βόδια, αγελάδες, μουλάρια και άλογα. Πέρασαν από τη Μπάρα της Σιάτιστας έφτασαν στην Εράτυρα, «στου Ζιαμάθκου του πηγάδ’».
Ο Μακεδονομάχος Θωμάς Καρπούζας, που έζησε από κοντά την επίσκεψη αυτή διηγιόταν: «Ήταν Μάρτς κι είχιν ήλιουν μι δόντια, γιατί όλα τα βνα γύρου είχαν χιόν’. Αντά ακούσκιν ότι ήρθιν ένας ζουέμπουρας μι τουν εύζουνα τ’ βγήκιν 2 μιντζίτια και τουν είπιν “ πάρι αυτό του καπάρου, θα πάου κι σ’ άλλα χουργιά κι στου γυρισμό θα πάρου κι τα θκά σ’ τα πράματα”. Αφού καπάρουσιν ακόμα καναδγιό Κουρμάθκα κι Παπανασταθάθκα πήγιν ου Δημητράκς τ’ Οικουμίδη, τουν χιρέτσιν κι ύστιρα τουν έκαμιν του ουρίστι στου σπίτ’τ’ που ήταν ικεί κουντά για να ζησταθεί κι να πιεί καμιά ρακή. Τ’ν ώρα ικείν έφτασιν στου Ζιαμάθκου του πηγάδ’ου Τούρκους Λουχαγός Σελήμ, που ήταν διοικητής απού του απόσπασμα που ήταν στουν Αι-Κάνουρα, έκαμαν χειραψία κι χήρσιν να ρουτάει τουν έμπορα κι να τουν κάμ παζάρια γιατί είχιν κι αυτός καμόσα γιλάδγια ζαπουμένα κι ήθιλιν να τα πλήσ’. Ου έμπουρας εδούκιν κι σ’ αυτόν καπάρου, κι’ ου Τούρκους έφυγιν ηυτυχώς αμέσους. Έτσ’ βρήκιν τ’ν ηυκιρία ου Οικονουμίδης κι έμπασιν του ζουέμπουρα στου σπίτ’τα, που ήταν καμιά ικατουστή μέτρα κουντά. Ύστιρα απού λίγου γλέπυμι πρώτα τουν Τσιάρα κι ύστιρα του Μαρινίκα να σιβαίν’στ’ Οικουμίδη του σπίτ’. Δεν άργησαν όμους πουλύ. Όλ’ αντάμα έφυγαν κι πήγαν στου Στρμπάθκου του σπίτ’ μι φουνάζ’ ου Μαρινίκας κι μι λέει “κοίτα Θουμά. Τώρα π’ θα φύγουμι ιμείς ναχ’ς του νου σ’κι προυσέξ’ς μη τυχόν μας παρακουλουθεί καένας κι νάρθ’ς να μι πεις. Ξέρ’ς ισύ, όπους μι τουν Τσακαλάρουφ στ’ Γουγούσ’του σπίτ”».
Ο «ζωέμπορος»Αλέξανδρος Κοντούλης έφυγε από την Εράτυρα (Σέλιτσα) μετά το μεσημέρι της 11ης Μαρτίου 1904 με τον ίδιο Σελιτσώτη αγωγιάτη Βασίλη Κουνστάντους και το απόγευμα έφτασε στο Βογάτσικο στο σπίτι του Παπα-Δήμου Οικονόμου.
Μετά από αρκετό καιρό ο Λοχαγός Σελήμ πλησίασε την παρέα των Σελιτσιωτών που είχαν συναντηθεί τυχαία «στου Ζιαμάθκου του πηγάδ’» και ρώτησε: «Πούνε μπρε εκείνο το ζωέμπορο να πάρει τα πράματα; ». «Δεν ξέρουμε αφέντη», του απάντησαν. Ο Σελήμ χαμογέλασε και τους είπε: «Άιντε μωρέ ζεβζέκηδες, μη θαρρείτε ότι τρώω χορτάρι. Όταν τον χαιρέτησα μπρε είδα ότι τα χέρια του μαλακά και δεν ταίριαζαν σε ζωέμπορο. Κατάλαβα τι ήταν, αλλά έκαμα το μπουνταλά. Αυτός ήρθε να σας ανάψει φωτιά και το νού σας να μη καείτε στον πάτο».
Στο μεταξύ ο Παύλος Μελάς με τα άλλα μέλη της ομάδας από το Παλαιόκαστρο πέρασαν έξω από τη Σιάτιστα και λημέριασαν έξω από τη Γαλατινή (Κοντσκό) στη θέση «Αράπ’ φουλί». Ήταν νηστικοί και κατακουρασμένοι. Ο Παύλος Μελάς έγραψε επιστολή στην γυναίκα του Ναταλία από το Κοντσκό (Γαλατινή) την Παρασκευή 12 Μαρτίου 1904, αναφέρει : «…Δεν φαντάζεσαι τι περίεργος τύπος είναι ο Παύλος (Κύρου). Η αγαθότης του είναι μοναδική…Έχει μοναδικήν επιτηδειότητα εις όλα, αλλ’ ιδίως εις το να συνδέεται με τους καλύτερους αλλά και καταλληλότερους ανθρώπους δια την εργασίαν του. Εις όλα τα χωριά έχει τοιούτους καλούς και πιστούς φίλους. Εις το Κοντσκόν, όμως, ομολογεί με ύφος σοβαρόν και ειλικρινές, ότι δεν έχει φίλον κανένα. Δια τούτο όταν τον εστείλαμεν εκεί εφωδιασμένον με μίαν λίραν, έφυγε ενθουσιασμένος. Πράγματι λοιπόν μας ήλθεν μ’ έναν χωρικόν ο οποίος έκλαιεν από χαράν και ενθουσιασμόν. Ο Παύλος (Κύρου) ο μυστηριώδης τον είχε φανατίσει. Ο Γούλιας, λοιπόν, (ο φίλος του Παύλου) μας έφερε 2 άλογα, κρασί (10 οκάδες), ψωμί, τυρί, καρύδια, σύκα (ξηρά). Μένομεν όλοι ενθουσιασμένοι με τον Παύλον και τον Γούλαν τον οποίον φιλοδωρούμεν με ένα μετζίτι δια να πιή υπέρ της ελευθερίας. «Όχι κρασί», μας λέγει, «θα το κάψω λαμπάδα». Του δίδω άλλο ένα δια να κάμη παράκλησιν…».
Ο αγωγιάτης Γούλας της επιστολής, φίλος καλός κι αυτός του Παύλου Κύρου, ήταν ο Σελιτσιώτης Γεώργιος Βαγιάτης του Αντωνίου, γνωστός ως «Γούλας τα’ Μπαλόϊανν», ο οποίος το περιστατικό αυτό το διηγιόταν πολύ συχνά ως το θάνατό του και πάντοτε με την ίδια συγκίνηση και περηφάνια. Στο τέλος πάντα συμπλήρωνε: «Μι τα μιντζίτχια τα’ Μιλά άναψα μια τρανή λαμπάδα στουν Αϊ-Γιώργ’ έκαμιν ου Παπανώτας παράκλησ’ να μείν’ η Μακιδουνία Ιλληνική, όπως κι έγινιν».
Γεώργιος Κολοκοτρώνης (1866 - 1913). Καταγόταν από την οικογένεια Κολοκοτρώνη. Παππούς του ήταν ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στην Κρητική Επανάσταση του 1897 και στον Μακεδονικό Αγώνα
Κατά τις 10 το βράδυ όλη η ομάδα (συνολικά 20-22 άτομα) κατέβηκαν από τα «καγκέλια» της Γαλατινής, έφτασαν στο «Μπούφο» της Σέλιτσας κι από κει στην Αγία Τριάδα στην άκρη της Σέλιτσας. Εκεί τους περίμεναν από πολλή ώρα κρυμμένοι ο Παπα-Δαφίνης (Παπαχαντζιάρας), ο Οικονομίδης και ο Τσιάρας. Ο Σκούρτης (Αλεξ. Κοντούλης) που είχε περάσει από τη Σέλιτσα, τους είχε πληροφορήσει ότι θα περνούσαν απ’ εκεί. Ο Παύλος Μελάς ψιθύρισε μερικές κουβέντες και στο τέλος ορκίστηκαν και οι τρείς και να υπόσχονται ότι θα εφορμούσαν τις οδηγίες που θα τους στείλει αργότερα. Αμέσως μετά όλη η ομάδα, σιωπηλή μέσα στη νύχτα, χάθηκε προς την «Ξυνήθρα».
Η ομάδα περιόδευσαν σε όλα σχεδόν τα χωριά των Κορεστίων και της Πρέσπας έχοντας πάντα κοντά τους τον Κώτα με το σώμα του. Η παρουσία τους όμως στη Δυτική Μακεδονία και η πραγματική τους ταυτότητα έγινε γνωστή στους Τούρκους και η Αθήνα άρχισε να ανησυχεί ιδιαίτερα για τον Παύλο Μελά, γι αυτό έδωσε εντολή να επιστρέψει αμέσως. Δυστυχώς οι τέσσερις αξιωματικοί (Παπούλιας-Κολοκοτρώνης, Κοντούλης-Μελάς) επέτρεψαν διχασμένοι στην Αθήνα. Οι δύο (Παπούλιας και Κολοκοτρώνης) υποστήριζαν ότι ο ελληνικός αγώνας θα τελεσφορούσε μόνον αν ισχυρές ένοπλες ομάδες από την Ελλάδα επιτίθονταν στους Βούλγαρους. Αντίθετα οι δύο άλλοι (Κοντούλης και Μελάς) προτιμούσαν να σχηματιστούν σώματα από ντόπιους, έμπειρους πατριώτες, αφού βέβαια τους προσφέρονταν όπλα, πολεμοφόδια και χρηματική ενίσχυση.
Η διαφωνία αυτή μπέρδεψε πολύ την Κυβέρνηση, η οποία ζήτησε τελικά τη γνώμη του Προξένου Δημ. Καλλέργη. Η απάντησή του ήταν σαφής και συγκεκριμένη. Συμφωνούσε με τη γνώμη Κοντούλη-Μελά και πρότεινε να σχηματιστούν πέντε ανταρτικές ομάδες. Ο Παύλος Μελάς δίχως να χάσει καιρό ζήτησε άδεια 20 ημερών και έφτασε στην Κοζάνη και συγκεντρώθηκαν με άκρα μυστικότητα τα μέλη της «ΑΜΥΝΗΣ»στις 20 Ιουλίου στις 10 το βράδυ στη Μητρόπολη Κοζάνης.
O Παύλος Μελάς στους συγκεντρωμένους είπε, με προστάτη την εκκλησία, να γίνει προαιρετικός έρανος μεταξύ όλων των πολιτών και κατόπιν ο έρανος αυτός να γίνεται κάθε μήνα. Με το ποσόν που θα συγκεντρωθεί θα οπλίζονται και θα συντηρούνται εφτά ένοπλα σώματα από 15 άντρες το καθένα. Οι Κοζανίτες το δέχτηκαν ευχαρίστως.
Την επόμενη μέρα, Πέμπτη 22 Ιουλίου, ο Μελάς έχοντας παρέα το γιατρό Μεταξά, επισκέφθηκε τη Σιάτιστα. Συνάντησε κι εδώ τα έξι μέλη της «Αμύνης» Σιατίστης, προς τα οποία επανέλαβε τα ίδια λόγια που είχε πει και στους Κοζανίτες. Ενθουσιασμένοι και οι Σιατιστινοί του υποσχέθηκαν ότι σε πέντε μέρες θα έχουν έτοιμους 10 άντρες με ντουλαμάδες και όπλα. Ανέλαβαν επίσης να ειδοποιήσουν την «Άμυνα» των Γρεβενών και της Σέλιτσας. Ειδοποιήθηκαν τότε κρυφά οι Τσιάρας, Παπαχαντζιάρας, και ο Παν. Στρέμπας (Μαρνίκας). Ο φίλος και σύντροφος του Μελά ο Πύρζας κουβέντιασε μαζί με τους Σελιτσιώτες, μέλη της «Αμύνης», πρόθυμα υποσχέθηκαν ότι θα βοηθήσουν, αλλά ταυτόχρονα δεν έκρυβαν και το μεγάλο φόβο τους.
ΟΠαύλος Μελάς με το πυροβολικό
Ο Παύλος Μελάς τα παιδιά του και η Ναταλία Δραγούμη
Ο Μελάς πριν αναχωρήσει από την Κοζάνη ήρθε σε επαφή με τους παλιούς κλέφτες (λήσταρχους) Αλέξανδρο Καραλίβανο και Σωτήριο Βισβίκη, οι οποίοι υποσχέθηκαν με όρκο ότι θα εγκαταλείψουν τον προηγούμενο ληστρικό τους βίο κι ότι με πίστη και αφοσίωση θα αγωνιστούν με τα σώματά τους για τα δίκαια της Μακεδονίας, αρκεί να πάρουν αμνηστία και κάποιος να τους προσφέρει κάποια αντιμισθία για την εξασφάλιση των οικογενειών τους και να τους ενισχύσει με πολεμικό υλικό.
Το πρώτο συμπέρασμα από τη δεύτερη περιοδεία του ο Π. Μελάς το συνόψισε στη φράση «οι εδώ φίλοι έχουν πολύν ενθουσιασμόν, αλλά και πολύν φόβον» που έγραψε στη γυναίκα του από την Κοζάνη τη Δεύτερα 26 Ιουλίου 1904. Αλλά και τις πληροφορίες που του είχε φέρει ο Πύρζας, είχε αποκρυσταλλώσει τη γνώμη ότι «…εξ Αθηνών δεν είναι δυνατόν να διευθύνωνται τα πάντα…» κι ότι δεν θα ήταν εύκολη η διοργάνωση ένοπλου αγώνα από ντόπιους στη Δυτική Μακεδονία χωρίς να αποσταλούν σώματα και αξιωματικοί από την Ελλάδα.
Η Κυβέρνηση άφησε την πρωτοβουλία στις οργανώσεις και κυρίως στο Μακεδονικό Κομιτάτο κι αυτή μυστικά βοηθούσε κάθε προσπάθεια, γεγονός που την έκανε διστακτική γιατί φοβόταν την ευθύνη από μια ενδεχόμενη ρήξη με την Τουρκία. Στο μεταξύ η Αθήνα είχε γίνει κέντρο συγκέντρωσης των μυημένων στο Μακεδονικό Κομιτάτο Κρητικών αγωνιστών, αξιωματικών και ιδιωτών. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας αδελφικός φίλος του Π. Μελά, ο οποίος αργότερα πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Ένας άλλος Κρητικός επίσης πολύ γνωστός στους Δυτικομακεδόνες ήταν ο Ευθύμιος Καούδης. Σ’ αυτόν αποτάθηκε το Μακ. Κομιτάτο, μετά την απόφαση της Κυβέρνησης που προαναφέραμε, να καταρτίσει ανταρτικό σώμα και να βγει στη Δυτική Μακεδονία. Ο Καούδης χωρίς χρονοτριβή συγκρότησε σώμα από 14 άντρες και έχοντας οδηγό το γνωστό Παύλο Κύρου από το Ζέλοβο (Ανταρτικό Φλωρίνης), πέρασε τα σύνορα από το Βελεμίστι στις 18 Αυγούστου 1904. Ήταν το πρώτο ένοπλο σώμα που μπήκε στη Δυτική Μακεδονία σταλμένο από το Μακ. Κομιτάτο και με τη σιωπηρή έγκριση της ελληνικής Κυβέρνησης. Παρ’ όλες τις δυσκολίες που συνάντησε ο Καούδης κατάφερε να αναπτύξει με τη βοήθεια του Καραβαγγέλη σημαντική δράση και γρήγορα κατάφερε να γίνει ο φόβος και ο τρόμος των κομιτατζήδων.
Το Μακεδονικό Κομιτάτο έδωσε εντολή στον Π. Μελά να σχηματίσει δικό του ένοπλο σώμα. Η χαρά του Παύλου ήταν απερίγραπτη γιατί αυτή τη φορά δεν θα ήταν υποχρεωμένος να κρύβεται αλλά ανέβαινε στη Μακεδονία ως τιμωρός. Στο σώμα των 28 ανδρών που κατάρτισε τελικά ο Παύλος Μελάς συμμετείχαν και οι Ερατυρείς Χρήστος Ζωΐδης, Δημ. Καραμήτσιος και Βασ. Χειμάρας.
Ο Γεώργιος Κατεχάκης (1881-1939) ήταν βενιζελικός στρατιωτικός και πολιτικός. Χρημάτισε βουλευτής, τρεις φορές υπουργός Στρατιωτικών (1924, 1930-1932, 1933), γενικός διοικητής Θράκης και γενικός διοικητής Κρήτης.
Νικόλαος Κοντογούρης με ψευδώνυμο Καπετάν Σίνης 1878- 1913 πολιτικός και στρατιωτικός. Σκοτώθηκε στην Μακεδονία , λίγες ώρες πριν την ανακωχή.
Το ανταρτικό σώμα του Ανθυπολοχαγού Αντωνίου Βλαχάκη (Λίτσα) προσβάλλει τους Βούλγαρους κομιτατζήδες των χωριών Οσνίτσανη (Καστανόφυτο) και Έζερετς (Πετροπουλάκη) της Καστοριάς. Η μάχη που ακολουθεί είναι από τις πιο σημαντικές του Μακεδονικού Αγώνα. Διαρκεί οκτώ ώρες και οι Βούλγαροι έχουν βαρύτατες απώλειες. Ένα τάγμα, όμως, από 750 Τούρκους προσβάλλει το ελληνικό σώμα, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν ο Αντώνιος Βλαχάκης και ο Λεωνίδας Πετροπουλάκης (υπαρχηγός του σώματος), καθώς και 22 από τους άνδρες τους.
Τρίτη έξοδος του Παύλου Μελά στη Δ. Μακεδονία. Ο θάνατός του.
Το σώμα πέρασε τα ελληνοτουρκικά σύνορα τη νύχτα στις 27 προς 28 Αυγούστου 1904 κοντά στο Μακροβούνι (τοποθεσία ανάμεσα στα χωριά Κρανιά, Μηλιά και Περιβόλι Γρεβενών). Ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες και αφού πέρασε από ολόκληρη σχεδόν την Επαρχία Βοῒου έφτασε στο Κωσταράζι, όπου έμεινε μερικές μέρες και δέχτηκε Επιτροπές από τα γύρω χωριά για να τον χαιρετήσουν. Από τη Σέλιτσα με τη δικαιολογία ότι πάνε στο παζάρι της Χρούπιστας, πήγαν και χαιρέτησαν τον Παύλο Μελά ο Δημ. Οικονομίδης και ο Παπαχαντζιάρας ειδοποιημένοι από την Επιτροπή της Βλάστης με την οποία είχε συναντηθεί ο Μελάς.
Ο Μελάς συνεχάρη τους Σελιτσιώτες γιατί είναι καλοί πατριώτες, όπως του είχε πει ο Κοντούλης και στο τέλος πρόσθεσε: "Το χωριό σας το ονομάσαμε «Κέντρο» γιατί βρίσκεται σε θέση «κλειδί», απ’ όπου υποχρεωτικά θα περνούν όλα τα σώματα, αλλά και τα πολεμοφόδια. Θα ακολουθούν δηλαδή το δρομολόγιο Βελεμίστι-Παλαιόκαστρο-Κοντσκό-Σέλιτσα-Κωσταράζι. Θέλω να βοηθήσετε ώστε να μη χαθεί ούτε σφαίρα, ούτε να καθυστερήσει να φτάσει στον προορισμό της. Στο χωριό σας θα πρέπει να αποκτήσεται τέλεια οργάνωση και να συνεργάζεστε με τους Μπλατσιώτες και τους Σιατιστείς και να ξέρετε ότι τα πιο βασικά χρέη κάθε επιτροπής είναι τρία. Πρώτον να φροντίζετε για την τροφή και την ασφάλεια των διερχομένων σωμάτων. Δεύτερον να φροντίζετε για την ασφάλεια του χωριού σας και τρίτον να διαφωτίζετε και να ενθαρρύνετε τόσο τους συγχωριανούς σας, όσο και τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, που αποτελούν ευθύνη του Κέντρου σας». Έπειτα γύρισε και είπε στον Οικονομίδη που του είχε συστηθεί ως «Μουχτάρης Σελίτσης»: «Από δω και πέρα δεν θέλω να ξανακούσω να λέτε «μουχτάρης». Τα ελληνικά μας χωριά τα διοικούν πλέον Δήμαρχοι. Ως Δήμαρχος λοιπόν αγαπητέ μου, θα υπογράψεις από δω και μπρος κι όχι ως μουχτάρης".
Πολλοί νέοι Μακεδόνες έσπευδαν να ενταχθούν στο σώμα του, με αποτέλεσμα να αυξάνεται διαρκώς ο αριθμός των ανταρτών. Ανάμεσα σ’ αυτούς που εντάχτηκαν τότε στο σώμα του Παύλου Μελά ήταν και ο μετέπειτα καπετάνιος Κων/νος Ντόγρας από το Βογατσικό. Ο γιός του που έγραψε τη βιογραφία του καπετάν Ντόγρα και την οποία έχουμε ανέκδοτη στο Αρχείο μας, περιγράφει ως εξής τη συνάντησή του πατέρα του με τον Παύλο Μελά στο Βογατσικό και την ένταξη του στο σώμα: "… Ήρθα να καταχτώ υπό τας διαταγάς σου" . Τότε του λέει ο Μελάς. "Είσαι παντρεμένος"; "Είμαι, έχω και δύο παιδιά". Τότες του λέει ο Μελάς. "Εγώ έχω διαταγή από το Κομιτάτο να μην πάρω πανδρεμένους όπου έχουνε υποχρεώσεις, διότι εάν εγώ σκοτωθώ ποιος θα φροντίσει για τις χήρες και τα ορφανά"; "Εάν εγώ ζήσω θα τα φροντίσω". Τότες λέει ο πατέρας μου. "Αρχηγέ εγώ έχω βγει ήδη στο κλαρί για τη λευτεριά και δεν με συγκρατεί κανείς διότι πρώτον έχω κάνει έγκλημα στην Κωνσταντινούπολη σκότωσα τον παλικαρά του βαλή και δεύτερον τον τσαούση στην Καστοριά". Τότες λέει ο Μελάς. "Εύγε σε τέτοια παλικάρια όπου έρχονται με τέτοιον ενθουσιασμό και αυταπάρνηση για να υπηρετήσουνε την Πατρίδα". Και από εκείνη τη στιγμή αναγνωρίστηκε ο Πατέρας μου οπλαρχηγός από τον Παύλο Μελά και μπήκε στο σώμα του…». Ο Κων/νος Ντόγρας, χτιστής στο επάγγελμα, ήταν άριστος τραγουδιστής, ευλύγιστος χορευτής και ταχύπους τόσον ώστε την δεκάωρων απόστασιν Βογατσικού-Κοζάνης, διήνυσε πολλάκις εντός 5 ωρών για λόγους υπηρεσιακούς για τις ανάγκες του Αγώνα.).
Το έργο του Π. Μελά ήταν δύσκολο, αλλά οι αλλεπάλληλες επιτυχίες του έκαναν να αλλάξει όψη η Δυτική Μακεδονία μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η συμπεριφορά του προς όλους ήταν πραγματικά που αρμόζει σε Έλληνα αξιωματικό.
Ακόμη και προς τους αιχμαλώτους κομιτατζήδες που συνελάμβανε έδινε δείγμα ανδριασμού και υψηλοφροσύνης και τους άφηνε ελεύθερους. Οι άπιστοι Βούλγαροι δεν εκτίμησαν την ανδροπρεπή συμπεριφορά του και δε δίσταζαν να τον προδίδουν πάντοτε στους Τούρκους. Τελευταία φορά ήταν στις 13 Οκτωβρίου 1904.
Οι Βούλγαροι οδήγησαν τους Τούρκους στη Στάτιστα (σημερινό Μελά Καστοριάς) όπου διανυκτέρευε το σώμα. Ύστερα από φονική συμπλοκή ο Παύλος έπεσε βαριά πληγωμένος. Πριν ξεψυχήσει ζήτησε από τους συντρόφους να του κόψουν το κεφάλι για να μην πέσει, έστω και νεκρός, στα χέρια των Βουλγάρων. Οι σύντροφοί του εκτέλεσαν την επιθυμία του και έθαψαν το κεφάλι του κάτω από την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Πισοδερίου, όπου παρέμεινε ως το 1907, οπότε και μεταφέρθηκε κρυφά στην Καστοριά και θάφτηκε μαζί με το άλλο σώμα του.
Το ακέφαλο σώμα του Μελά το μετέφεραν οι Τούρκοι στην Καστοριά και το παρέδωσαν στον Καραβαγγέλη, ο οποίος περιποιήθηκε και τίμησε το ηρωικό παλικάρι καθώς και τον τόπο όπου το έθαψε.
Αυτός ήταν ο τραγικός επίλογος της ηρωικής ζωής του νεαρού Ανθυπολοχαγού του Πυροβολικού Παύλου Μελά. (Μίκη Ζέζα).
Στη φονική εκείνη συμπλοκή της Στάτιστας πολέμησαν, εκτός των τριών ( Βασίλειος Χειμάρας, Δημήτριος Καραμήτσιος, Χρήστος Ζωίδης) και οι Σελιτσιώτες Νικόλαος Κόλιας και Φώτιος Χασιώτης που ανήκαν στο σώμα του Καραλίβανου το οποίο μετά το θάνατο του Π. Μελά συνεργάστηκε με το Βάρδα.
Ο θάνατος του Μελά αντί να δημιουργήσει κατήφεια και απογοήτευση στους Μακεδόνες, τους φανάτισε, τους έκανε να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο που διέτρεχαν τα χωριά τους και τους οδήγησε στην αμετάκλητη απόφαση να αγωνιστούν για τη σωτηρία της Μακεδονίας. Η προφητική φράση που είχε γράψει σε γράμμα προς τη γυναίκα του ότι «…Το αίμα ενός ανδρός εάν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας, θα εξυπνήσωσιν οι κοιμώμενοι και θα εγκαρδιωθώσιν οι τρομοκρατημένοι…», έγινε πραγματικότητα, γιατί ενώ ως τότε η υπόθεση της Μακεδονίας ήταν υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων, από το θάνατό του κι έπειτα έγινε υπόθεση ολόκληρου του ελληνισμού. Ο Παύλος Μελάς έγινε θρύλος και η λαϊκή Μούσα τραγούδησε το θάρρος, τη λεβεντιά, τους αγώνες και το θάνατό του. Ένα από αυτά τα τραγούδια τραγουδιέται και σήμερα σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια.
Σαν τέτοια ώρα στο βουνό ο Παύλος πληγωμένος
Μες στο νερό του αυλακιού ήτανε ξαπλωμένος.
-Για σύρε, Δήμο μου πιστέ, στην ποθητή πηγή μου
και φέρε μου κρύο νερό να πλύνω την πληγή μου.
Δεν κλαίω τη λαβωματιά, δεν κλαίω και το βόλι,
ν' κλαίω που με άφησε η συντροφιά μου όλη.
Σταλαματιά το αίμα μου για σε πατρίδα χύνω,
για να ’χεις δόξα και τιμή, να λάμπεις σαν το κρίνο
Παύλος Μελάς κι αν πέθανε τα παλικάρια ζούνε
Θα φέρουνε τη λευτεριά στη χώρα που ποθούμε.
Παυλος Μελάς -Ναταλία.
Ο Παύλος Μελάς όπου σκοτώθηκε στο σπίτι στη Σιάτιστα στεγάζει Μουσ. Παύλος Μελάς.
Το μνήμα του Παύλου Μελά στην Καστοριά